«Οι σύντροφοι που πραγματοποίησαν την επίθεση στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ είδαν τους μπάτσους των ΜΑΤ που φυλούσαν το κτήριο. Μπορούσαμε να τους χτυπήσουμε. Θα ήταν μια δίκαιη ενέργεια». Αυτό έγραφαν το 2014 στην προκήρυξή τους τα μέλη της «Οργάνωσης Επαναστατικής Αυτοάμυνας» μετά από επίθεση με καλάσνικοφ στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στην οδό Χαριλάου Τρικούπη στα Εξάρχεια.
Σχεδόν τρία χρόνια μετά, το πρωί της περασμένης Τρίτης, έκαναν πράξη την απειλή τους. Το χτύπημα που είχαν προαναγγείλει πραγματοποιήθηκε με το ίδιο καλάσνικοφ. Αυτό αποδείχθηκε από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων που έκανε η ΕΛ.ΑΣ. στους τρεις κάλυκες που βρέθηκαν την περασμένη Τρίτη στην οδό Χαριλάου Τρικούπη, όπου έγινε στόχος διμοιρία των ΜΑΤ.
Από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών προέκυψε, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., ότι το ίδιο πυροβόλο όπλο (πολεμικό τυφέκιο 7,62 mm Καλάσνικοφ) έχει χρησιμοποιηθεί στην ένοπλη επίθεση στις 24 Μαΐου 2014 κατά των γραφείων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και στην ένοπλη επίθεση στις 31 Ιουλίου 2016 κατά του κτιρίου επί της οδού Φιλικής Εταιρείας 14 στο Κολωνάκι, όπου στεγάζεται η Πρεσβεία του Μεξικό. Για τις επιθέσεις αυτές είχε αναλάβει την ευθύνη με προκήρυξή της η «Οργάνωση Επαναστατικής Αυτοάμυνας». Η ίδια οργάνωση είχε εκτοξεύσει χειροβομβίδα στην πρεσβεία της Γαλλίας απέναντι από τη Βουλή, λίγο πριν την άφιξη του Αμερικανού προέδρου Μπάρακ Ομπάμα στην Αθήνα. Το χτύπημα είχε γίνει αιτία για να αλλάξει το πρόγραμμα του Αμερικανού προέδρου, καθώς επικαιροποιήθηκαν και αυστηροποιήθηκαν τα μέτρα ασφαλείας.
Οι αστυνομικοί εκτιμούν ότι τα μέλη της ένοπλης ομάδας είναι γνώριμα στις Αρχές. Η δυσκολία για τους αξιωματικούς της Αντιτρομοκρατικής έγκειται στο γεγονός ότι είναι δύσκολο –λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων- να συνδέσουν πρόσωπα με συγκεκριμένα χτυπήματα. Παρά ταύτα υπάρχει εικόνα για το ποιοι είναι οι βασικοί ύποπτοι, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά –όπως απέδειξαν και το 2014- τη συγκεκριμένη περιοχή.
Στο μεταξύ, οι αρμόδιοι αξιωματικοί έχουν στη διάθεσή τους μαρτυρία από γυναίκα, η οποία ίσως ήταν η μοναδική αυτόπτης μάρτυρας της νέας επίθεσης στην οδό Χαριλάου Τρικούπη.
Όπως είπε στους αστυνομικούς η μάρτυρας, αντιλήφθηκε δύο άνδρες που φορούσαν σκούφους να έρχονται πεζή από την οδό Ιπποκράτους, να στρίβουν δεξιά την οδό Αραχώβης, να περνούν κάθετα την Χαριλάου Τρικούπη και να σταματούν στην απέναντι γωνία. Από εκεί, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία, ένας αδύνατος άνδρας άνοιξε το μπουφάν του, κάτω από το οποίο έκρυβε ένα μακρύκαννο όπλο. Στη συνέχεια, το έβαλε στον ώμο και άρχισε να πυροβολεί. Μάλιστα, στην πρώτη βολή, όπως περιγράφει, ο ένοπλος φαίνεται να σκύβει, ίσως και να γονατίζει. Ακριβώς πίσω του βρισκόταν ένα ακόμα άτομο, που φαίνεται να τον κάλυπτε λειτουργώντας ως ομάδα υποστήριξης του σκοπευτή. Μετά τους πυροβολισμούς έτρεξαν κινούμενοι προς την Πλατεία Εξαρχείων. Από τις πρώτες εικόνες καμερών ασφαλείας προκύπτει ότι το πολεμικό καλάσνικοφ ήταν «σπαστό» με πτυσσόμενο κοντάκι, και ενδεχομένως ο δράστης το είχε περασμένο χιαστί με ιμάντα κάτω από το μπουφάν του.
Οι αστυνομικοί εκτιμούν ότι πρόθεση των δραστών ήταν να πετύχουν τους αστυνομικούς.
«Ο ένοπλος ενδεχομένως νόμιζε ότι είχε σκοτώσει τον πρώτο αστυνομικό. Μπορεί να εκτίμησε ότι είχε καταφέρει το θανατηφόρο αποτέλεσμα που επεδίωκε με την πρώτη βολή. Ο αστυνομικός που είχε κατέβει σε ρόλο σκοπού της κλούβας των ΜΑΤ ήταν ο πρώτος στόχος. Στο άκουσμα του πρώτου πυροβολισμού έπεσε ενστικτωδώς στον δρόμο. Ο δράστης νόμιζε ότι τον είχε πετύχει. Η σφαίρα, ωστόσο, είχε καταλήξει στην πρόσοψη μιας κάβας. Έριξε άλλες δύο βολές προς την κλούβα και στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή προς την πλατεία Εξαρχείων. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι θα γινόταν αν δεν έβλεπε πεσμένο τον αστυνομικό», περιγράφει υψηλόβαθμό στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ.
Η ισχύς του συγκεκριμένου όπλου είναι τόσο μεγάλη που για αρκετή ώρα μετά την επίθεση οι αστυνομικοί είχαν «παγώσει». Ο επικεφαλής της διμοιρίας ακούγοντας τους πυροβολισμούς διαβίβασε στο επιχειρησιακό κέντρο της ΓΑΔΑ: «Πυροβολισμοί. Δεχόμαστε πυρά».
Αυτό που προκαλεί προβληματισμό είναι ότι ο δράστης που πυροβόλησε διέφυγε προς την πλατεία Εξαρχείων έχοντας χρόνο, καθώς δεν υπήρξε άμεση κινητοποίηση αστυνομικών δυνάμεων για την καταδίωξή του. Συνδικαλιστές αστυνομικοί στηλίτευσαν τα μειωμένα αντανακλαστικά μετά το χτύπημα κάνοντας λόγο για περιοχή-άβατο και για ανάγκη αλλαγής του δόγματος της ΕΛ.ΑΣ. στα Εξάρχεια. Πλέον ο μεγαλύτερος φόβος της Αντιτρομοκρατικής είναι η επανάληψη μίας επίθεσης. Σε περίπτωση, μάλιστα, που επαληθευτεί η εκτίμηση ότι οι τρομοκράτες ήθελαν νεκρό αστυνομικό, τότε μπορεί ένα νέο χτύπημα να έχει στόχο κάποια στατική δύναμη της ΕΛ.ΑΣ. που φρουρεί κυβερνητικό κτίριο, σπίτι ή πρεσβεία.