Ήταν Οκτώβριος του 1972. Το ημερολόγιο έδειχνε Παρασκευή και 13, όταν το αεροσκάφος της ουρουγουανής ομάδας ράγκμπι απογειώθηκε από τη Μεντόζα, την τελευταία πόλη της Αργεντινής πριν από τις Άνδεις. Προορισμός του ήταν το Σαντιάγο της Χιλής, αλλά για να φτάσει εκεί, έπρεπε να διασχίσει πρώτα τη χιονισμένη οροσειρά. Όμως, το αεροσκάφος δεν άντεχε τις πιέσεις του αέρα πάνω από τις υψηλότερες κορυφές, γι’ αυτό ο πιλότος επέλεξε να κατευθυνθεί νότια, από ένα πέρασμα όπου οι γεωλογικές συνθήκες ήταν καλύτερες.
Στις 15:21 ο πιλότος ενημέρωσε το αεροδρόμιο της Χιλής ότι ετοιμαζόταν να διασχίσει το πέρασμα. Στις 15:24 είχε περάσει στην άλλη πλευρά και κατευθύνθηκε βόρεια προς στο Σαντιάγο. Αργότερα, όσοι μελέτησαν την υπόθεση, κατέληξαν ότι εκείνη τη στιγμή έγινε το μοιραίο λάθος. Η απόσταση που διήνυσε το αεροπλάνο έπαιρνε συνήθως 10 με 11 λεπτά, αλλά ο πιλότος Φεράντας τη διήνυσε μέσα σε μόλις 3 λεπτά. Πίστευε, βλέπετε, ότι είχε περάσει στην άλλη πλευρά των Άνδεων, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκονταν στη μέση του περάσματος. Γύρω τους υπήρχαν βουνά, και καθώς το αεροσκάφος κινούνταν μες στα σύννεφα, ο πιλότος δεν μπορούσε να δει ότι το αεροσκάφος πετούσε ανάμεσα στις κορυφές της οροσειράς, τις οποίες εν τω μεταξύ πίστευε ότι είχε προσπεράσει.
Ξαφνικά τα σύννεφα διαλύθηκαν και ο πιλότος, συνειδητοποιώντας πού βρίσκονται, με απότομο ελιγμό ίσα που πρόλαβε να αποφύγει μία κορυφή. Το αεροσκάφος δεν πρόλαβε να πάρει αρκετό ύψος και χτύπησε στο βουνό. Το δεξί φτερό αποκολλήθηκε και το αεροσκάφος προσγειώθηκε άτσαλα σε μία απότομη πλαγιά. Κύλησε σαν έλκηθρο και εν τέλει κατέληξε σε ένα χιονισμένο ίσιωμα, σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 3 χιλιάδων μέτρων. Από τους 45 συνολικά επιβαίνοντες, οι 12 πέθαναν ακαριαία, ανάμεσα σ' αυτούς και ο πιλότος. Από αυτούς επέζησαν 33 επιβάτες, που για τους επόμενους δύο μήνες θα έδιναν τον δυσκολότερο αγώνα της ζωής τους.
Το αεροσκάφος μετέφερε τους αθλητές της ομάδας ράγκμπι "Old Christians", οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν εναντίον της χιλιανής ομάδας "Old Boys" στο Σαντιάγο της Χιλής. Οι αγώνες διεξάγονται στο πλαίσιο του λατινοαμερικάνικου τουρνουά ράγκμπι για το Copa de la Amistad, γνωστό και ως Κύπελλο Φιλίας. Το ταξίδι τους είχε ξεκινήσει πριν από μια μέρα, στις 12 Οκτωβρίου 1972, από το Μοντεβιδέο. Έκαναν μία στάση στη Μεντόζα μέχρι να περάσει η κακοκαιρία, για να διασχίσουν εν συνεχεία τις Άνδεις. Το πρωί της 13ης Οκτωβρίου ετοιμάζονταν για το τελικό μέρος του ταξιδιού τους. Ήταν όλοι ενθουσιασμένοι για τον αγώνα που θα έδιναν στη Χιλή και για το τριήμερο διακοπών που θα ακολουθούσε. Μάλιστα, οι διοργανωτές τούς είχαν πει να προσκαλέσουν τις οικογένειές τους, γιατί υπήρχαν 10 ελεύθερες θέσεις στο αεροσκάφος.
Μετά τη σύγκρουση, οι επιζήσαντες βγήκαν από τα συντρίμμια του αεροσκάφους και αντίκρισαν ένα πρωτόγνωρο θέαμα. Οι περισσότεροι απ’ τους Ουρουγουανούς αθλητές δεν είχαν δει ποτέ ξανά στη ζωή τους χιόνι - άλλωστε το μεγαλύτερο υψόμετρο που είχαν βρεθεί μέχρι τότε δεν ξεπερνούσε τα 500 μέτρα! Εκτός αυτού, το υψόμετρο ήταν μεγάλο και δυσκολεύονταν στην αναπνοή τους, ενώ οι καιρικές συνθήκες ήταν ακραίες, δυσκολεύοντάς τους περισσότερο.
Την πρώτη κιόλας νύχτα πέθαναν πέντε από τους επιβάτες εξαιτίας του κρύου και κυρίως των τραυματισμών που τους είχαν προκληθεί κατά την πτώση. Ανάμεσά τους ήταν και ο συγκυβερνήτης του αεροσκάφους, που πριν υποκύψει, επαναλάμβανε τη φράση: «Περάσαμε το Κουρικό! Περάσαμε το Κουρικό!» Το Κουρικό ήταν περιοχή στη Χιλή, στη δυτική πλευρά των Άνδεων. Το αεροσκάφος ωστόσο δεν έφτασε ποτέ εκεί. Αντιθέτως, βρισκόταν ακόμα στην Αργεντινή, σε ένα σημείο τόσο απόκρημνο και δύσβατο, που δεν είχε καν ονομασία!
Όταν ξημέρωσε η δεύτερη μέρα, οι 28 επιζήσαντες είδαν ένα αεροπλάνο να πετά πάνω από το σημείο της σύγκρουσης. Άρχισαν τότε να φωνάζουν, να χοροπηδούν, κι έκαναν τα πάντα για να τραβήξουν την προσοχή του πιλότου. Δυστυχώς όμως, δεν τους είδαν. Το αναγνωριστικό αεροπλάνο απομακρύνθηκε σχετικά γρήγορα, χωρίς να ελέγξει όλες τις περιοχές. Την ενδέκατη μέρα άκουσαν στο τρανζίστορ του αεροσκάφους ότι σταμάτησαν οι έρευνες για τον εντοπισμό τους, και όπως είναι λογικό τα δυσάρεστα αυτά νέα απέλπισαν όλους τους επιζώντες, εκτός από έναν ονόματι Γκουστάβο Νίκολιτς. «Αυτό σημαίνει», δήλωσε ο Νίκολιτς, «ότι θα πρέπει να φύγουμε μόνοι μας από εδώ».
Η αποφασιστικότητα του νεαρού έδωσε κουράγιο στους επιζώντες να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Αλλά για να τα καταφέρουν, έπρεπε να ξεπεράσουν τα όρια τους... Για να αντιμετωπίσουν τις χαμηλές θερμοκρασίες, συγκεντρώνονταν τα βράδια στο εσωτερικό του αεροσκάφους και μοιράζονταν τη ζεστασιά των κορμιών τους, ενώ για φαγητό είχαν λίγες σοκολάτες και μερικά μπουκάλια κρασί. Μετά από λίγες ημέρες, άρχισαν να τρώνε τις δερμάτινες ζώνες των καθισμάτων και έψαχναν απεγνωσμένα μέσα στο χιόνι για ίχνη τροφής, όμως δεν υπήρχε τίποτα.
Η μόνη λύση που τους απέμενε ήταν να φάνε τους νεκρούς, δηλαδή τους φίλους και τους συγγενείς τους που βρίσκονταν μαζί τους στο αεροσκάφος. Οι περισσότεροι επιζώντες ήταν καθολικοί και δικαιολόγησαν την απόφασή τους, λέγοντας ότι ήταν σαν να τρώνε το σώμα και το αίμα του Χριστού στη Θεία Κοινωνία. Ίσως σαν βιβλική τιμωρία, στις 29 Οκτωβρίου προκλήθηκε μέσα στη νύχτα μία χιονοστιβάδα που σκότωσε άλλους οχτώ.
Οι επιζώντες βασίστηκαν στα λεγόμενα του συγκυβερνήτη που πίστευε ότι είχαν φτάσει στο Κουρικό και αποφάσισαν να κινηθούν δυτικά. Δεν γνώριζαν βέβαια ότι, μόλις 29 χιλιόμετρα ανατολικά υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο που θα μπορούσε να τους προστατέψει από την κακοκαιρία. Λόγω των κακουχιών και της εξάντλησης, κανείς απ’ τους επιζώντες δεν άντεχε να διανύσει τέτοιες αποστάσεις. Γι’ αυτό επιλέχθηκαν τρεις, που θα αναλάμβαναν την αποστολή, αφού συγκέντρωναν δυνάμεις και έπαιρναν μαζί τους τροφή και είδη πρώτης ανάγκης. Τα ονόματά τους ήταν Νάντο Παράντο, Ρομπέρτο Κανέσα και Αντόνιο Βιζιντίν. Οι τρεις άντρες ξεκίνησαν στις 12 Δεκεμβρίου και μετά από αρκετές ώρες πεζοπορίας εντόπισαν τμήματα του αεροπλάνου και ορισμένες απ’ τις βαλίτσες τους. Συνέχισαν την πεζοπορία, αλλά το δεύτερο βράδυ, εξαιτίας του σκληρού ψύχους, κόντεψαν να πεθάνουν και αποφάσισαν να επιστρέψουν στην αρχική τους κατασκήνωση. Πρώτα όμως πήραν μαζί τους τις μπαταρίες του αεροσκάφους που βρήκαν τυχαία, τις οποίες στη συνέχεια τις χρησιμοποίησαν για να ενεργοποιήσουν τα συστήματα επικοινωνίας του αεροσκάφους και να καλέσουν βοήθεια. Όμως και αυτό το σχέδιο απέτυχε.
Δεν τους έμενε, λοιπόν, άλλη λύση από τη δύσκολη, σχεδόν ακατόρθωτη κατάβαση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το κρύο, το οποίο αντιμετώπισαν κατασκευάζοντας αυτοσχέδιους υπνόσακους από το υλικό που χρησιμοποιούνταν για τη μόνωση του αεροπλάνου. Το υλικό τους προστάτευσε απ’ το κρύο και τους βοήθησε να κατέβουν πιο χαμηλά, όπου και βρήκαν βοήθεια μετά από εννιά μέρες πεζοπορίας. Είχαν σωθεί και ενημέρωσαν και για τους υπόλοιπους επιζώντες που οι αρχές τους είχαν ξεγράψει. Στις 22 και 23 Δεκεμβρίου, εστάλησαν ελικόπτερα που μετέφεραν τους υπόλοιπους 16 επιζώντες στο νοσοκομείο. Μέσα σε λίγες μέρες η εντυπωσιακή ιστορία τους έκανε τον γύρο του κόσμου. Τα media ωστόσο επέλεξαν να εστιάσουν στην ανθρωποφαγία και όχι στη δύναμη και το κουράγιο των επιζώντων. Η Καθολική Εκκλησία με τη σειρά της δήλωσε επισήμως ότι η ανθρωποφαγία των συγκεκριμένων ανθρώπων δεν ήταν αμαρτία. Και οι συγγενείς των νεκρών συγχώρεσαν τους επιζώντες, λέγοντας ότι ήταν ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης. Εκείνη τη χρονιά οι επιζώντες κατάφεραν να κάνουν Χριστούγεννα στο σπίτι τους, κάτι που κανείς δεν πίστευε μετά την πτώση του αεροπλάνου και των κακουχιών που αντιμετώπιζαν.
Η ιστορία των Ουρουγουανών αθλητών μεταφέρθηκε αυτούσια στον κινηματογράφο το 1993, στην ταινία «Οι επιζήσαντες» (“Alive”), η οποία ξαναθύμισε στον κόσμο την περιπέτειά τους, και συγκλόνισε με τα περιστατικά που εκτυλίχθηκαν στις Άνδεις πριν από μία σχεδόν εικοσαετία. Φέτος, συμπληρώνονται 45 χρόνια από το λεγόμενο «Θαύμα των Άνδεων». Και ονομάστηκε θαύμα για δύο λόγους: πρώτον που δεν ανατινάχτηκε το αεροπλάνο κατά την πτώση, και δεύτερον χάρη στην ψυχική δύναμη και το θάρρος των επιζησάντων, που κατόρθωσαν να επιβιώσουν δύο μήνες πάνω στις άγριες Άνδεις, ξεπερνώντας τα όριά τους, σε μία συμβίωση με τον Θεό και τους φόβους τους.