Στις 12 Ιουνίου του 1932, πραγματοποιήθηκαν με πανηγυρικό τρόπο τα εγκαίνια του Ιερού Ναού Αγίου Ελευθερίου Γκύζη, στο Πεδίον του Άρεως. Με αφορμή αυτό το γεγονός, μετακομίστηκε στον Ναό το άγιο λείψανο της χειρός του Αγίου Ελευθερίου.
Η καταπληκτική ιστορία της ανεύρεσης και της παράδοσης του αγίου αυτού λειψάνου στον Ναό του Παντοκράτορος των Πατρών είχε ως εξής, κατά τις εξιστορήσεις του κυρίου Ζηγόπουλου, δημοτικού συμβόλου της Πάτρας και ενοριακού επιτρόπου του Ναού του Παντοκράτορος:
Στα μέσα του 19ου αιώνα, λοιπόν, ένας γηραιός Εφέτης είχε καλέσει στην οικία του τον τότε ιερέα του Ναού και ημιπαράφρων από τον τρόμο, του διηγήθηκε την τραγική περιπέτειά του και ικέτεψε γονυπετής για άφεση αμαρτιών.
Ο πατέρας του γηραιού Εφέτη, ο οποίος είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη Μικρά Ασία ως ιερέας, του είχε εμπιστευθεί κατά τις τελευταίες του στιγμές, λίγο πριν ξεψυχήσει, ότι σε μια μυστική κρυψώνα φύλαγε τη δεξιά χείρα του Αγίου Ελευθερίου, την οποία του την είχε παραδώσει άλλος πάλι ιερέας στη Μικρά Ασία τις ώρες του δικού του θανάτου.
Ο νεαρός τότε δικαστικός κράτησε μυστική την ύπαρξη του ιερού αυτού λειψάνου, το οποίο εγκατέλειψε λησμονημένο στην κρυψώνα του. Έτσι, πέρασαν αρκετά χρόνια, οπότε αιφνιδίως ένας άνεμος καταστροφής και συμφοράς φύσηξε στο σπίτι του Εφέτη. Τα ατυχήματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο, φρικτές αρρώστιες τους έδερναν, μια μιζέρια είχε πέσει στο άλλοτε ευτυχισμένο σπίτι του δικαστικού λειτουργού και τέλος, ο θάνατος κατέφτασε και τους θέρισε τον έναν μετά τον άλλον. Τα μέλη της οικογένειας ξεκληρίστηκαν πριν προλάβουν να το καταλάβουν, κατά έναν τρόπο μυστηριώδη και φοβερό. Ένας μαρασμός, μια διαρκής μελαγχολία, το βάρος ενός φόβου αδικαιολόγητου κι έπειτα, κάποιο πρωί, το θανατικό, το βαρύ πένθος…
Έτσι, για λίγο καιρό, ο δυστυχής Εφέτης έμεινε ολομόναχος, κυκλοφορώντας σαν το φάντασμα στο ερημωμένο του σπίτι, πάντα βαρύθυμος, μαραζωμένος, ανήσυχος και φοβισμένος, με μια μόνιμη φρικαλέα συναίσθηση του πόνου να τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα, σε κάθε του ανάσα.
Κινδύνευε να παραφρονήσει. Νόμιζε ότι άκουγε χτύπους, συζητήσεις, ψαλμωδίες, καμπάνες να βοούν και να συγκλονίζουν ολόκληρο το σπίτι του. Ένα βράδυ, μάλιστα, που νόμισε ότι ονειρευόταν, είδε το χέρι του Αγίου Ελευθερίου, που το είχε λησμονημένο στη μυστική κρυψώνα του, να σηκώνεται ψηλά, να μεγαλώνει, να γίνεται πελώριο και να συντρίβει με ένα σφίξιμό του ολάκερο το δυστυχισμένο σπίτι του Εφέτη.
Το πρωί, άρρωστος, έσπευσε να ειδοποιήσει τον ιερέα της ενορίας του, στον οποίο εξομολογήθηκε και ζήτησε τη συνδρομή του. Το άγιο λείψανο, φυσικά, παρελήφθη, αφού καθαγιάστηκε το σπίτι του δικαστικού και έκτοτε, φυλάσσεται στον Ιερό Ναό του Παντοκράτορος Πατρών.
Στην Αθήνα και συγκεκριμένα, στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελευθερίου Γκύζη θα παρέμενε για λίγες μόνο ημέρες.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 12/06/1932…