Μια στρατηγικής σημασίας εξέλιξη που μπορεί να αποβεί καθοριστική σε μία ελληνοτουρκική σύγκρουση, η Τουρκία, όχι απλώς επανεκκίνησε την τελευταία φάση του προγράμματος του άρματος μάχης ALTAY (το οποίο είχε μπλοκαριστεί από την έλλειψη κινητήρα, καθώς η Αγκυρα επιμένει σε αγορά της σχετικής τεχνολογίας προκειμένου να έχει την πλήρη εμπορική αξιοποίησή του άρματος), αλλά έλαβε την απόφαση να εγκαταστήσει σε όλα τα ALTAY ενεργό αντιπυραυλικό σύστημα εγχώριας ανάπτυξης, μετά τις σημαντικές απώλειες που κατέγραψε στον πόλεμο της Συρίας από τα αντιαρματικά βλήματα του ISIS!
Τι σημαίνει αυτό; Οτι δυνητικά το σύνολο των νυν, κατευθυνόμενων ή μη, αντιαρματικών όπλων του Ελληνικού Στρατού πλέον απέναντι στο ALTAY (και πιθανότατα και στο Leopard-2A4 όταν θα εκσυγχρονιστεί), αχρηστεύονται σε ποσοστό 80%! Τόσο είναι το ποσοστό μείωσης της απειλής από αντιαρματικά όπλα που επιτυγχάνουν τα αντιπυραυλικά συστήματα των αρμάτων μάχης.
Αυτή είναι η μείωση των απωλειών από κατευθυνόμενα όπλα "που έγραψαν" τα ισραηλινα άρματα μάχης Merkava 3 και Merkava 4 όταν εγκαταστάθηκε το επίσης εγχώριας ανάπτυξης σύστημα ενεργό αντιπυραυλικό σύστημα Trophy, μετά την καταστροφή, μερική ή ολική 35-50 αρμάτων μάχης στις επιχειρήσεις στον Λϊβανο το 2006 από τα Kornet-M και τα Metis της Χεζμπολάχ.
Πρώτοι ανέπτυξαν αντιπυραυλικά συστήματα στα άρματά τους οι Ρώσοι, αλλά λόγω υψηλού κόστους στην κατασκευή και εγκατάστασή τους είναι τοποθετημένα σε μικρό αριθμό αρμάτων τους. Στη Συρία (βίντεο) όπου εγκαταστάθηκαν είχαν απόδωσει που έφτασε το 90% της αποτελεσματικότητάς τους.
Η εκκίνηση της ανάπτυξης του τουρκικού συστήματος ενεργητικής προστασίας (APS: Active Protection System) AKKOR από την ASELSAN έγινε το 2008 και ήταν διστακτική στην αρχή λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, αλλά όταν λύθηκε το πρόβλημα αυτό από το 2010 ξεκίνησαν οι δοκιμές του ραντάρ, της κεντρικής μονάδας ελέγχου και των πυρομαχικών του συστήματος.
Πέντε χρόνια αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου 2015, η ASELSAN ανακοίνωσε πως υπέγραψε σύμβαση αξίας $54 εκατομμυρίων με το υπουργείο Αμυνας για την παραγωγή και παράδοση του συστήματος AKKOR ως δομικό υποσύστημα του τουρκικού άρματος μάχης ALTAY!
Στην σύμβαση κατασκευής περιλαμβάνονται αισθητήρες προειδοποίησης εκπομπής δέσμης laser, εκτοξευτές καπνογόνων, τέσσερα ραντάρ για περιμετρική κάλυψη 360 μοιρών και πολλαπλούς εκτοξευτές πυρομαχικών – αντιμέτρων.
Το ενεργό αντιπυραυλικό σύστημα, εντοπίζει τα αντιαρματικά βήματα κατά την προσέγγισή τους στο στόχο, αρχειοθετεί τις πλέον άμεσες απειλές και εκτοξεύει ένα "σύννεφο" πυρομαχικών που καλύπτουν περιμετρικά το άρμα σε απόσταση μέχρι πέντε-δέκα μέτρων από αυτό ανατινάζοντας στον αέρα το αντιαρματικό βλήμα προτούν καταστεί απειλητικό για το άρμα.
Ας φανταστούμε μια επίθεση στον Εβρο με το 80% των βολών των ελληνικών αντιαρματικών όπλων να καταστρέφονται εν πτήσει προς τον στόχο και τα ALTAY να προελαύνουν ανενόχητα ουσιαστικά, ενώ τα εήνικά άρματα μάχης θα καταστρέφονται κατά δεκάδες από τα τουρκικά αντιαρματικά!
Μολαταύτα, αν και οι αρχικές προβλέψεις οριοθετούσαν την έναρξη σειριακής παραγωγής του συστήματος στα τέλη του 2017, η εγκατάστασή του τελικά θα αρχίσει το 2019-2020
Μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου η Εκτελεστική Επιτροπή Αμυντική Βιομηχανία (SSIK) της Τουρκίας για την επιλογή του αναδόχου του προγράμματος κατασκευής της πρώτης παρτίδας των ALTAY.
Αν και το συγκεκριμένο άρμα αναπτύχθηκε από την εταιρεία OTOKAR του Ομίλου Koç, η οποία και ανέλαβε σύμβαση ύψους $500 εκατομμυρίων στις 30 Μαρτίου 2007 για την παραγωγή τεσσάρων πρωτοτύπων αρμάτων, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτή θα αναλάβει και τη σειριακή του παραγωγή καθώς η εταιρεία BMC ανακτά το προβάδισμα, λόγω και των φιλικών σχέσεων που διατηρεί ο ιδιοκτήτης της εταιρείας, Ethem Sancak, με τον Τούρκο Πρόεδρο Recep Tayyip Erdoğan.
Την ανάπτυξη του κινητήρα την έχει αναλάβει η εταιρεία TÜMOSAN, μια εταιρεία κινητήρων και γεωργικών ελκυστήρων, η οποία έλαβε επιδότηση 150 εκατ. ευρώ για την ανάπτυξή του.
Σε 12-14 μήνες από σήμερα αναμένεται η έναρξη πλήρους παραγωγής που θα αποδώσει 200 άρματα μάχης σε χρονικό διάστημα τριών ετών και εν συνεχεία αναμένεται η έναρξη ενός δεύτερου προγράμματος 400 αρμάτων μάχης για την έναρξη μαζικής αντικατάστασης των Μ60 που δεν έχουν εκσυγχρονιστεί.