Οι παλιοί χρονικογράφοι ανέφεραν ότι στα τέλη του 1437 έκανε την εμφάνισή του ένας εξαιρετικά άγριος χειμώνας στο Παρίσι. Οι βροχές, το χαλάζι και τα χιόνια κατέστρεψαν τις σοδειές. Η πείνα θέριζε τους ανθρώπους κι όσοι κατοικούσαν στην ύπαιθρο, κατέφευγαν πανικόβλητοι στη γαλλική πρωτεύουσα, γιατί πέραν της εξαθλίωσης, υπέφεραν παράλληλα κι από ληστρικές συμμορίες Τσιγγάνων, που ρήμαζαν τα χωριά με τις κλοπές και τους φόνους τους.
«Αυτοί οι μαύροι διάβολοι, έλεγε ένας χρονικογράφος, που είχαν έρθει από τη χώρα της Αιγύπτου, μιλούσαν μια ακατάστατη γλώσσα και ήξεραν τόσες μαγείες, ώστε μπορούσαν να καλέσουν όλους τους Δαίμονες της Κόλασης να παρουσιαστούν μπροστά τους. Όλοι τους ήταν κλέφτες και δολοφόνοι. Όσο για τις γυναίκες τους, εκείνες με τα φλογερά μάτια τους ξετρέλαιναν τους απλοϊκούς, τους εξαπατούσαν και τους άρπαζαν χρήματα και τιμαλφή. Οι ορδές αυτών των Τσιγγάνων είχαν αρχηγό τους τον Μπάρο Μπάνι, έναν σκληρό κι απάνθρωπο δολοφόνο, που τον αποκαλούσαν «Δούκα της Αιγύπτου!»
Ο αρχιτσιγγάνος ήταν ένας άνθρωπος πανούργος και τετραπέρατος, αδύνατος, με μακριά μαύρα μουστάκια, που κουβαλούσε πάντοτε στη ζώνη του δυο μαχαίρια με ασημένιες λαβές. Έφερνε μαζί του ένα δισάκι γεμάτο με φαρμακερά βότανα, με τα οποία δηλητηρίαζε το νερό που έπιναν τα ζώα κι έτσι, αφάνιζε τις αγελάδες και τα άλογα των χωρικών.
Το αξιοπερίεργο, όμως, ήταν ότι ο πραγματικός αρχηγός αυτής της θανατερής ληστοσυμμορίας δεν ήταν ο κακούργος Μπάρο Μπάνι, αλλά μια νέα και όμορφη μάγισσα, η «Πριγκίπισσα του Καΐρου», όπως την ονόμαζαν οι Τσιγγάνοι. Αυτή τούς έλεγε τι έπρεπε να κλέψουν και ποιους έπρεπε να σκοτώσουν και αυτή έδειχνε στις υπόλοιπες Τσιγγάνες πώς δένονταν τα μάγια.
Ήταν μια μελαχρινή καλλονή 24 ετών, η οποία φορούσε έναν μακρύ χιτώνα, στολισμένο με αργυρά άνθη και μια φαρδιά, πλεχτή χρυσή ζώνη. Τα μαύρα μάτια της είχαν μια παράξενη λάμψη, που μαγνήτιζαν αμέσως όποιον ξεθάρρευε και την κοίταζε. Συνόδευε πάντα τα λόγια της με ζωηρές χειρονομίες. Η φωνή της ήταν βραχνή και σφύριζε ελαφρά, καθώς έβγαινε από τα σφιγμένα δόντια της, σαν τον συριγμό του φιδιού.
Η «Πριγκίπισσα του Καΐρου» και ο «Δούκας της Αιγύπτου» τρομοκρατούσαν τα περίχωρα του Παρισιού, μέχρι την ημέρα που ο Αρχιδικαστής διέταξε να συλλάβουν πάση θυσία τις ορδές των Τσιγγάνων και να τις κλείσουν φυλακή.
Η όμορφη μάγισσα και ο σύντροφός της, Μπάρο Πάνι, δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν και ρίχτηκαν σιδηροδέσμιοι στη φυλακή του Σατλέ. Έτσι, ύστερα από λίγες μέρες άρχισε η δίκη τους, μια τραγική δίκη, που έμεινε ιστορική στα εγκληματικά χρονικά του Μεσαίωνα.
Η «Πριγκίπισσα του Καΐρου» οδηγήθηκε μπροστά στο δικαστήριο, για να απολογηθεί για τους φόνους, τις κλοπές και τις μαγείες που είχε διαπράξει. Εκείνη, όμως, αλύγιστη, έβρισε τους δικαστές και αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις τους. Τότε, αποφάσισαν να τη γυμνώσουν, για να την εξαναγκάσουν να ομολογήσει τα εγκλήματά της. Μα, η μάγισσα αντιστεκόταν με λύσσα και χρειάστηκε να μεταχειριστούν βία, για να της βγάλουν τον μεταξωτό χιτώνα, που είχε στο στήθος τη σφραγίδα του Σολομώντα.
Έπειτα, την έδεσαν σφιχτά σ’ ένα μεγάλο τρίποδο και άρχισαν να της πετούν κουβάδες με παγωμένο νερό. Η όμορφη κοπέλα ζήτησε, τότε, να τη λύσουν και υποσχέθηκε ότι θα ομολογούσε τα πάντα. Παρακάλεσε να της επιτρέψουν να φορέσει τον μαγικό χιτώνα της, γιατί πια είχε αποφασίσει να πει την αλήθεια.
Τότε, οι άτεγκτοι δικαστές της ανακοίνωσαν ότι ήδη πολλοί από τους συντρόφους της είχαν δικαστεί και ότι ο αγαπημένος της Μπάρο Πάνι είχε καταδικαστεί σε θάνατο και είχε διαμελιστεί. Όσο για τους άλλους Τσιγγάνους, αφού πρώτα τους βασάνισαν, τους έκαψαν κατόπιν ζωντανούς. Της ζήτησαν, λοιπόν, να πει την αλήθεια, γιατί ίσως, μόνο τότε είχε την ελπίδα να γλιτώσει από τον δήμιο.
Η μάγισσα, όταν άκουσε τα λόγια τούτα, άρχισε να ουρλιάζει από τη λύσσα της και να φοβερίζει ότι θα τους εκδικηθεί όλους με τα μάγια της.
Έξαφνα, πριν προφτάσει κάποιος να τη συγκρατήσει, όρμησε καταπάνω στους δικαστές, που μειδιούσαν ικανοποιημένοι και πρόφτασε να αγγίξει δύο από αυτούς στον λαιμό και στο μέρος της καρδιάς. Έπειτα, καθώς την έδεναν και πάλι, τους προειδοποίησε ότι θα βασανίζονταν τις νύχτες από φριχτές αγωνίες και ότι θα τους στραγγάλιζαν με προδοσία. Σε λίγο, ξέσπασε σε λυγμούς, φωνάζοντας το όνομα του λατρευτού της Μπάρο Πάνι. Στο τέλος, εξαντλημένη από τα βασανιστήρια, ομολόγησε τα πολλά εγκλήματά της.
Μαζί με τους Τσιγγάνους της είχε λεηλατήσει, όπως είπε, όλα τα παρισινά προάστια και κυρίως τη Μονμάρτη και το Σαντιγύ. Έκλεβαν τα μοναστήρια και τα πανδοχεία και τη νύχτα έριχναν δηλητηριώδη βοτάνια στο νερό, για να ξεκάνουν ζώα και ανθρώπους.
Ακούγοντας οι δικαστές την ομολογία της, αποφάσισαν να τη θανατώσουν, θάβοντάς την ζωντανή μέσα σε τάφο. Όσο για τις μαγείες που ασκούσε, θα δικάζονταν άλλη μέρα, καθώς η δίκη θα συνεχιζόταν.
Οι δύο δικαστές, τους οποίους είχε προλάβει να αγγίξει η όμορφη «Πριγκίπισσα του Καΐρου», ξύπνησαν τα μεσάνυχτα και ξεφώνιζαν σπαραχτικά, καθώς ένιωθαν αβάσταχτους πόνους στην καρδιά. Ως τα ξημερώματα στριφογύριζαν στα κρεβάτια τους σαν κολασμένοι και το πρωί οι υπηρέτες τους τους βρήκαν κατάχλομους και μαζεμένους σε μια γωνιά του τοίχου, με το πρόσωπο αυλακωμένο από βαθιές ρυτίδες οδύνης.
Όταν πήγαν το επόμενο πρωί στο δικαστήριο, διέταξαν να τους φέρουν γυμνή, δεμένη στο τρίποδο, την Αρχιτσιγγάνα. Εκείνη, μόλις τους αντίκρισε, γέλασε σαρκαστικά και τους εξήγησε ότι η ίδια τούς είχε στείλει όλα τα βάσανα το προηγούμενο βράδυ.
«Η αδερφή μου, είπε, έχει σ’ ένα κρυφό μέρος δυο βατράχους και τους ταΐζει με ψίχουλα ψωμιού, μουσκεμένα σε γυναικείο γάλα. Τους φωνάζει, λοιπόν, με τα ονόματά σας και τρυπάει το σώμα τους με μεγάλες καρφίτσες. Κι ενώ οι βάτραχοι βγάζουν αφρούς από το στόμα τους, νιώθετε την ίδια στιγμή και εσείς τους ίδιους πόνους να σας ξεσκίζουν την καρδιά!»
Το δικαστήριο παρέδωσε, τότε, την «Πριγκίπισσα του Καΐρου» στα χέρια του δικαστικού γραμματέα Αλεξάνδρου Κασμαρέ, με τη διαταγή να την οδηγήσει στην αίθουσα βασανιστηρίων και κατόπιν, να τη θάψει ζωντανή μέσα σ’ έναν λάκκο.
Ο Κασμαρέ, όμως, φαίνεται πως είχε ερωτευθεί παράφορα το πανέμορφο θηλυκό, γιατί προσπάθησε να τη γλιτώσει από τα χέρια του δήμιου. Όταν είδε ότι δεν μπορούσε, τον δωροδόκησε για να τη βασανίσει ψεύτικα και να του την παραδώσει και πάλι, όμορφη και γερή, όπως πριν.
Πολλοί υπέθεσαν ότι η μάγισσα είχε κάνει μάγια στον πανίσχυρο γραμματέα, αλλιώς δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν πώς εκείνος έγινε αργότερα συνένοχός της και τη βοήθησε, μάλιστα, να διαπράξει δυο φρικαλέα εγκλήματα.
Ο Κασμαρέ, μόλις ολοκλήρωσε ο δήμιος τα ψεύτικα βασανιστήρια, πήρε την Τσιγγάνα και την οδήγησε σ’ έναν παλιό τάφο, όπου και την έθαψε ζωντανή. Τα μεσάνυχτα, όμως, πήγε και την ελευθέρωσε. Κανείς δεν ήξερε τι απέγινε κατόπιν. Το πρωί, ωστόσο, οι δυο δικαστές του Σατλέ βρέθηκαν σφαγμένοι στα δωμάτιά τους από κάποιον μυστηριώδη δολοφόνο.
Αμέσως όλοι υποψιάστηκαν την «Πριγκίπισσα του Καΐρου» και όταν ανακάλυψαν ότι ο τάφος της ήταν άδειος, γύρεψαν να βρουν τον Κασμαρέ, για να τους δώσει εξηγήσεις. Ο δικαστικός γραμματέας είχε εξαφανιστεί, όμως, μαζί με τη μάγισσα.
Τότε, ο Αρχιδικαστής διέταξε να γίνουν έρευνες παντού. Ύστερα από δυο μέρες, ο Κασμαρέ και η πλανεύτρα Τσιγγάνα εντοπίστηκαν σ’ ένα απόμερο πανδοχείο στις όχθες του Σηκουάνα. Τους συνέλαβαν και τους έκλεισαν στη φυλακή του Σατλέ.
Έτσι, στις 13 Ιανουαρίου του 1438, ο Αλέξανδρος Κασμαρέ, δικαστικός γραμματέας, οδηγήθηκε στην πλατεία της Παναγίας και διαμελίστηκε. Την ίδια μέρα, η διαβόητη «Πριγκίπισσα του Καΐρου» δέθηκε σ’ έναν κορμό δέντρου, στο δάσος του Φονταινεμπλώ, για να κατασπαραχτεί από τους λύκους.
Με αυτόν τον τρόπο, επομένως, τελείωσε η περιπετειώδης ζωή της πανέμορφης μάγισσας, που ήταν αρχηγός μιας τρομερής ληστοσυμμορίας Τσιγγάνων στο Παρίσι του Μεσαίωνα.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 18/12/1932…