Ο στόλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στην αρχή της εκστρατείας του, περιλάμβανε 150 με 160 πολεμικά πλοία, κυρίως τριήρεις (από τις οποίες 29 ήταν Αθηναϊκές) και δεκάδες μεταγωγικά.
Ξεκινώντας ο Νέαρχος από τον Υδάσπη ποταμό, έπλευσε στις ακτές του Περσικού κόλπου και έφτασε στις εκβολές του Ευφράτη ποταμού.Αποκομμένος ο στόλος, χωρίς τρόφιμα και χωρίς την υποστήριξη του στρατού, περνώντας από άγνωστα μέρη έφτασε και μετά από πολλές δυσκολίες κατόρθωσε να φτάσει στο Ευφράτη, χάρη της ικανότητας του Νέαρχου που με πραότητα, αποφασιστικότητα και θάρρος ξεπέρασε τα εμπόδια και τη δεισιδαιμονία των ναυτών του που διογκώθηκε λόγω του άγνωστου του εγχειρήματος.
Ο Νέαρχος εξελίχθηκε σε “άνθρωπο” του Αλεξάνδρου στα ναυτικά θέματα. Είχαν άλλωστε μεγαλώσει μαζί και ο Νέαρχος είχε μαθητεύσει και αυτός με τον Αριστοτέλη στη Μίεζα της Μακεδοίας. Αν και τα πλοία δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστες φορές για στρατιωτικές επιχειρήσεις και δεν έδωσαν κάποια σημαντική ναυμαχία, ο Αλέξανδρος έφτιαξε έναν τεράστιο στόλο. Το μέγεθός του ήταν τέτοιο, που φαίνεται ακατανόητο αν σκεφτεί κανείς ότι στην ουσία δεν του ήταν τόσο απαραίτητος στρατιωτικά.
Υπήρχε όμως ένας άλλος λόγος για τη δημιουργία του: Η ακόρεστη δίψα για μάθηση. Όσα δεν μπορούσε να κάνει ο ίδιος ο Αλέξανδρος στη θάλασσα, τα ανέθεσε στο Νέαρχο. Οι εξερευνήσεις που έγιναν από την ομάδα του Μ Αλέξανδρου στη θάλασσα , έφτασαν μέχρι το βυθό. Κάθε τι που ξεπερνούσε τα όρια ήταν στο χαρακτήρα του Αλέξανδρου. Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά ο στρατός του Αλεξάνδρου διέθετε μια “ομάδα υποβρύχιων καταστροφών” η οποία αναλάμβανε υποβρύχιες στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Αριστοτέλη στο βιβλίο του “Προβλήματα” ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε αυτό που σήμερα ονομάζουμε καταδυτικό κώδωνα με τη μορφή ενός γυάλινου βαρελιού, το οποίο ρυμουλκήθηκε μέχρι το σημείο της κατάδυση. Αναφέρει δηλαδή πως ο Μ. Αλέξανδρος θέλοντας να ελέγξει τα ναυτικά αμυντικά έργα της Τύρου πριν την πολιορκήσει, μπήκε μέσα σε ένα βαρέλι που είχε γυάλινο παράθυρο και στη συνέχεια διέταξε να το βυθίσουν στη θάλασσα. Το γεγονός αυτό αναφέρεται επίσης σε ρωμαϊκό έγγραφο του 12ου αι. της Αλεξάνδρειας. Ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Σκυλίας και η κόρη του Κυάνα (γύρω στο 500 π.Χ.) ήταν Έλληνες δύτες που επινόησαν τα εργαλεία των δυτών, για να ανασύρουν από τη θάλασσα ένα βυθισμένο σκάφος με θησαυρούς του Ξέρξη.
Οι Έλληνες της εποχής φαίνεται πως είχαν μάθει καλά την δημιουργία και επεξεργασία του γυαλιού. Οι παραλλαγές της διήγησης που πήρε τις διαστάσεις θρύλου είναι πολλές. Σύμφωνα με κάποιες από αυτές ο Αλέξανδρος πήρε μαζί του και ζώα όπως γάτα και έναν κόκορα.
Ο Καλλισθένης μας αναφέρει πως το έτος 332 π. Χ., ο στρατός του Αλεξάνδρου φθάνοντας στην καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας (330 π. Χ. πτώση Περσέπολις) και ενώ ήταν κοντά στις ακτές του Ινδικού ωκεανού ζήτησε από τον Αντίοχο να φτιάξει με τους μηχανικούς του μια κρυστάλλινη κάψουλα. Έτσι και έγινε, αφού εξόπλισε ένα πλοίο, ανοίχτηκε στον ωκεανό και ζήτησε να βυθίσουν την κάψουλα με σχοινιά και όταν αυτός θα τα τραβούσε θα ήταν το σήμα για να τον ανελκύσουν και πάλι πάνω. Ο Καλλισθένης αναφέρει πως έμεινε για τουλάχιστον 24 ώρες στον βυθό παρακολουθώντας τις μάχες μεταξύ των ψαριών, όταν ένα μεγάλο ψάρι σαν βουβάλι χτύπησε το σχοινί και οι ναύτες του το πήραν ως σήμα του Αλεξάνδρου, έτσι τον τράβηξαν και πάλι πάνω υπό την έντονη δυσαρέσκεια του Αλεξάνδρου για τα όσα θαυμαστά δεν μπορούσε να δει πια. Ένα μεσαιωνικό κείμενο (“Roman d’Alexandre” 12ος αιώνας) αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος πήρε δύο ακόμη άτομα μαζί του και μάλιστα όταν είδε τον κόσμο του βυθού είπε: “…αυτός ο κόσμος είναι καταραμένος και χαμένος, Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό”.
Στην συνέχεια θα ακολουθήσει από τον στόλο του Μ. Αλεξάνδρου, η εξερεύνηση των ακτών της Αραβίας και της Κασπίας Θάλασσας. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου προετοιμάστηκε στόλος με πλοία κάποια εκ των οποίων μετέφεραν άνω των 1.000 ατόμων για τον μεγαλύτερο περίπλου που ποτέ δεν μάθαμε τι απέγινε.