Τη δεκαετία του 1930, οι επιστήμονες της Αμερικής είχαν ασχοληθεί εκτενώς με το παράδοξο φαινόμενο ενός ανθρώπου, ο οποίος μπορούσε να μεγαλώνει όσο επιθυμούσε το ύψος του. Ο Αμερικανός αυτός ονομαζόταν Τζέιμς Βιλλάρ και ήταν τότε σαράντα ετών. Ιδού πώς διηγήθηκε ο ίδιος την καταπληκτική του ιδιότητα:
«Γεννήθηκα στις 27 Ιουλίου του 1894, στο Paynesville. Ο πατέρας μου ήταν ένας μικρός έμπορος της συνοικίας, που έγραφε στα κιτάπια του τους λογαριασμούς των πελατών του. Όλη τη μέρα καθισμένος πίσω από ένα τζαμένιο παραβάν, μετρούσε και ξαναμετρούσε ό,τι του χρωστούσαν. Όσο για τη μητέρα μου, ήταν μια καλή νοικοκυρά, που μόλις τελείωνε τις δουλειές του σπιτιού, ερχόταν στο μαγαζί και καθόταν στο ταμείο. Οι πελάτες, όμως, ήταν λιγοστοί. Ήταν ζήτημα να είχαμε μόλις δυο – τρεις αγοραστές που πλήρωναν. Όλοι οι άλλοι ψώνιζαν με πίστωση.
Έτσι, κάθε πρώτη του μηνός, ο πατέρας μου φορούσε την καινούρια φορεσιά του, έπαιρνε αξιοπρεπές ύφος μεγαλοαστού και γύριζε από τη μια άκρη της συνοικίας στην άλλη, για να εισπράξει ό,τι του χρωστούσαν.
Εγώ, εκείνον τον καιρό, πήγαινα σχολείο. Οι γονείς μου ήθελαν να με κάνουν ένα χρήσιμο άνθρωπο, γι’ αυτό και με σπούδαζαν με πολύ κόπο και με τα λιγοστά τους χρήματα. Επομένως, τελείωσα το Κολέγιο του Paynesville και θα ακολουθούσα ανώτερες σπουδές, αν δε συνέβαινε κάτι, που άλλαξε τελείως τη μοίρα μου και με έκανε εκατομμυριούχο.
Από μικρός είχα παρατηρήσει ότι είχα την ικανότητα να παραμορφώνω το πρόσωπό μου, να κάνω τις πιο τρομακτικές γκριμάτσες, να κουνάω τα αυτιά μου και να μακραίνω τον λαιμό μου, σαν τη στρουθοκάμηλο. Οι συμμαθητές μου διασκέδαζαν εξαιρετικά με αυτά τα παιχνίδια μου και ακόμα και την ώρα του μαθήματος, παρακολουθούσαν τις κινήσεις μου. Απορούσαν πώς κατόρθωνα να φτάνω το χέρι μου στο μπροστινό θρανίο και να παίρνω τα βιβλία των συμμαθητών μου, χωρίς να κουνηθώ ούτε σπιθαμή από τη θέση μου, αλλά μεγαλώνοντας απλούστατα μερικούς πόντους το ένα μου χέρι.
Οι καθηγητές μου, που κάθε τόσο ανακάλυπταν ότι εγώ ήμουν η αφορμή της φασαρίας, με τιμωρούσαν αυστηρά και με συμβούλευαν:
Εσύ, παιδί μου, είσαι γελωτοποιός. Δεν σου χρειάζονται τα γράμματα. Άσε μας, λοιπόν, να κάνουμε τη δουλειά μας και πες στον πατέρα σου να σε βάλει σε κανένα τσίρκο να κάνεις τούμπες και να κουνάς τ’ αυτιά σου. Το σχολείο δε θέλει φασουλήδες σαν και σένα!
Παραδόξως, δεν με απέβαλλαν απ’ το σχολείο, επειδή ήμουν καλός μαθητής και μελετούσα περισσότερο απ’ όλους τα μαθήματά μου.
Ήμουν δεκάξι ετών, όταν στην πόλη μου διοργανώθηκε μια μεγάλη φιλανθρωπική γιορτή για τους άπορους. Όλοι οι νέοι το θεώρησαν υποχρέωσή τους να βοηθήσουν την επιτροπή των κυριών στο έργο της και φυσικά, εγώ ήμουν από τους πρώτους. Έτσι, άρχισα να σκέφτομαι τι θα μπορούσα να κάνω για να προσφέρω. Αποφάσισα, λοιπόν, να διασκεδάσω τους ανθρώπους με τις αστείες γκριμάτσες μου. Η πρότασή μου έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό.
Διάλεξα τη Μπελ Φοξ, την κόρη ενός φίλου του πατέρα μου, ένα κορίτσι σπάνιας ομορφιάς, ως παρτενέρ μου. Ήμασταν, πράγματι, ένα σπουδαίο ζευγάρι. Ύστερα από μερικές πρόβες, ήμασταν έτοιμοι να παρουσιάσουμε στο κοινό τις ικανότητές μας.
Επιτέλους, έφτασε η μέρα της φιλανθρωπική γιορτής. Οι πλούσιοι του Paynesville, αλλά και όλοι οι κάτοικοί του, είχαν συγκεντρωθεί στο ξενοδοχείο «Imperial», για να χορέψουν και να διασκεδάσουν με τα διάφορα νούμερα. Κατά τα μεσάνυχτα, ο Πρόεδρος της φιλανθρωπικής γιορτής παρουσίασε το νούμερό μας με ξεχωριστή χαρά.
Στην αρχή, έκανα ένα σωρό κωμικές γκριμάτσες, έπειτα άρχισα να χορεύω με την πανέμορφη Μπελ και να μακραίνω υπερβολικά το χέρι μου, τόσο που κατέβαινε μέχρι το γόνατό μου. Αν και με το κορίτσι είχαμε το ίδιο ύψος, άρχισα να ψηλώνω τόσο, που την πέρασα τουλάχιστον μια σπιθαμή.
Ο κόσμος έτριβε τα μάτια του από την κατάπληξη. Όταν το νούμερό μας ολοκληρώθηκε, όλοι είχαν σηκωθεί όρθιοι και μας χειροκροτούσαν έξαλλοι από ενθουσιασμό. Είχα σαστίσει από τις εκδηλώσεις θαυμασμού των συντοπιτών μου.
Στο τέλος εκείνης της μαγικής νύχτας, με πλησίασε ο ατζέντης του μεγαλύτερου ιπποδρομίου, της Νέας Υόρκης. Μου ζήτησε να υπογράψω συμβόλαιο συνεργασίας μαζί του, δίνοντάς μου διακόσια ολόκληρα δολάρια τη βραδιά!
Από εκείνη τη νύχτα κι έπειτα, οι επιτυχίες μου διαδέχονταν η μία την άλλη. Χρόνια και χρόνια τώρα γυρίζω τον κόσμο, μαζεύοντας χρήματα και χειροκροτήματα. Ξαφνικά, εδώ και λίγο καιρό, οι επιστήμονες παρατήρησαν αυτήν την πρωτότυπη ιδιότητά μου και με κάλεσαν στο Ινστιτούτο Επιστημονικών Ερευνών.
Αφού με έβαλαν να τους δείξω τις παράξενες ικανότητές μου, με πέρασαν από ακτίνες Χ. Όταν τελείωσε η ιατρική εξέτασή μου, οι ενθουσιασμένοι επιστήμονες κατέληξαν σε ένα σωρό επιστημονικούς όρους, που εξηγούσαν την ανορθόδοξη κατάστασή μου.
Το γεγονός, πάντως, είναι ότι εγώ απολαμβάνω μια υπέροχη και πλουσιοπάροχη ζωή, έχοντας αποκομίσει πολλά οφέλη από αυτή την περίεργη ιδιότητά μου».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 13/09/1934…