Το 1936, η Daisy Allen, μια νεαρή γυναίκα 22 ετών, η οποία είχε πεθάνει, σύμφωνα με την επίσημη ιατρική γνωμάτευση, αναστήθηκε εντελώς αναπάντεχα μετά από δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά. Η καρδιά της είχε παύσει να λειτουργεί, οι παλμοί της είχαν σταματήσει, ενώ οι οφθαλμοί της είχαν αποκτήσει ιριδίζουσα κρυσταλλική λάμψη. Βιολογικώς, ήταν νεκρή.
Ένας ιατρός, ο Δόκτωρ Justin Bailey, ο οποίος είχε κληθεί, προκειμένου να αντιμετωπίσει το επείγον αυτό περιστατικό, έφτασε τελικά αργά στο νοσοκομείο. Όταν βεβαιώθηκε ότι η νεαρή κοπέλα ήταν νεκρή, της χορήγησε ενέσιμα ένα καινούριο για την εποχή φαρμακευτικό προϊόν και ξεκίνησε αμέσως τις τεχνητές αναπνοές. Μετά από δεκαπέντε λεπτά, η νεαρή γυναίκα άρχισε να δίνει σημεία ζωής και μετά από λίγο, ανέκαμψε πλήρως.
Ο ενθουσιασμένος ιατρός, που είχε δώσει μάχη για να την επαναφέρει, τη ρώτησε κατόπιν πώς αισθανόταν και αν θυμόταν τι είχε βιώσει. Εκείνη, ψύχραιμη, του απάντησε: «Άκουγα μια ωραία μουσική, γλυκύτατη, ήρεμη. Όλα γύρω μου ήταν ήσυχα. Μου φαινόταν πως είχα βυθιστεί στο μηδέν. Μια αίσθηση, που ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει. Νόμιζα πως ήμουν μετέωρη στο κενό, αλλά πάντοτε άκουγα τη θεσπέσια αυτή μουσική. Δεν αισθανόμουν ούτε πόνο, ούτε φόβο. Μόνο ησυχία και ανάπαυση…»
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», στις 23/04/1936…