Ο Βίκτωρ Ουγκώ ήταν ένας κατ’ εξοχήν μυστικοπαθής συγγραφέας, ο οποίος πίστευε με μανία στο Υπερπέραν και στα μυστικά του, ενώ ένιωθε βαθύ δέος για το Άγνωστο.
Έτσι, το σύνολο σχεδόν του συγγραφικού του έργου ήταν επηρεασμένο από τις μεταφυσικές του ανησυχίες και από μια έμφυτη προδιάθεση για το μυστήριο.
Ήδη από το 1838, ο Ουγκώ είχε οραματιστεί την ίδρυση ενός «Φανταστικού Θεάτρου», κάτι σαν το περίφημο «Θέατρο Φρίκης του Γκραν Γκινιόλ», αλλά δε βρήκε θεατράνθρωπους να ενστερνιστούν την πρωτοπόρα ιδέα του.
Μια γνωριμία, που τον καθόρισε στη μετέπειτα ζωή του, ήταν η φιλική σχέση του με την Delphine de Girardin, η οποία οργάνωνε στο σπίτι της πνευματιστικές συγκεντρώσεις, τις γνωστές «σεάνς», όπου συμμετείχε πλήθος επιφανών προσώπων της εποχής.
Ο Auguste Vacquerie, αδελφός του γαμπρού του Ουγκώ, ο οποίος ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας, είχε διηγηθεί στο έργο του «Ψίχουλα της Ιστορίας», την πρώτη πνευματιστική συνεδρία με το «τραπεζάκι», που είχε λάβει χώρα στην οικία της Madame de Girardin και στην οποία συμμετείχε και ο Βίκτωρ Ουγκώ, με τον εξής γλαφυρό τρόπο:
«Η Madame de Girardin και οι υπόλοιποι βάλαμε τα χέρια μας πάνω στο τραπεζάκι. Είχε περάσει περίπου ένα τέταρτο της ώρας και τίποτε δεν είχε συμβεί. Είχαμε υποσχεθεί, όμως, να είμαστε υπομονετικοί. Πέντε λεπτά αργότερα, ακούστηκε ένα ελαφρύ τρίξιμο ξύλου. Θα μπορούσε να ήταν αποτέλεσμα ενός αθέλητου κουνήματος κουρασμένου χεριού. Μα, σε λίγο, το τρίξιμο αυτό επαναλήφθηκε και κατόπιν, ακολούθησε ένα είδος νευρικού τρεμουλιάσματος και τέλος, ένας ηλεκτρικός συγκλονισμός!
Έξαφνα, ένα από τα πόδια του μικρού τραπεζιού ανασηκώθηκε. Η Madame de Girardin ρώτησε: «Είναι κανείς εδώ; Αν είναι κάποιος και επιθυμεί να μας μιλήσει, ας χτυπήσει μια φορά». Τότε, το πόδι του τραπεζιού ξανάπεσε με έναν ξερό κρότο. Η οικοδέσποινα αναφώνησε πως όντως κάποια οντότητα είχε εμφανιστεί και μας προέτρεψε να κάνουμε ερωτήσεις στην αθέατη οπτασία.
Οι πρώτες ερωτήσεις και απαντήσεις δεν ήταν τόσο επιτυχείς. Ύστερα, όμως, το τραπέζι άρχισε να σείεται πιο νευρικά και η κίνησή του έγινε πιο απότομη και θεληματική, σαν διαταγή.
«Είναι πάντα το ίδιο πνεύμα παρόν;» ρώτησε η Madame de Girardin. Το τραπέζι χτύπησε κάτω δυο φορές, που στη συμφωνημένη μας ομιλία σήμαινε «όχι.» «Ποιος είναι εδώ;» ξαναρώτησε η οικοδέσποινα. Μα, το τραπέζι σχημάτισε το όνομα μιας νεκρής, που ήταν η αγαπημένη αδερφή του Ουγκώ.
Εδώ δυσπιστία δεν χωρούσε, ούτε και απάτη. Ο Βίκτωρ ρώτησε την νεκρή αδερφή του ένα σωρό πράγματα, που είτε γνώριζαν μόνο οι δυο τους, είτε τα γνωρίζαμε και οι υπόλοιποι. Το φάντασμα απαντούσε σε όλα, εκτός από εκείνα που δήλωνε πως της ήταν απαγορευμένο να τα ξεστομίσει. Η νύχτα περνούσε και εμείς μέναμε εκεί, εκστατικοί, με την ψυχή μας καρφωμένη στην αόρατη οπτασία. Στο τέλος, η αγαπημένη νεκρή μας αποχαιρέτησε και το τραπεζάκι, όπου πάνω του είχαμε σφιγμένα τα χέρια μας, δεν ξανακουνήθηκε άλλο πια».
Επιπλέον, το σπίτι, με το όνομα Marine Terrace, στο οποίο κατοικούσε ο Ουγκώ, όσο βρισκόταν σε εξορία στο Jersey της Μεγάλης Βρετανίας λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, ήταν στοιχειωμένο. Οι άνθρωποι του τόπου έλεγαν πως είχαν δει να περιφέρεται ένα φάντασμα και στο οίκημα, αλλά και στη γειτονική αμμουδιά. Το αποκαλούσαν «Λευκή Κυρία».
Όταν, λοιπόν, ο Βίκτωρ Ουγκώ πραγματοποίησε πνευματιστική συνεδρία με το περίφημο «τραπεζάκι» στην οικία του, αυτό ακριβώς το φάντασμα κάλεσε να παρευρεθεί ενώπιον της ομήγυρης.
Πράγματι, η «Λευκή Κυρία» παρουσιάστηκε μέσω των χτύπων του τραπεζιού. Δήλωσε την ταυτότητά της, αλλά αρνήθηκε να μιλήσει εκείνη τη στιγμή και ζήτησε να συναντηθούν οι δυο τους καταμεσής του δρόμου, στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Ο Ουγκώ, όμως, βρήκε πως η ώρα και ο τόπος του ραντεβού ήταν ακατάλληλοι. Έτσι, προτίμησε να μείνει στο σπίτι και το παράδειγμά του μιμήθηκαν και οι υπόλοιποι της συντροφιάς.
Μα, ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας δεν μπορούσε να κοιμηθεί και άρχισε να εργάζεται. Ξαφνικά, άκουσε ένα σύντομο και σπασμωδικό χτύπο του κουδουνιού της εξώπορτας. Κοίταξε το ρολόι του απορημένος και είδε πως η ώρα ήταν τρεις. Αμέσως πέρασε από τον νου του η σκέψη πως η «Λευκή Κυρία» παραμόνευε στην εξώπορτα, αλλά δεν βρήκε το κουράγιο να κατεβεί. Ο τρόμος που τον κατέβαλε ήταν τόσο μεγάλος και καθολικός, που έμελλε να μην τον εγκαταλείψει πια.
Στο ημερολόγιό του, ο Βίκτωρ Ουγκώ σημείωνε: «Άλλοτε, κοιμόμουν σαν ένας ήσυχος άνθρωπος. Τώρα πια, δεν μπορώ να πλαγιάσω δίχως τρόμο κι όταν ξυπνώ το πρωί, αισθάνομαι ένα ρίγος στο σώμα μου… Ακούω πνεύματα να χτυπούν στην κάμαρά μου, κάνοντας τον ίδιο ξερό κρότο. Πριν από δυο μήνες, δηλαδή πριν η «Λευκή Κυρία» βεβαιώσει την ύπαρξή της, δεν βίωνα αυτόν τον εξαντλητικό, μόνιμο φόβο. Μα, τώρα, το ομολογώ, νιώθω μια φρίκη ανείπωτη…»
Άλλωστε, ο τρόμος αυτός προς τα πνεύματα αποτέλεσε την πηγή έμπνευσής του για να γράψει τα θρησκευτικά του ποιήματα, αλλά συγχρόνως τον ώθησε στα άκρα, ώστε να προβεί σε γνώμες και ενέργειες, που πολλοί τις είχαν χαρακτηρίσει ως «τουλάχιστον υπερβολικές και ακραίες».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 27/06/1926…