Για τους Καλικάντζαρους, τα περίεργα αυτά δαιμόνια του Δωδεκαημέρου των Χριστιανών και των Ελλήνων, πρώτος πραγματεύθηκε ο Λέων ο Αλλάτιος κατά τον έβδομο αιώνα και κατόπιν πολλοί άλλοι.
Πολύ παλιά, στην Αθήνα τους Καλικάντζαρους τον έλεγαν Κολοβελώνηδες και στην Ήπειρο, Κολιοντζήδες. Οι Βυζαντινοί τους ονόμαζαν Βανβουτζικαρίους.
Είναι γνωστό, βέβαια, τι πιστεύει ο λαός για τους Καλικάντζαρους. Ότι, δηλαδή, όλον τον χρόνο πελεκούν ή ροκανίζουν, κάτω βαθιά στα έγκατα, τον κορμό ενός δέντρου, πάνω στον οποίο στηρίζεται η Γη, για να τη ρίξουν και να την καταβαραθρώσουν. Κι όταν δεν μένει, παρά μόνο λίγο, για να αποτελειώσουν το σκοτεινό τους έργο, έρχονται τα Δωδεκαήμερα. Έτσι, ανεβαίνουν στην επιφάνεια, για να πειράξουν τους Χριστιανούς στον απάνω κόσμο. Όταν, όμως, την παραμονή των Φώτων ξανακατεβαίνουν στα καταχθόνια, ξαναβρίσκουν ακέραιο το δέντρο και ξαναρχίζουν το πελέκημα και το ροκάνισμα.
Οι δοξασίες του ελληνικού λαού για τους Καλικάντζαρους είχαν απήχηση και στους Τούρκους. Μάλιστα, σε πολλά μέρη της Τουρκίας, οι Τούρκοι πιστεύουν ότι τις δώδεκα αυτές ημέρες, από τα Χριστούγεννα δηλαδή έως τα Φώτα, εμφανίζονται στη γη οι Καρά-Κόντζολοι, που είναι κακοποιά πνεύματα, τα οποία, για να τα απομακρύνουν από τα σπίτια τους, σέρνουν τις νύχτες του Δωδεκαημέρου αλυσίδες, κάνοντας μεγάλο θόρυβο και σαματά, ώστε να τα τρομάξουν.
Πολλά έχουν γραφτεί για την ετυμολογία της λέξης «Καλικάντζαρος». Μα, η καταγωγή της παραμένει άγνωστη. Ο Αδαμάντιος Κοραής την παράγει από το «Καλός-Κάνθαρος».
Η ιδέα ότι οι Καλικάντζαροι έρχονται το Δωδεκαήμερο, φαίνεται από τις οργιώδεις εορτές των Βυζαντινών κατά τις ημέρες αυτές, οπότε φορούσαν προσωπίδες και έκαναν διάφορες παρεκτροπές τις νύχτες στους δρόμους, εισβάλλοντας πολλές φορές σε άγνωστα σπίτια.
Η Εκκλησία προσπάθησε με αφορισμούς να περιορίσει τις γιορτές αυτές, αλλά δεν το κατόρθωσε. Άλλωστε, λείψανα των εορτών αυτών σώζονται και σήμερα σε πολλά μέρη της Δυτικής Μακεδονίας, της Θράκης και του Πόντου.
Πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριζαν ότι οι Καλικάντζαροι προήλθαν από τους μύθους των αρχαίων Ελλήνων περί Σατύρων, Πανός και Φαύνων.
Τα σωματικά ελαττώματα, που αποδίδει ο ελληνικός λαός στους Καλικάντζαρους, υπενθυμίζουν τις μορφές των Καβείρων δαιμόνων και των άλλων πλασμάτων της Διονυσιακής λατρείας. Τόσο, δε, ομοιάζουν τα πλάσματα αυτά με τους σημερινούς Καλικάντζαρους, που όποιος τους βλέπει σε ποικίλες απεικονίσεις τους στην αρχαία τέχνη, αναγνωρίζει τους σημερινούς Καλικάντζαρους, όπως τους διέπλασε η φαντασία του ελληνικού λαού.
Ο ελληνικός λαός, στις δοξασίες του, παριστάνει τους Καλικάντζαρους ασχημομούρηδες, αδύνατους, καχεκτικούς, κοντούς ή και νάνους, μελαμψούς, με χέρια μακριά, με νύχια μεγάλα και γαμψά, για να γρατζουνάν τις νύχτες τους ανθρώπους και ιδίως τις γριές. Επίσης, τους φαντάζονται με τραγίσια πόδια ή και κουτσούς. Όταν φορούν παπούτσια, είναι είτε ξύλινα, είτε σιδερένια, ενώ τα ενδύματά τους είναι φτωχά και φτιαγμένα από δέρμα τράγου. Στο κεφάλι τους φορούν μια κουκούλα από μάλλινη κάπα βοσκού. Συχνά, τους φαντάζονται να έρχονται καβάλα πάνω σε γαϊδάρους ή σε πετεινούς.
Οι Καλικάντζαροι έχουν αρχηγό τους τον Μεγάλο Καλικάντζαρο ή Μανδρακούκο ή Υπερβανβουτζικάριο, όπως τον λένε, ο οποίος είναι, μάλιστα, σακάτης και κουτσαίνει. Τα παράξενα αυτά δαιμόνια έχουν τη δύναμη να ανεβαίνουν με ευκινησία πάνω σε τοίχους και σε τείχη, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται, να περπατούν πάνω στις στέγες, να ανεβοκατεβαίνουν στις καμινάδες και να τρυπώνουν στα σπίτια.
Οι Καλικάντζαροι συνηθίζουν να πειράζουν τα κορίτσια, όταν βγαίνουν τη νύχτα έξω μόνα τους, τις χήρες, τις γριές και τις μαμές, αλλά και τους μυλωνάδες, κατά προτίμηση αυτούς, άγνωστο το γιατί.
Σύμφωνα με τον λαό, Καλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννηθούν το βράδυ των Χριστουγέννων ή την εβδομάδα από τα Χριστούγεννα μέχρι την Πρωτοχρονιά, επειδή θεωρούνται «ως εν αμαρτία συλληφθέντες», δηλαδή τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας.
Στη Χίο, κατά τη μαρτυρία του Λέοντα Αλλατίου, βασάνιζαν άλλοτε το δυστυχισμένο παιδί, που γεννιόταν τις ημέρες των Χριστουγέννων. Του έκαιγαν τα πόδια σε μια φωτιά, που την άναβαν στο πιο δημόσιο σημείο του χωριού και τούτο, ώστε να καούν τα νύχια του και να μη μετατραπεί σε Καλικάντζαρο.
Επιπλέον, πιστεύουν ότι εκείνοι που πέθαιναν πριν προλάβουν να βαπτιστούν, γίνονται Καλικάντζαροι, όπως κι εκείνοι που πέθαναν δίχως να μεταλάβουν, όσοι έμειναν άταφοι (εκτός εκείνων που σκοτώνονται στις μάχες), οι ακήδευτοι με θρησκευτικές ευχές, οι αυτόχειρες, αλλά όπως κι εκείνοι που δεν βαπτίστηκαν σωστά, είτε επειδή ο ιερέας δε διάβασε καλά τις ευχές στη βάπτισή του, είτε επειδή ο ανάδοχος δεν είπε καλά το «Πιστεύω».
Όμως, καθένας μπορεί να γίνει Καλικάντζαρος, για να βασανίσει την άπιστη ερωμένη που τον κοροϊδεύει ή τον σκληρό τοκογλύφο ή τον κακό άρχοντα, αρκεί επί τρία βράδια συνεχόμενα να μείνει έξω, την ώρα που βασιλεύει το φεγγάρι, έχοντας το κεφάλι του σκεπασμένο με αράχνες και το πρόσωπό του μαυρισμένο με καπνιά, επικαλούμενος ως εξής τους Καλικάντζαρους:
«Μεγάλε Καλικάντζαρε
με τα ξηρά ποδάρια
πάρε μου εμέ το είδος μου
και δώσ’ μου τη μορφή σου
κι εγώ να γίνω τσαγκαρί
κι εσύ ο μάστοράς μου
να πάμε να δουλέψουμε
τον άδικο τον άρχω (άρχοντα)
να κάνουμε αυτόν ασκί,
τομάρι για νταούλι…»
Αν αυτή η διαδικασία επαναληφθεί τρεις φορές, ο άνθρωπος θα γίνει μετά τον θάνατό του Καλικάντζαρος και δε θα αφήνει σε ησυχία τους δικούς του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 10/01/1929…