Ο έγκριτος δημοσιογράφος και ένας από τους πιο καταξιωμένους πολεμικούς ανταποκριτές της εποχής, Sir Herbert Russell, που ήταν οπαδός της επιστήμης και της λογικής, είχε γράψει ένα άρθρο σχετικά με το εμβληματικό πλοίο-φάντασμα «Ιπτάμενος Ολλανδός». Ο δημοσιογράφος είχε αντιληφθεί ότι οι ναυτικοί συχνά επηρεάζονταν από δεισιδαιμονίες, μιας και η ζωή στη θάλασσα διέπεται πάντοτε από τους δικούς της νόμους.
Ένα μορφωμένος και εκσυγχρονισμένος Αξιωματικός του Ναυτικού βεβαίωνε τον Russell ότι είχε δει μια φορά με τα μάτια του τον περίφημο «Ιπτάμενο Ολλανδό». Του είχε συμβεί στα πρώτα χρόνια της ναυτικής του καριέρας, όταν βρισκόταν πάνω σ’ ένα ιστιοφόρο. Με την ειλικρινή αφήγησή του, υποδήλωνε πόσο πολύ πεπεισμένος ήταν για τα λεγόμενά του. Για τον Αξιωματικό εκείνον, ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» δεν αποτελούσε μύθευμα, αλλά μια παράδοξη πραγματικότητα της θάλασσας.
Παρακινημένος από αυτήν την εξιστόρηση, ο δημοσιογράφος προσπάθησε να ανακαλύψει την απαρχή του μύθου για το πλέον γνωστό πλοίο-φάντασμα. Ο Hendrik Van Der Decken ήταν ο ιδιοκτήτης και καπετάνιος ενός ιστιοφόρου, το οποίο ταξίδευε στις Ανατολικές Ινδίες και ονομαζόταν «Ανδρείος». Το πλοίο είχε αποπλεύσει από την Μπατάβια για το Άμστερνταμ, τον Ιούλιο του 1653 και από τότε, κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτό. Είναι ακατανόητο, πράγματι, να έχουν γνωστοποιηθεί τόσες πολλές λεπτομέρειες για το ναυάγιό του και να μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Και κανείς, φυσικά, δεν είναι σε θέση να αντιταχθεί στη ναυτική δεισιδαιμονία.
Σύμφωνα με τον θρύλο, όταν ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» έπλεε στα δύσκολα νερά του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, συνάντησε ισχυρούς ανέμους. Μέρα με τη μέρα, τα πελώρια κύματα έσερναν το καράβι πότε προς τη μια κατεύθυνση και πότε προς την άλλη. Κάθε πρωί, όταν ο ήλιος τους επέτρεπε να επανακαθορίσουν τη θέση τους, ο Van Der Decken ανακάλυπτε εναγωνίως πως δεν είχε προχωρήσει ούτε ένα μίλι. Στο τέλος, ο αγέρωχος Ολλανδός καπετάνιος εξεγέρθηκε κατά του Θεού και ορκίστηκε να περάσει το ανταριασμένο ακρωτήριο, υγρό τάφο πολλών πλοίων και ναυτικών, ακόμη κι αν ο Θεός ο ίδιος μαχόταν εναντίον του. Τον προκάλεσε και του είπε: «Εγώ θα συνεχίσω τη ρότα μου, είτε θες Εσύ, είτε δε θες…»
Από τότε έως και σήμερα, ο προκλητικός Ολλανδός πασχίζει να περάσει και όσες φορές τον συναντά κανείς, το πλοίο του παλεύει μέσα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, αν και ολόγυρα επικρατεί απόλυτη γαλήνη. Τα πανιά του τα έχει ολάνοιχτα και τα στιβαρά πλαϊνά του δέρνονται αλύπητα από τον άνεμο που λυσσομανά.
Οι ναυτικοί εξακολουθούν να πιστεύουν με αναντίρρητο φανατισμό ότι όποιος δει το τραγικό πλοίο-φάντασμα, θα τον κυνηγάει πάντα η δυστυχία και κακοτυχία.
Κάποτε, ο Sir Herbert Russell ταξίδευε προς το Κέιπ Τάουν μ’ ένα από τα ατμόπλοια της εταιρίας Union Line. Βρίσκονταν στον Νότιο Ατλαντικό και καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, κουβέντιαζε με έναν Αξιωματικό, ο οποίος θα αναλάμβανε βάρδια τα μεσάνυχτα. Του διηγήθηκε πως είχε δει κι εκείνος τον «Ιπτάμενο Ολλανδό». Μάλιστα, το επόμενο πρωί του αφηγήθηκε ένα ακόμη περίεργο περιστατικό.
Την ώρα της βάρδιάς του, τα μεσάνυχτα, καθώς στηριζόταν στην άκρη της γέφυρας του καραβιού, ένιωσε πως κάποιος στεκόταν δίπλα του. Γύρισε και είδε τον αδελφό του, Πλοίαρχο επίσης, ο οποίος, εν τούτοις, όπως ήξερε, βρισκόταν τη στιγμή εκείνη χιλιάδες μίλια μακριά από τη συγκεκριμένη περιοχή. Ο Αξιωματικός του απηύθυνε τον λόγο, μα ο αδελφός του δεν απάντησε. Μόνο του έριξε ένα αγωνιώδες βλέμμα, γεμάτο πόνο και εξαφανίστηκε.
Λίγο καιρό αργότερα, ο δημοσιογράφος έλαβε ένα γράμμα από τον εν λόγω Αξιωματικό της Union Line, ο οποίος ρωτούσε τον Sir Herbert Russell αν τον θυμόταν ακόμη και τον πληροφόρησε ότι τη στιγμή ακριβώς που είχε δει την οπτασία του αδελφού του, εκείνος είχε πεθάνει κι έτσι, ο πολυθρύλητος «Ιπτάμενος Ολλανδός» είχε σκορπίσει και πάλι δυστυχία.
Πολλοί, οι οποίοι μελετούν τη θάλασσα, φρονούν ότι το μυστηριώδες πλοίο-φάντασμα είναι απλώς ένα ατμοσφαιρικό φαινόμενο. Σε μια στιγμή διαγράφεται καθαρότατα και την άλλη στιγμή διαλύεται, χωρίς να μπορεί κανείς να το εξηγήσει. Πιθανόν να πρόκειται περί κατοπτρισμού ή περί τμήματος ομίχλης πολύς λεπτής, μη δυνάμενης να επηρεάσει επαρκώς την ατμόσφαιρα, αλλά ικανής να σκιάσει ένα πλοίο σε απόσταση μερικών μιλίων.
Στην παλιά εποχή, όταν οι ναυτικοί δε γνώριζαν να εξηγήσουν τα παράξενα αυτά οπτικά φαινόμενα, μια τέτοια οπτασία ήταν αρκετή για να εξάψει την αχαλίνωτη φαντασία τους. Διαβάζοντας, λοιπόν, παλιές ιστορίες, καταλαβαίνει εύκολα κανείς πώς μπλέκονται οι μύθοι γύρω από απλά γεγονότα.
Ο δημοσιογράφος ενθυμήθηκε ένα άλλο μυστηριώδες πλοίο, το οποίο δε γινόταν να εξηγηθεί από καμιά μετεωρολογική ερμηνεία. Το δικό του πλοίο-φάντασμα δεν ήταν βέβαια ο «Ιπτάμενος Ολλανδός», που σύχναζε αέναα στα ανταριασμένα νερά του Ακρωτηρίου Καλής Ελπίδας, διότι το είχε δει στα χωρικά ύδατα της Αγγλίας, όταν ήταν ακόμη νεαρός.
Ζούσε τότε στην παράκτια κωμόπολη Deal, της επαρχίας του Kent και γνώριζε όλους τους θαλασσινούς γερόλυκους, που τους φώναζε, μάλιστα, με τα μικρά τους ονόματα και τα παρατσούκλια τους.
Μια μέρα του Νοεμβρίου, φυσούσε ένα μανιασμένος άνεμος. Ελάχιστα ήταν τα καράβια, που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Οι κυματοθραύστες Goodwin σχημάτιζαν μια λευκή, αφρισμένη γραμμή στον ορίζοντα. Ο δημοσιογράφος ήταν παρέα με πολλούς βαρκάρηδες και παρακολουθούσαν ένα ιστιοφόρο, που με απλωμένα πανιά του λοξοδρομούσε πέντε μίλια ανοιχτά του λιμανιού. Όλοι οι έμπειροι εκείνοι ναυτικοί έλεγαν πως αν το πλοίο δεν προλάβαινε να καβατζάρει γρήγορα, θα βρισκόταν επικίνδυνα κοντά στους κυματοθραύστες. Ο φαροφύλακας του γειτονικού φάρου έριξε μια προειδοποιητική κανονιά κι αμέσως, το καράβι, που φαινόταν να είναι μπρίκι ή μπάρκο, ορτσάρισε. Δυο-τρεις βάρκες ξεκίνησαν από την παραλία προς το πλοίο.
Έξαφνα, καθώς το παρακολουθούσαν στενά, γιατί πίστευαν ότι κινδύνευε να συντριβεί, χάθηκε εντελώς από τα μάτια τους. Θα έλεγε κανείς ότι διαλύθηκε, έσβησε, έλιωσε… Έτριβαν τα μάτια τους και ξανακοίταζαν κατάπληκτοι. Κανείς από τους θαλασσόλυκους του Deal δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή του. Κι άλλες βάρκες ξανοίχτηκαν εκεί που βρισκόταν μέχρι πριν λίγα λεπτά το μεγάλο σκαρί, αλλά το φάντασμα είχε χαθεί, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος. Αν και η άμπωτη ήταν πάντα ισχυρή, τα νερά της περιοχής, όμως, ήταν ρηχά, αβαθή, γεμάτα λευκές, αμμώδεις ξέρες. Έτσι, δε γινόταν να καταποντιστεί το πλοίο, χωρίς να φαίνονται τουλάχιστον τα ιστία του και σίγουρα, οι ναυτικοί του θα είχαν προλάβει να σωθούν.
Εκείνο το παράδοξο περιστατικό, τυλιγμένο στη δική του θαλασσινή αύρα μυστηρίου, αποτελεί κι αυτό με τη σειρά του ένα από τα μυριάδες αινίγματα, που σκεπάζουν εγωιστικά οι ωκεανοί.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 15/04/1939…