Οι ειδικοί αναφέρουν πως ήταν καταστροφική η φωτιά που σημειώθηκε στον Πύργο του Λονδίνου που δε θα είναι εύκολη η ταυτοποίηση των πτωμάτων μέσω DNA.
Καθώς οι πυροσβέστες συνεχίζουν την προσπάθεια να ανασύρουν αγνοούμενους από τα ερείπια της πύρινης κόλασης, με τη βοήθεια ειδικά εκπαιδευμένων σκυλιών και drones ο αρχηγός της Μητροπολιτικής αστυνομίας Στούαρτ Κάντι αναφέρει στο Associated Press ότι «δυστυχώς υπάρχει το ενδεχόμενο να μην καταφέρουμε ταυτοποιήσουμε ολα τα πτώματα..
Οι ειδικοί αναφέρουν ότι η ένταση αλλά και ο χρόνος καύσης της φωτιάς μπορεί να κάνει ακόμα και αδύνατη την αναγνώριση. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και το 2001 στο Κέντρο Παγκόσμιου Εμπορίου στη Νέα Υόρκη, όπου το 40% των θυμάτων παραμένουν χωρίς ταυτότητα.
«Όταν έχεις μία φωτιά που εκτυλίσσεται με τέτοιο τρόπο, μιλάμε κυριολεκτικά για κόλαση. Χεις αρκετά θραύσματα από πτώματα, απανθρακωμένα οστά και μερικές φορές ό,τι απομένει είναι μόνο στάχτη» λέει ο καθηγητής Πίτερ Βανέζις.
Η θερμοκρασία που αναπτύχθηκε στην πυρκαγιά στον πύργο Γκρένφελ μπορεί να συγκριθεί με εκείνη ενός κρεματορίου, αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Οσο πιο πολύ καίει μία φωτιά, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες που έχουμε να ανακαλύψουμε επαρκές DNA, ώστε να κάνουμε τις ανάλογες εξετάσεις. Ωστόσο, αν τα θύματα βρίσκονταν προστατευμένα από κάποιο έπιπλο ή άλλα αντικείμενα, υπάρχει η πιθανότητα να βρεθεί ζωτικό DNA» επεσήμανε.
«Η καλύτερη πιθανότητα να αναγνωρίσουμε τα θύματα είναι εάν οι ειδικοί ανακαλύψουν κάποιο κομμάτι από δόντια ή οστό, μέρη τα οποία συνήθως είναι τα τελευταία που καταστρέφονται στο ανθρώπινο σώμα. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ειδικές τεχνικές για να απλοποιηθεί το DNA, αλλά τέτοια τεστ, μπορούν να καταδείξουν την οικογένεια του ατόμου και όχι το ίδιο το άτομο» τονίσει ο καθηγητής Βανέζης.
Ένας ακόμη παράγοντας που περιπλέκει το θέμα της ταυτοποίησης των θυμάτων είναι το γεγονός ότι αρκετό από το υλικό του DNA, που συνήθως θα χρησιμοποιούνταν για να υποδείξει το θύμα- όπως για παράδειγμα οδοντόβουρτσες ή χτένες- απανθρακώθηκαν από την πυρκαγιά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι ειδικοί να αποσπάσουν από αυτά γεννητικό υλικό.
«Ακόμη και αν καταφέρουμε να αποσπάσουμε κάποιο DNA, η ερώτηση παραμένει, έχουμε κάτι με το οποίο θα το συγκρίνουμε;» διερωτάται η Ντενίς Σίντερκομπ Κορτ, ειδική ιατροδικαστής στο πανεπιστήμιο King του Λονδίνου.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, επισημαίνει, οι ειδικοί χρειάζονται ένα δείγμα DNA από άλλα μέλη της οικογένειας ή χρειάζονται κάποιο άλλο διαθέσιμο δείγμα, όπως δείγμα αίματος ή ιστού προκειμένου να γίνει η αντιπαραβολή και να τακτοποιηθεί το θύμα.
Διευκρινίζει ωστόσο, ότι η διαδικασία ταυτοποίησης μπορεί να διαρκέσει μήνες καθώς εκτός από τα αντικειμενικά προβλήματα, που προκύπτουν από τη φύση της τραγωδίας, ένα ακόμα ζήτημα είναι το γεγονός της χρονικής συγκυρίας, καθώς τα εργαστήρια καλούνται – ειδικά μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Μεγάλη Βρετανία τον τελευταίο καιρό – να ανταποκριθούν σε έναν τεράστιο όγκο δουλειάς που αφορά σε αναγνώριση θυμάτων.