Όταν δόθηκε το σύνθημα να γυρίσουμε πίσω, ο κάθε ένας έπαιρνε ότι προσφορότερο μέσον εύρισκε για να γυρίσει στον τόπο καταγωγής του. Άλλος έπαιρνε ένα μουλάρι, άλλος άλογο και όσοι τυχεροί ήξεραν ποδήλατο το έπαιρναν και έφευγαν.
Ο πατέρας μου πήρε ένα μουλάρι. Έβαλε όσα είχε δικά του και φόρτωσε και συναδέλφων του πράγματα.
Θα είχαν προχωρήσει δυο μέρες όταν είχαν μπει στα Ελληνικά σύνορα μέσα. Σε κάποια στροφή του κατσικόδρομου, άκουσε βογγητά ανθρώπου. Η περιέργεια δεν τον άφηνε να μείνει αδιάφορος. Κατέβηκε από το μουλάρι και πήγε προς το μέρος που ακουόταν το βογγητό. Εκεί βρήκε έναν φαντάρο εγκαταλειμμένο να σφαδάζει από τους πόνους, την πείνα και την απελπισία. Τον πλησίασε και τον ρώτησε τι συμβαίνει.
-Είχα του είπε τραυματιστεί και με χίλια βάσανα σαν έφτασα εδώ, στραμπούλιξα και το πόδι μου και αν δεν με πάρουν από εδώ σίγουρα θα πεθάνω από την εξάντληση και την ταλαιπωρία.
Με χίλια ζόρια τον πήγαν πιο κάτω και τον φόρτωσαν στο μουλάρι. Μετά από μεγάλη πορεία τον άφησαν σε ένα μέρος που είχε πρόχειρο ιατρείο. Από εκεί τον πήγαν στο νοσοκομείο και αφού είχε πάθει γάγγραινα του έκοψαν το πόδι.
Ο πατέρας μου θυμόταν δεν θυμόταν το όνομά του δεν το θυμάμαι εγώ.
Μας έλεγε πάντα ότι έσωσα έναν άνθρωπο από τη Σπάρτη. Έχω μάθει ότι είναι ανάπηρος πολέμου και ζει κάπου εκεί.
Η ανεψιά μου , του αδελφού μου κόρη, σαν μεγάλωσε είχε ακούσει την ιστορία αυτή και την θυμόταν σαν όνειρο. Παντρεύτηκε έναν λιμενικό και ο άντρας της πήρε μετάθεση. Πήγαν στο
Γύθειο. Νοίκιασαν ένα διαμέρισμα από μια κυρία.
Αφού γνωρίστηκαν και έλεγαν διάφορες ιστορίες, μια μέρα λέει στην ανεψιά μου.
Ρε συ Μάγδα, ο παππούς μου, μου έλεγε μια ιστορία για έναν φαντάρο από τα χωριά της Πυλίας που τ ον έσωσε από βέβαιο θάνατο. Ήταν τραυματισμένος και ξεχασμένος σε μια άγρια περιοχή της Αλβανίας , ης Ελλάδος, θα σε γελάσω και τον βρήκε κάποιος φαντάρος. Τον πήρε με το μουλάρι του και τον πήγε στο νοσοκομείο της περιοχής.
Σαν το άκουσε αυτό η ανεψιά μου, σηκώνεται και της λέει.
Ρε συ την ιστορία αυτή την έλε γε ο παππούς μου για έναν από τη Σπάρτη.
Πέταγαν και οι δύο από τα χαρά τους που βρέθηκαν μάρτυρες της πιο πάνω παράξενης αφήγησης.
Όταν μετά από καιρό κατόρθωσαν να φέρουν σε επαφή του δυο πολεμιστές, από τις φωνές τους μαζεύτηκε κόσμος πολύς.
Η συγκίνηση ήταν ασυγκράτητη. Έκαναν τρικούβερτο γλέντι και χάλαγε ο κόσμος.
Εκείνο όμως που ήταν άσχημο, ήταν ότι ο ένας δεν μπορούσε να σηκωθεί από το καροτσάκι και ο άλλος από το γλαύκωμα, μόνο που θάμπιζε και δεν έβλεπε καλά.
Είναι λοιπόν παράλογο να νιώθεις Εθνική υπερηφάνεια που στην Ελλάδα , η ανθρωπιά δεν λείπει ποτέ.