Στις 11 Ιανουαρίου του 1931, πέθανε στο Λονδίνο ο Robert James Lees, ο οποίος φημιζόταν ως άνθρωπος προικισμένος με ενόραση. Ο Lees μπορούσε να βλέπει γεγονότα, τα οποία συνέβαιναν σε μεγάλη απόσταση από αυτόν και ενδεχομένως, να του ήταν παντελώς ξένα κι άγνωστα. Το όνομά του ταυτίστηκε με τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη και με τους έντεκα τρομερούς φόνους γυναικών, που διέπραξε στην κακόφημη γειτονιά του Whitechapel, στο East End του Λονδίνου, από τις 3 Απριλίου 1888 έως και τις 13 Φεβρουαρίου 1891.
Ο Robert James Lees, αν και υπήρξε ένα ισχυρό μέντιουμ από την τρυφερή ηλικία των τριών ετών, εν τούτοις, δε δήλωνε πνευματιστής. Ήταν ένα σοβαρός και μεθοδικός θεραπευτής της Βασιλικής Αυλής, καθώς και συγγραφέας. Εξ αιτίας, όμως, του χαρίσματός του, είχε κληθεί πολλές φορές να επιδείξει την ψυχική του αυτή δύναμη στο Παλάτι. Άλλωστε, σ’ αυτόν οφειλόταν η σύλληψη του Τζακ του Αντεροβγάλτη, για τον οποίο ακόμη και σήμερα ελάχιστοι γνωρίζουν ποιος ήταν πραγματικά.
Η αποκάλυψη αυτή έγινε τελικά από τις σημειώσεις, που είχε αφήσει ο Lees στα παιδιά του. Στα έγγραφά του αποσαφήνιζε ότι ο άγριος δολοφόνος ανυπεράσπιστων γυναικών ήταν οπωσδήποτε ένας τρανός ιατρός του Λονδίνου, φροντίζοντας, όμως, κι αυτός να αποκρύψει το αληθινό του όνομα. Επίσης, ανέφερε στις σημειώσεις του διεξοδικά πώς κατόρθωσε να οδηγήσει την Αστυνομία στα ίχνη του και στη σύλληψή του κατόπιν, θέτοντας τέρμα στη σειρά των αποτρόπαιων εγκλημάτων του.
Μα, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Την άνοιξη του 1888, το Λονδίνο είχε ολότελα τρομοκρατηθεί από τις φρικιαστικές δολοφονίες των πρώτων γυναικών, οι οποίες είχαν βρεθεί με τον λαιμό κομμένο και το κορμί οικτρώς κακοποιημένο και ακρωτηριασμένο, ειδικά στην περιοχή του υπογαστρίου. Η Αστυνομία του Λονδίνου είχε προκηρύξει αμοιβή τριών χιλιάδων λιρών και ισόβιο ετήσιο επίδομα χιλίων πεντακοσίων λιρών σε όποιον θα συνελάμβανε ή θα φόνευε ακόμη τον βάρβαρο εκείνον κακούργο, αλλά ουδείς παρουσιάστηκε να λάβει την αμοιβή.
Τα πρωτοφανή εγκλήματα συνεχίστηκαν και επτά ακόμα γυναίκες δολοφονήθηκαν στην ίδια συνοικία, μολονότι είχαν κινητοποιηθεί δύο χιλιάδες Αστυνομικοί προς φρούρησή της. Αίφνης, οι φόνοι σταμάτησαν μυστηριωδώς, δίχως κανείς να γνωρίζει τι απέγινε ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, όπως τουλάχιστον ο ίδιος είχε ομολογήσει το διαβόητο όνομά του σε μια επιστολή, που είχε αποστείλει στην Αστυνομία, επιμελώς γραμμένη σ’ ένα διάφανο επιστολόχαρτο.
Ποιος ήταν άραγε ο Τζακ; Πολλές υποθέσεις έκαναν λόγο για έναν πλούσιο άντρα, ο οποίος εκδικούνταν για τον θάνατο του γιου του, εξ αφορμής μιας γυναίκας ελαφρών ηθών και κατόπιν, αναχώρησε για την Αμερική, ώστε να γλιτώσει τη σύλληψη. Βέβαια, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν πως ο κακούργος είχε σκοτωθεί σε σιδηροδρομικό ατύχημα, καθώς μετέβαινε στο Λονδίνο, για να συνεχίσει το ειδεχθέστατο έργο του.
Όμως, τα έγγραφα του Robert James Lees έριχναν φως στο μυστήριο του Τζακ του Αντεροβγάλτη, όπως ήταν το ανατριχιαστικό παρατσούκλι του φρικαλέου δολοφόνου. Ο Lees, με το χάρισμα της ενόρασης που διέθετε, είδε μια νύχτα, ενώ βρισκόταν στο δωμάτιό του, έναν άνθρωπο να συνοδεύει σ’ ένα σκοτεινό στενάκι του Whitechapel μια γυναίκα. Ύστερα, είδε το ζεύγος να σταματά και τον άντρα να σύρει ένα μεγάλο μαχαίρι και με αστραπιαία ταχύτητα και ακρίβεια να αποκόβει τον λαιμό της δύστυχης γυναίκας. Τον είδε κατόπιν, όταν το σώμα έπεσε, να σκύβει και με το ίδιο μαχαίρι, να ακρωτηριάζει το πτώμα στο υπογάστριο και τέλος, να απομακρύνεται.
Ο Lees έσπευσε αμέσως να ειδοποιήσει την Αστυνομία, στην οποία ανέφερε λεπτομερώς το όραμά του, έως και το σημείο, όπου είχε δει να διαπράττεται το έγκλημα. Μολονότι οι Αστυνομικοί δε φάνηκαν να πείθονται από τους ισχυρισμούς του, τον συνόδευσαν απρόθυμα μέχρι την υποδειχθείσα περιοχή, όπου κατάπληκτοι είδαν το άψυχο κορμί μιας γυναίκας, βάρβαρα δολοφονημένης, με το κεφάλι σχεδόν αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, το οποίο ήταν καταματωμένο και κατασφαγμένο. Το ενορατικό χάρισμα του Robert James Lees είχε αποφέρει καρπούς. Σημειωτέον, το μέντιουμ έμενε πέντε χιλιόμετρα μακριά από την περιοχή του εγκλήματος και απέδειξε εύκολα ότι ολόκληρη τη νύχτα δεν είχε εξέλθει καθόλου από την οικία του.
Όταν ο Lees είδε εκείνα τα αποκαλυπτικά οράματα, βίωσε έναν απερίγραπτο ψυχικό κλονισμό, που επηρέασε καθοριστικά την υγεία του. Οι θεράποντες ιατροί του συνέστησαν να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη, ώστε να ηρεμήσει και να ξεχαστεί. Μα, μόλις επέστρεψε πίσω στο Λονδίνο, είδε ένα νέο όραμα του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Σ’ έναν δρόμο του Whitechapel, ο ίδιος άνθρωπος, τον οποίο είχε δει και στο πρώτο του όραμα, συνόδευε μια γυναίκα, την οποία σκότωσε κι αυτή κατά παρόμοιο τρόπο και εν συνεχεία, πλην του συνήθους ακρωτηριασμού στο υπογάστριο, της απέκοψε και τα δυο της αυτιά. Το όραμα αυτό το είχε δει στις 7:45 το απόγευμα. Στις πρωινές εφημερίδες είδε συγκλονισμένος ότι στις 8 το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας, οι Αστυφύλακες εντόπισαν πάλι μια γυναίκα σφαγμένη και ακρωτηριασμένη με τον στερεότυπο τρόπο του Αντεροβγάλτη, μόνο που εκείνη τη φορά της έλειπαν τα δυο αυτιά της.
Ο Lees μετέβη, τότε, ξέπνοος στο Αστυνομικό Τμήμα, αφηγήθηκε το νέο του όραμα και προσφέρθηκε να υποδείξει τον απαράμιλλης βιαιότητας δολοφόνο. Έτσι, η Αστυνομία έθεσε στη διάθεσή του τρεις Αστυνομικούς και ο Lees, βαδίζοντας σαν υπνοβάτης στον τόπο του εγκλήματος, τους οδήγησε μπροστά στην οικία ενός από τους σπουδαιότερους ιατρούς του Λονδίνου.
Έπειτα από πολλούς δισταγμούς, οι Αστυνομικοί ενήργησαν ανακρίσεις και έμαθαν ότι ο ιατρός αυτός, όχι μόνο απουσίαζε από την οικία του κάθε φορά που γινόταν κι ένα έγκλημα του Τζακ του Αντεροβγάλτη, αλλά ότι επέστρεψε μια νύχτα με το πουκάμισό του καταματωμένο. Ο ιατρός αυτός, αν και άριστος επιστήμονας με εκλεκτή πελατεία, είχε θηριώδη ένστικτα και πολλές φορές είχε απειλήσει έως και τη σύζυγό του ότι θα τη σκότωνε. Υποβλήθηκε σε εξέταση ψυχιάτρων, οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι έπρεπε να εγκλειστεί σε φρενοκομείο. Για να μη γνωστοποιηθεί η αλήθεια και αμαυρωθεί το κύρος της οικογένειάς του, αλλά και των εκλεκτών πελατών του, διαδόθηκε ότι πέθανε αιφνιδίως. Μάλιστα, πραγματοποιήθηκε έως και η κηδεία του με κενό φέρετρο.
Τελικά, ο επιφανής κατά τ’ άλλα ιατρός, ο οποίος ομολόγησε ότι συχνά καταλαμβανόταν από αιμοδιψείς τάσεις, αλλά βεβαίωνε ότι αδυνατούσε να ενθυμηθεί τις πράξεις του, μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική, όπου του έδωσαν τον αριθμό ασθενούς 124. Ο «124», όπως τον αποκαλούσαν, αφού κανείς δε γνώριζε την πραγματική ταυτότητά του, έζησε εκεί για λίγα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του.
Ο Robert James Lees από τότε και στο εξής είχε κληθεί πολλές φορές στα Ανάκτορα και λάμβανε ετήσια επιχορήγηση μέχρι τον θάνατό του, όπως υποστήριζε η κόρη του. Κληροδότησε, άλλωστε, στα παιδιά του μια πολύ μεγάλη περιουσία, χωρίς να γνωρίζει κανείς εάν μέρος της προερχόταν από την αμοιβή για την ανακάλυψη του διαβόητου Τζακ του Αντεροβγάλτη.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», στις 05/04/1931…