Το 1936, μια Ελληνίδα ήταν η αιτία να ακουσθεί, να διαφημιστεί και να τιμηθεί η ελληνική Επιστήμη, αλλά και η χώρα μας διεθνώς. Η νεαρή αυτή κοπέλα είχε προικιστεί από τη Φύση με εξαιρετικές ιδιότητες και μπορούσε να μετακινήσει εκουσίως, ανάμεσα σε άλλα, τη μαγνητική βελόνα, δίνοντας λύση σε ένα από τα επιμαχότερα προβλήματα της Ψυχοφυσιολογίας, δηλαδή την Τηλεκίνηση.
Η νεαρή γυναίκα εργαζόταν εντελώς ανιδιοτελώς και ανυστεροβούλως, μόνο από αγάπη για την Επιστήμη και τον πόθο να φανεί χρήσιμη προς αυτήν τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής της. Και οι εξαιρετικές της αυτές ιδιότητες την ύψωναν μεταξύ των δύο-τριών μεγαλύτερων μέντιουμ παγκοσμίως και την αναδείκνυαν μοναδική στην άνευ επαφής κίνηση της μαγνητικής βελόνας.
Η Εταιρία Ψυχικών Ερευνών, με τον Πρόεδρό της Άγγελο Τανάγρα, δε διέθετε τα χρηματικά μέσα να αποστείλει την Κλειώ Γεωργίου, όπως ονομαζόταν το περίφημο μέντιουμ, στο συνέδριο της Νορβηγίας. Έτσι, περιορίστηκε να κινηματογραφήσει μόνο τα σχετικά πειράματα, στα οποία συμμετείχαν πολλοί διακεκριμένοι επιστήμονες και να στείλει την ταινία, η οποία προβλήθηκε στη Νορβηγία. Παράλληλα, αντίτυπα της ταινίας αυτής ζητήθηκαν από την Κοπεγχάγη, τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Η Κλειώ Γεωργίου ανήκε σε οικογένεια διανοούμενων. Ο πατέρας της ήταν Δικαστικός, ο αδελφός της ήταν Διδάκτωρ Φυσικομαθηματικός και η ίδια ήταν τότε τελειόφοιτος Γυμνασίου. Τέσσερα χρόνια πριν, όμως, είχε υποστεί έναν τρομακτικό ψυχικό κλονισμό με την ταυτόχρονη απώλεια δύο πολυαγαπημένων της προσώπων, του πατέρα και της αδελφής της. Μα, ακριβώς αυτός ο ψυχικός κλονισμός αποτέλεσε την αφορμή να εκδηλωθούν οι εξαιρετικές της ιδιότητες.
Αντί η ταραχή αυτή να εκσπάσει σε οποιαδήποτε νοσηρή εκδήλωση και να βλάψει κυρίως την υγεία της, εξωτερικεύθηκε με την καταπληκτική αυτή αόρατη εκπομπή δυνάμεων, θέτοντας σε κίνηση από απόσταση διάφορα αντικείμενα ενσυνείδητα. Η Κλειώ έγινε ένα σπανιότατο και ισχυρότατο τηλεκινητικό άτομο.
Η μυστηριώδης αυτή τηλεκινητική δύναμη ήταν η αιτία, σε πολλές περιπτώσεις, των λεγόμενων στοιχειωμένων σπιτιών, όπου ιδίως κατόπιν δυστυχημάτων και αιφνίδιων θανάτων, έπιπλα άρχιζαν να μετακινούνται, αντικείμενα να εκσφενδονίζονται, πορτοπαράθυρα να ανοιγοκλείνουν και ανεξήγητοι κρότοι να ακούγονται.
Άλλωστε, παρόμοια φαινόμενα είχαν εκδηλωθεί στην αρχή και στο σπίτι της Κλειούς Γεωργίου, τα οποία συντάραξαν και κατατρομοκράτησαν παντελώς την οικογένειά της, εικάζοντας πως οι ψυχές των αγαπημένων νεκρών τους προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί τους από το Υπερπέραν.
Όμως, η Κλειώ δεν είχε πειστεί για αυτήν την ερμηνεία και κατέφτασε αυτοβούλως στην Εταιρία Ψυχικών Ερευνών, προκειμένου να λάβει μια πιο ικανοποιητική απάντηση στους προβληματισμούς της και έχοντας ήδη αντιληφθεί ότι ίσως τα φαινόμενα αυτά τα προκαλούσε η ίδια ασυναίσθητα. Εκεί, ο Άγγελος Τανάγρας είχε την ευκαιρία, αλλά και την ευχαρίστηση, κατά τα λεγόμενά του, να μελετήσει και να αποσαφηνίσει την πραγματική φύση των φαινόμενων αυτών. Απεύθυνε, μάλιστα, έκκληση στη φιλεπιστημοσύνη της νεαρής γυναίκας να βοηθήσει, ώστε επιτέλους να κατανοηθούν τα καταπληκτικά αυτά φαινόμενα σε βάθος, με τη χρήση εξορθολογισμένων επιστημονικών μεθόδων.
Στην αρχή, δόθηκε στην Κλειώ μια μικρή πυξίδα και εκείνη κατόρθωσε να μετακινήσει τη μαγνητική της βελόνα με πρωτοφανή ευκολία. Το γεγονός αυτό εξακριβώθηκε αμέσως και πειραματικώς. Η Κλειώ Γεωργίου οδηγήθηκε, λοιπόν, στο εργαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου ο Καθηγητής Αθανασιάδης, ένας λαμπρός επιστήμονας με ανοιχτούς ορίζοντες στον τομέα του, εξακρίβωσε και μελέτησε λεπτομερώς το συνταρακτικό φαινόμενο.
Έκτοτε, η Κλειώ εξακολουθούσε να παρέχει την πολύτιμη συνεργασία της στην Εταιρία Ψυχικών Ερευνών, όπου επαναλάμβανε ευχαρίστως τις εξέχουσες ιδιότητες τηλεκινησίας της όπου χρειαζόταν, τιμώντας στο εξωτερικό την ελληνική επιστημονική έρευνα.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 02/01/1936…