«I don’t see why we women should just wave our men a proud goodbye and then knit them balaclavas» (Δεν καταλαβαίνω γιατί οι γυναίκες πρέπει να αποχαιρετούν τους άντρες τους με περηφάνια και μετά να τους πλέκουν κουκούλες)
Η Nancy Wake γεννήθηκε το 1912 σε μια φτωχή οικογένεια στη Νέα Ζηλανδία.
Το 1940, αφού είχε μετακομίσει στη Γαλλία (η οικογένεια της πήγε στην Αυστραλία στα 2 της όπου ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένειά της, στα 16 της πήγε μόνη της στο Σίδνεϊ να δουλέψει, στα 20 της πήγε στο Λονδίνο και στα 22 ζούσε, δούλευε και έφτιαχνε τη φήμη του «σκληρού ποτηριού» στο Παρίσι) και παντρεύτηκε έναν εκατομμυριούχο Γάλλο, πήγε στο στρατιωτικό γραφείο πρόσληψης προσωπικού για να γίνει νοσοκόμα των Συμμαχικών Δυνάμεων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έπιασε δουλειά σώζοντας Συμμαχικούς πιλότους που είχαν καταρριφθεί και έκανε ότι ήταν απαραίτητο ώστε να επιστρέψουν στην Μεγάλη Βρετανία -ακόμα και να δωροδοκεί φύλακες με τεράστια χρηματικά ποσά και να φτιάχνει πλαστές ταυτότητες για τους πιλότους.
Αν και ξεκίνησε το έργο της στον πόλεμο ως νοσοκόμα, μετατράπηκε σε μια αξιωματικό με υψηλού επιπέδου εκπαίδευση στην κατασκοπεία και τη δολιοφθορά και καθοδηγούσε επιθέσεις ανταρτών σε σταθμούς των Ναζί.
Οι Ναζί κατάλαβαν τη δουλειά της και την επικήρυξαν με πέντε εκατομμύρια φράγκα. Η Γκεστάπο την ονόμασε «Λευκό Ποντίκι» επειδή κάθε φορά που φαινόταν να την έχει στριμώξει, εκείνη έβρισκε κάποιο τρόπο να ξεφεύγει. Το 1943, η Wake ήταν στην κορυφή των πιο καταζητούμενων στη λίστα της Γκεστάπο.
Όταν ο πόλεμος επιτέλους τελείωσε, η Wake ήταν η πιο παρασημοφορημένη γυναίκα των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως η ίδια δεν έδινε καμία σημασία στα μετάλλια. Τα πούλησε για να ζήσει από τα χρήματα που κέρδισε για το υπόλοιπο της ζωής της.
Έζησε μέχρι τα 98 της.