Ο Φίλιππος της Μακεδονίας ή Φίλιππος Β΄ o Μακεδών (382 π.Χ. - 336 π.Χ.) ήταν βασιλιάς του αρχαίου ελληνικού βασιλείου της Μακεδονίας από το 359 π.Χ. μέχρι τη δολοφονία του το 336 π.Χ.
Με μία από τις σημαντικότερες στρατιωτικές και πολιτικές προσωπικότητες της κλασικής αρχαιότητας, τον Φίλιππο Β’, βασιλιά της Μακεδονίας (και πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Χωρίς το δικό του έργο, η εξόρμηση των Ελλήνων στην Ανατολή που υλοποίησε ο γιος και διάδοχος του Φίλιππου Μέγας Αλέξανδρος, δεν θα ήταν εφικτή.
Τα νεανικά χρόνια του Φίλιππου – Η άνοδός του στον θρόνο
Ο Φίλιππος, ανήκε στον βασιλικό οίκο των Αργεαδών, που καταγόταν από το δωρικό γένος των Τημενίδων, που βασίλευε στο Άργος και καταγόταν από τον Ηρακλή.
Γεννήθηκε στην Πέλλα, το 383 π.Χ. (ή το 382 π.Χ.).Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς Αμύντας Γ’ και μητέρα του η Ευριδίκη, κόρη του ηγεμόνα της Λύγκου Σίρρα.
Ο Φίλιππος, ήταν ο τριτότοκος γιος του. Καθοριστική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, ήταν η ομηρία του στη Θήβα (περ. 369 π.Χ. – 365 π.Χ.) . Μυήθηκε στη στρατιωτική τέχνη από τον Πελοπίδα και τον Επαμεινώνδα και απόκτησε σημαντική μόρφωση (μεταξύ άλλων διδάχτηκε και ρητορική). Το 365 π.Χ. επανήλθε στη Μακεδονία και ανέλαβε (κατά τον ιστορικό Καρύστιο Περγαμηνό), την ηγεμονία ενός μικρού τμήματος της. Στον θρόνο τότε βρισκόταν ο αδελφός του Περδίκκας Γ’.
Την άνοιξη του359 π.Χ., ο Περδίκκας , επικεφαλής 4.000 Μακεδόνων, ήρθε αντιμέτωπος στα βορειοδυτικά σύνορα της Μακεδονίας με τους Ιλλυριούς που είχαν επικεφαλής τον Βάρδυλη. Στην εκστρατεία αυτή, ο Περδίκκας έχασε τη ζωή του και έτσι, ο Φίλιππος, ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη διακυβέρνηση της Μακεδονίας, ως επίτροπος του Αμύντα Δ’, ανήλικου διαδόχου και ανιψιού του.
Η Μακεδονία στα χρόνια πριν τον Φίλιππο
Ο λαός του οποίου βασιλείς ήταν οι Αργεάδες, ήταν το «Μακεδνόν έθνος» , που κατά καιρούς μετακινήθηκε από τη ΒΔ Μακεδονία προς την κεντρική και νότια, όπου στους πρόποδες της οροσειράς των Πιερίων, κοντά στον Αλιάκμονα, ίδρυσαν την πρωτεύουσά τους, τις Αιγές, που η αρχαιολογική σκαπάνη ταύτισε με τη σημερινή Βεργίνα. Ένα τμήμα των Μακεδνών, παρέμεινε στην αρχική του κοιτίδα, που αποτέλεσε την Άνω Μακεδονία. Οι κάτοικοι της Άνω Μακεδονίας, παρέμειναν σκληροί ορεσίβιοι ποιμένες. Αντίθετα, οι κάτοικοι της Κάτω Μακεδονίας έγιναν, κυρίως , γεωργοί και δέχτηκαν τις πολιτιστικές επιδράσεις του αιγαιακού κόσμου και της νότιας Ελλάδας.
Όταν ο Φίλιππος Β’, ανέβηκε, ως επίτροπος του Αμύντα στον θρόνο, η κατάσταση την οποία είχε ν’ αντιμετωπίσει, ήταν η εξής: την εύφορη κοιλάδα του Στρυμόνα, εποφθαλμιούσαν τα βαρβαρικά θρακικά φύλα που κατοικούσαν πέρα από την ανατολική του όχθη, αλλά και οι Αθηναίοι, οι οποίοι αναζητώντας πηγές πολύτιμων μετάλλων και ναυπηγικών πρώτων υλών, είχαν ιδρύσει, μεταξύ άλλων αποικιών, την Αμφίπολη, στο νότιο τμήμα της Βισαλτίας (437 – 436 π.Χ.). Στα ανατολικά, το μακεδονικό κράτος συνόρευε με το κοινό των Χαλκιδικών πόλεων. Στα βόρεια της Μακεδονίας, ήταν εγκατεστημένοι οι Παίονες και στα δυτικά οι Ιλλυριοί, δύο επικίνδυνα βαρβαρικά φύλα.
Η Άνω Μακεδονία, περιλάμβανε τα ημιανεξάρτητα βασίλεια της Λύγκου, της Ορεστίδος, της Ελιμείας και της Τυμφαίας, ενώ την Κάτω Μακεδονία, αποτελούσαν η Πιερία, η Βοττία, η Αλμωπία, η Μυγδονία, η Κρηστωνία, ο Ανθεμούς και η Βισαλτία.
Η αναδιοργάνωση του μακεδονικού κράτους
Πριν καλά καλά ο Φίλιππος ανεβεί στον θρόνο, βρέθηκε αντιμέτωπος με τρεις διεκδικητές της εξουσίας: τον ετεροθαλή αδελφό του Αρχέλαο, τον Παυσανία, τον οποίο στήριζαν οι Θράκες (που κατοικούσαν πέρα απ’ τον Στρυμόνα όπως είδαμε) και τον Αργαίο, που προωθούσαν στον μακεδονικό θρόνο οι Αθηναίοι.
Έπρεπε λοιπόν να αποκρούσει τις διαφαινόμενες βαρβαρικές επιθέσεις και να εξουδετερώσει τους μνηστήρες του θρόνου. Θέλοντας να εξασφαλίσει χρόνο για την αναδιοργάνωση του στρατού του, νυμφεύτηκε την Ιλλυρίδα Αυδάτα και προσεταιρίστηκε με χρηματικές υποσχέσεις τους Παίονες. Θανάτωσε τον Αρχέλαο και εξαγόρασε τον Θράκα Κότυ, βασικό υποστηρικτή του Παυσανία. Με μια σειρά από ευφυείς πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις, κατάφερε να συνάψει ειρήνη με τους Αθηναίους, εξουδετερώνοντας τον Αργαίο. Συγκεκριμένα, απέσυρε τη μακεδονική φρουρά από την Αμφίπολη, και άφησε ελεύθερους, χωρίς λύτρα, τους Αθηναίους που είχαν αιχμαλωτίσει κατά τη σύγκρουσή του με τον Αργαίο.
Στη συνέχεια, ο Φίλιππος, άρχισε να αναδιοργανώσει τον στρατό του για υλοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του. Προχώρησε στην τακτική επιστράτευση των αγροτών και των ποιμένων της Μακεδονίας και ανανέωσε τον οπλισμό των φαλαγγιτών. Κατάργησε τον θώρακα, μείωσε τη διάμετρο της ασπίδας και εισήγαγε τη σάρισα, το μακρύ δόρυ με μήκος 3,5 μ – 4,5 μ. (κατ’ άλλους ως και 6 μέτρα), που φτιαχνόταν συνήθως από ξύλο κρανιάς.
Χρησιμοποίησε ήδη υπάρχουσες πολεμικές μηχανές, όπως οι ελαφροί καταπέλτες (γαστραφέτες) και παλίντονα, αλλά και νέες, όπως ο ισχυρός λιθοβόλος καταπέλτης με «σύστημα τόνων» (εφεύρεση του σπουδαίου Θεσσαλού μηχανικού Πολύειδου) και μηχανές που εκτόξευαν βλήματα (επινόηση του Αινεία του Τακτικού).
Με την εμπειρία που είχε από τον θηβαϊκό στρατό, ασχολήθηκε με την εκγύμναση και τον εξοπλισμό των μακεδονικών στρατευμάτων. Υιοθέτησε την τακτική της θηβαϊκής λοξής φάλαγγας (που είχε εφαρμόσει πρώτος ο Επαμεινώνδας) και με συνεχή εξάσκηση και τις αλλεπάλληλες εκστρατείες, ο στρατός του βρισκόταν πάντα σε ετοιμότητα και διέθετε υψηλό αγωνιστικό φρόνημα.
Οι στρατιωτικές και διπλωματικές ενέργειες του Φίλιππου Β’
Επωφελούμενος από τον θάνατο του βασιλιά των Παιόνων Άγη, εισβάλλει στην Παιονία, και υπογράφει με τους Παίονες συνθήκη με την οποία τερματίζεται η καταβολή χρημάτων προς αυτούς.
Το καλοκαίρι του 358 π.Χ. κατατρόπωσε τους Ιλλυριούς στην Πεδιάδα της Πελαγονίας. Εκεί σκοτώθηκε ο Βάρδυλης και έτσι ο Φίλιππος, εκδικήθηκε θα λέγαμε, τον θάνατο του αδερφού του Περδίκκα Γ’.
Παράλληλα, καλλιεργήθηκε φιλικό κλίμα ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Μολοσσούς της Ηπείρου, που επίσης κινδύνευαν από τους Ιλλυριούς. Ως επισφράγιση του καλού αυτού κλίματος, ήρθε κι ο γάμος του Φίλιππου με την Ολυμπιάδα, κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το 357 π.Χ., ο Φίλιππος κατέλαβε την Αμφίπολη και στα τέλη του 357 π.Χ. με αρχές του 356 π.Χ. την Πύδνα. Το καλοκαίρι του 356 π.Χ. κατέλαβε την Ποτίδαια, επικεφαλής μακεδονικών και χαλκιδαϊκών στρατευμάτων και στη συνέχεια την παρέδωσε, κατεστραμμένη από τα θεμέλια, στους συμμάχους του Χαλκιδέους.
Τότε, (καλοκαίρι 356 π.Χ.), ίδρυσε και την μακεδονική αποικία με το όνομα Φίλιπποι, στη θέση των Κρηνίδων (παλιάς αποικίας των Θασίων) . Έτσι, με την κατοχή και της Αμφίπολης, έχει τον έλεγχο του Παγγαίου Όρους, που φημιζόταν για τα πλούσια μεταλλεία του (χρυσού και άργυρου). Ακολουθεί το τελικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών του, με τους Παίονες, τους Ιλλυριούς και τα θρακικά φύλα. Οι Ιλλυριοί ηττώνται από τον Παρμενίωνα, οι Παίονες αναγνωρίζουν τη μακεδονική επικυριαρχία, ενώ τα εδάφη δυτικά του Νέστου, εκκενώνονται από τους Θράκες. Ακολούθησε η κατάληψη της Απολλωνίας και η προσάρτηση της Γαληψού και της Οισύμης στο μακεδονικό βασίλειο. Η ολοκλήρωση της μακεδονικής κυριαρχίας στις αποικίες άλλων πόλεων, έγινε με την κατάκτηση της Μεθώνης, αθηναϊκής αποικίας στην Πιερία, στη δυτική ακτή του Θερμαϊκού Κόλπου. Η πολιορκία ήταν πολύμηνη (Δεκέμβριος 355 π.Χ. – Ιούλιος 354 π.Χ.) και στην διάρκειά της, ο Φίλιππος έχασε το ένα του μάτι.
Ήδη, από το 356 π.Χ., ο Φίλιππος είχε ανακηρυχθεί επίσημα βασιλιάς. Την ίδια χρονιά, νίκησε στους Ολυμπιακούς αγώνες (στο ιππικό αγώνισμα του κέλη). Αυτό επαναλήφθηκε το 352 π.Χ., με νίκη του στο τέθριππο και το 348 π.Χ. με νίκη του στο ιππικό αγώνισμα της συνωρίδας.
Το 354 π.Χ., ξεκινά την Α’ Θρακική Εκστρατεία, στην περιοχή Μαρώνειας – Νεάπολης. Στην προσπάθειά του να καταλάβει την πρώτη, αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίσταση του Αμαδόκου. Μισθοφορικό τμήμα του στόλου του, κατά την επιστροφή του στη Μακεδονία, ηττάται κατά κράτος από τον αθηναϊκό στόλο που είχε επικεφαλής τον Χάρη.
Η πλήρης επικράτηση του Φίλιππου στον ελλαδικό χώρο
Στη νότια Ελλάδα, οι τρεις παραδοσιακά ισχυρές πόλεις – κράτη, Αθήνα, Σπάρτη και Θήβα, αναλώνονταν σε συγκρούσεις μεταξύ τους για την ηγεμονία στην Ελλάδα μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η Σπάρτη, μετά τη μάχη της Μαντίνειας (362 π.Χ), όπου ηττήθηκε απ’ τη Θήβα, ουσιαστικά δεν διεκδικούσε πλέον την πρωτοκαθεδρία. Η Θήβα, που βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση, υποδαύλισε τον Γ’ Ιερό Πόλεμο μεταξύ της Δελφικής Αμφικτιονίας και των Φωκέων. Η Αθήνα, χάρη στη ναυτική της δύναμη, ήταν υπέρτερη όλων, αν και η αδυναμία της να διατηρήσει μόνιμο στόλο στο Βόρειο Αιγαίο, είχε κάνει τον Φίλιππο κυρίαρχο του παιχνιδιού στα θρακικά παράλια.
Επόμενος στόχος του Μακεδόνα βασιλιά, ήταν η Θεσσαλία. Η πρώτη κάθοδός του εκεί, χρονολογείται από το 358 π.Χ. μόνο όμως όταν εξασφάλισε τα σύνορά του και ξέσπασε ο Γ’ Ιερός Πόλεμος, μπόρεσε να θέσει υπό μακεδονική κυριαρχία τη Θεσσαλία.
Η ευκαιρία, του δόθηκε το 355 π.Χ., όταν οι Αλευάδες της Λάρισας του ζήτησαν βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τους τυράννους των Φερών.
Η πρώτη εκστρατεία του Φίλιππου στη Θεσσαλία (355 π.Χ.), ήταν ανεπιτυχής. Στράφηκε κατά του συνασπισμού του Λυκόφρονα, τυράννου των Φερών και του στρατηγού των Φωκέων Ονόμαρχου. Το φθινόπωρο του 353 π.Χ. ο Ονόμαρχος νίκησε τον Φίλιππο σε θεσσαλικό έδαφος και τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Μακεδονία. Τον επόμενο χρόνο όμως, ο Φίλιππος επανέκαμψε, επικεφαλής αναδιοργανωμένων μακεδονικών αλλά και θεσσαλικών στρατευμάτων, πολιορκώντας τις Φερές αλλά και το επίνειό τους, τις Παγασές. Η κατάληψη των Παγασών, πριν την άφιξη αθηναϊκών ναυτικών και φωκικών ενισχύσεων και η ήττα των Φωκέων στο Κρόκιο (Κροκωτό) Πεδίο της Αχαΐας Φθιώτιδας, επέσπευσαν την παράδοση των Φερών. Ο Φίλιππος, παρέμεινε στη Θεσσαλία και επέβαλε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις. Το 352 π.Χ. παντρεύτηκε τη Νικησίπολη από τις Φερές. Στην κόρη του που γεννήθηκε από αυτό τον γάμο, έδωσε το όνομα Θεσσαλονίκη. Την ίδια εποχή, παρεμβαίνοντας και στα εσωτερικά ζητήματα της Ηπείρου, πήρε στην Αυλή του τον ανήλικο αδελφό της Ολυμπιάδας, τον Αλέξανδρο των Μολοσσών.
Στη συνέχεια έστρεψε ξανά το ενδιαφέρον του προς τα θρακομακεδονικά παράλια, όπου μόνο το Χαλκιδικό Κοινό, στο οποίο εξέχουσα θέση κατείχε η Όλυνθος δεν ανήκε στη Μακεδονία. Αφού κατέστρεψε τα Στάγειρα, κατέλαβε την Τορώνη και την Μηκύβερνα, επίνειο της Ολύνθου και στη συνέχεια κατέλαβε και την ίδια την Όλυνθο μετά από προδοσία των φιλομακεδόνων της πόλης (Αύγουστος 348 π.Χ.).
Από το 348 π.Χ., μετά τις αλλεπάλληλες απώλειες αποικιών και συμμάχων τους, οι Αθηναίοι κινούνται προς τη σύναψη ειρήνης με τον Φίλιππο. Για τον σκοπό αυτό, στέλνεται στην Πέλλα το 346 π.Χ. ειρηνευτική αθηναϊκή πρεσβεία, στην οποία συμμετείχαν ο «φιλιππίζων» Αισχίνης και ο «αντιφιλιππίζων» Δημοσθένης.
Είναι γνωστό, ότι ο Δημοσθένης ήταν ο σκληρότερος αντίπαλος του Φίλιππου στην Αθήνα. Μνημειώδεις είναι οι «Ολυνθιακοί λόγοι» του, με τους οποίους υποστήριζε τη υιοθέτηση επιθετικότερης πολιτικής απέναντι στον Φίλιππο. Την άνοιξη του 346 π.Χ., έφτασαν στην Πέλλα πρέσβεις απ’ όλο σχεδόν τον ελληνικό κόσμο.
Με τη σύναψη της «Φιλοκρατείου Ειρήνης», μετά από τρίμηνη κωλυσιεργία του Φίλιππου, ορίζονται ως συμβαλλόμενα μέρη ο Φίλιππος και οι σύμμαχοί του, από τη μια πλευρά και οι Αθηναίοι με τους συμμάχους τους (εκτός από τις Φωκείς και τους Αλιείς, κατοίκους της θεσσαλικής Άλου). Πριν καλά καλά υπογραφεί η ειρήνη, ο Φίλιππος καταλαμβάνει την Άλο και υποχρεώνει τους Φωκείς σε αποκλεισμό και αποπομπή τους από τη Δελφική Αμφικτιονία.
Παράλληλα, εγκατέστησε μακεδονική φρουρά στις Θερμοπύλες, εξασφαλίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την επικοινωνία της Θεσσαλίας με τη Στερεά Ελλάδα και παγιώνοντας την κυριαρχία του στην καρδιά της Ελλάδας.
Εν τω μεταξύ, νέες εξεγέρσεις αντιμακεδονικών στοιχείων στη Θεσσαλία, έστρεψαν προς τα εκεί την προσοχή του Φίλιππου. Αφού εξόρισε τους Αλευάδες, ενίσχυσε τις ήδη υπάρχουσες θεσσαλικές περιφέρειες. Παράλληλα, εγκατέστησε στον ηπειρώτικο θρόνο τον κουνιάδο του Αλέξανδρο, που είχε ζήσει 8 χρόνια στην Πέλλα και είχε επηρεαστεί από τον Φίλιππο. Αυτό, το πέτυχε, εκδιώκοντας τον αντιβασιλέα και σφετεριστή του θρόνου της Ηπείρου Αρύββα.
Αφού εξασφάλισε τη φιλία και των Αιτωλών, ασχολήθηκε με την κατάληψη της υπόλοιπης Θράκης (342 π.Χ. -341 π.Χ.). Οι. παλαιοί σύμμαχοί του, Βυζάντιο και Πέρινθος, με τη στήριξη των Αθηναίων, αποστάτησαν. Ο Φίλιππος πολιόρκησε τις δύο πόλεις χωρίς επιτυχία και το 339 π.Χ., αφού έλυσε την πολιορκία τους, στράφηκε προς τον βορρά, εκστρατεύοντας εναντίον σκυθικών φύλων πέρα από τον Ίστρο(Δούναβη).
Με την επικράτησή του επί των Σκυθών του Ατέα, παγίωσε τη μακεδονική κυριαρχία και σ’ αυτή την περιοχή. Την άνοιξη του 339 π.Χ., ο Φίλιππος και τα στρατεύματά του επανήλθαν στη Μακεδονία. Ύστερα όμως από την ήττα που γνώρισαν από τους βάρβαρους Τριβαλλούς, ο στρατός ήταν αποδεκατισμένος αλλά και ο ίδιος ο βασιλιάς είχε τραυματιστεί.
Η μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.)
Στο διάστημα της απουσίας του Φίλιππου από τη Μακεδονία, είχαν συμβεί διάφορα γεγονότα. Οι Αθηναίοι πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση αντιφιλιππικού συνασπισμού (με τη συμμετοχή της Εύβοιας, των Μεγάρων, της Αχαΐας, της Κορίνθου, της Ακαρνανίας και της Κέρκυρας) και καθώς η Φιλοκράτειος Ειρήνη παραβιάστηκε κι από τις δύο πλευρές, κήρυξαν τον πόλεμο στον Φίλιππο (φθινόπωρο του 340 π.Χ.). Αλλά και οι Θηβαίοι κατέλαβαν τη Νίκαια και ανέκτησαν τον έλεγχο του στενού των Θερμοπυλών.
Ο Φίλιππος προσπάθησε αρχικά να υπογράψει ειρήνη με Αθηναίους και Θηβαίους, όμως και πάλι ο Δημοσθένης εμπόδισε να γίνει κάτι τέτοιο. Μετά την πρόσκληση της Δελφικής Αμφικτιονίας, ο Φίλιππος είχε τεθεί επικεφαλής των στρατευμάτων της εναντίον των ιερόσυλων Αμφισσέων και κατευθύνθηκε προς τη νότια Ελλάδα. Η αποφασιστική μάχη (Μακεδόνες εναντίον Αθηναίων και Θηβαίων), δόθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας στις 22 Αυγούστου του 338 π.Χ. Οι μακεδονικές δυνάμεις πέτυχαν συντριπτική νίκη. Πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία αυτή, έπαιξε το μακεδονικό ιππικό με επικεφαλής τον Μέγα Αλέξανδρο. Η αμυντική τακτική Αθηναίων και Βοιωτών, η απειρία των Αθηναίων οπλιτών και η απουσία ικανού στρατηγού, συνέβαλαν επίσης στη νίκη των Μακεδόνων.
Μετά τη νίκη του στη Χαιρώνεια, ο Φίλιππος φέρθηκε γενναιόδωρα προς τους Αθηναίους, γιατί γνώριζε ότι το ναυτικό τους ήταν απαραίτητο σε μελλοντική σύγκρουσή του με τους Πέρσες, τιμώρησε όμως αυστηρά τους Θηβαίους. Η τρίτη παραδοσιακή δύναμη της αρχαίας Ελλάδας, η Σπάρτη, είχε περιοριστεί πλέον στα εδάφη της. Στο συνέδριο της Κορίνθου (337 π.Χ.), ο Φίλιππος που είχε επιβάλλει «Κοινή Ειρήνη» σε όλες τις πόλεις της νότιας Ελλάδας (μόνο η Σπάρτη δεν υπόγραψε), ανακηρύχτηκε «ηγεμών» μιας πανελλήνιας συμμαχίας και ανάγγειλε στους συγκεντρωμένους εκπροσώπους των πόλεων την πρόθεσή του για κοινή εκστρατεία εναντίον των Περσών.
Η «Πανελλήνια Ιδέα» - Οι προετοιμασίες για την εκστρατεία
Η ιδέα για μια «πανελλήνια σύμπραξη», ανήκει στον σοφιστή Γοργία τον Λεοντίνο (που έζησε τον 5ο π.Χ. αι.) και ακούστηκε για πρώτη φορά στην Ολυμπία (μετά το 427 π.Χ). Την εποχή του Φίλιππου, βασικός εκφραστής της, ήταν ο. μαθητής του Γοργία, Ισοκράτης, ο οποίος ήδη από το 344 π.Χ. είχε στείλει επιστολή στον Μακεδόνα βασιλιά, με την οποία τον παρακινούσε να τεθεί επικεφαλής όλων των Ελλήνων, χωρίς όμως να χρησιμοποιήσει βία ή να τους καθυποτάξει. Η γνησιότητα μιας δεύτερης επιστολής του Ισοκράτη προς τον Φίλιππο (338 π.Χ.), αμφισβητείται.
Ο Φίλιππος αποσύρθηκε στη Μακεδονία και ξεκίνησε τις προετοιμασίες της εκστρατείας εναντίον των Περσών με τους οποίους ήδη από το 342 π.Χ. είχε διαρρήξει τις σχέσεις του. Στην εκστρατεία αυτή, θα έπαιρνε μαζί του και τον γιο του Αλέξανδρο.
Η εκστρατεία ξεκίνησε με την αποστολή 10.000 Μακεδόνων με επικεφαλής τον Παρμενίωνα στην Ασία, με πρόσχημα τις καταστροφές ελληνικών ιερών κατά τη διάρκεια των Μηδικών Πολέμων. Οι στρατιώτες αυτοί, ελευθέρωσαν τις ελληνικές πόλεις από τον Ελλήσποντο ως τον Μαίανδρο και κατέλαβαν ενδιάμεσα εδάφη.
Η δολοφονία του Φίλιππου
Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Φίλιππου, διακόπηκαν άδοξα. Τον Οκτώβριο του 336 π.Χ., αποφάσισε να παντρέψει την κόρη του Κλεοπάτρα με τον θείο της Αλέξανδρο. Στη διάρκεια των εορτασμών για την έναρξη της εκστρατείας και τον γάμον, ο Φίλιππος δολοφονήθηκε από τον σωματοφύλακά του Παυσανία, ο οποίος με τη σειρά του σκοτώθηκε λίγο αργότερα από τον Λεοννάτο και τον Περδίκκα. Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι που έκαναν τον Παυσανία να δολοφονήσει τον Φίλιππο;
i. Ο Διόδωρος, θεωρεί ότι υπήρξε υποκίνηση από τους Πέρσες η οποία ήταν γνωστή και στον Δημοσθένη
ii. Ο Ιουστίνος, την άποψη του οποίου ενστερνίζεται κι ο Πλούταρχος, θεωρεί ότι το παλαιό μίσος της Ολυμπιάδας σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο, όπλισε το χέρι του Παυσανία.
Είναι γνωστό το επεισόδιο Φίλιππου – Αλέξανδρου, όταν ο Φίλιππος παντρεύτηκε την Κλεοπάτρα, ανιψιά του Άτταλου, διώχνοντας την Ολυμπιάδα. Τότε, ο Φίλιππος κινήθηκε, μεθυσμένος, με το ξίφος του εναντίον του Αλέξανδρου αλλά σκόνταψε κι έπεσε κάτω. Ο Αλέξανδρος τον ειρωνεύτηκε λέγοντάς του: «Δείτε τον άνθρωπο που θέλει να περάσει στην Ασία και δεν μπορεί να περάσει πάνω από ένα τραπέζι». Ο Αλέξανδρος με την Ολυμπιάδα, κατέφυγαν στο σπίτι του πατέρα της στην Ήπειρο. Τελικά, ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Μακεδονία.
iii. Σύμφωνα με την τρίτη εκδοχή, ο Παυσανίας δολοφόνησε τον Φίλιππο για να αποκατασταθεί ο γιος του Περδίκκα Γ’ Αμύντας (που ήταν νήπιο το 359 π.Χ.) στην εξουσία.
Μελετώντας όλα τα στοιχεία και τις εκδοχές, ο Νίκολας Χάμοντ, θεωρεί ότι οι ισχυρισμοί του Διόδωρου και του Ιουστίνου είναι μυθεύματα και πιστεύει ότι ο Παυσανίας είχε συνωμοτήσει με τους δύο γιους του Αερόπου, που ήταν μέλη του βασιλικού οίκου και τον Άτταλο, ενώ παράλληλα είχε οργανωθεί συνωμοσία εναντίον του Αλέξανδρου από τον Αμύντα.
Μια τελική εκτίμηση για τον Φίλιππο
Ο Φίλιππος Β’, ο οποίος σημειωτέον είχε παντρευτεί 7 γυναίκες (Φίλα, Ευρυδίκη ή Αυδάτα, Φιλίννα, Ολυμπιάδα ή Μυρτάλη, Νικησίπολη, Μύδα και Κλεοπάτρα), ήταν μεγάλος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης. Άριστος γνώστης της τακτικής, υπερείχε ως στρατηγικός νους κάθε προηγούμενου ηγεμόνα. Ήξερε να εκμεταλλεύεται κάθε ώρα, κάθε στιγμή και ευκαιρία. Δεν ενέδιδε σε ενθουσιασμούς και πάθη της στιγμής, αν και είναι γνωστά τα δύο μεγάλη του πάθη: οι γυναίκες και η οινοποσία. Τέλος, ο Φίλιππος είχε όραμα. Ακόμα και ο Θεόπομπος, που είναι συχνά καυστικός γι’ αυτόν, γράφει στην τελική του κρίση: «Μηδέποτε την Ευρώπην ενηνοχέναι τοιούτον άνδρα παράπαν οίον του Αμύντου Φιλίππου».
Η ανάδειξη της Μακεδονίας σε ηγεμονική δύναμη και οι προετοιμασίες για την εκστρατεία εναντίον των Περσών, οφείλονται στον Φίλιππο Β’. Ο γιος του, Μέγας Αλέξανδρος, φρόντισε να μετατρέψει την ηγεμονία σε αυτοκρατορία και να μεταλαμπαδεύσει τον ελληνικό πολιτισμό στα βάθη της Ασίας.