Συνολικά 75 λεωφορεία αναμένετα να επιτρέψει η κυβέρνηση Αναστασιάδη να περάσουν σήμερα από το οδόφραγμα του Λιμνίτη, από τις κατεχόμενες προς τις ελεύθερες περιοχές, για να μεταφέρουν πέραν των 1000 Τουρκοκύπριους στον τουρκοκυπριακό θύλακα στα Κόκκινα, προκειμένου να παραστούν στις εκδηλώσεις για την 53η επέτειο των βομβαρδισμών της Τηλλυρίας από την τουρκική Αεροπορία!
Ο πρόεδρος της Επιτροπής για την διάνοιξη των οδοφραγμάτων, στην περιοχή Τηλλυρίας Ανδρέας Καρός, μιλώντας στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, ανέφερε πως εκτός από αυτούς που θα περάσουν με λεωφορεία, αριθμός Τουρκοκυπρίων αναμένεται να μεταβεί στο χώρο με κρουαζιερόπλοια και στρατιωτικά σκάφη.
Ο πρόεδρος του κοινοτικού συμβουλίου Κάτω Πύργου Τηλλυρίας Νίκος Κλεάνθους, χαρακτήρισε τη σημερινή μέρα μια αποφράδα μέρα, για την περιοχή της ακριτικής Τηλλυρίας και όλη την Κύπρο γενικά.
Οι μνήμες, είπε, στρέφονται 53 χρόνια πίσω, με τους παλιούς να θυμούνται τα εγκλήματα που έγιναν από πλευράς Τουρκίας στην περιοχή της Τηλλυρίας, με τους δολοφονικούς βομβαρδισμούς της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας τον Αύγουστο του 1964 εις βάρος του άμαχου πληθυσμού της περιοχής.
Οι μάχες στην Τηλλυρία το 1964, δυστυχώς δεν έγιναν μάθημα ούτε στην Αθήνα, ούτε στην Λευκωσία και δέκα χρόνια αργότερα ήρθε η καταστροφή.
Αξίζει να δούμε το φιλμ των αιματηρών συγκρούσεων που "γέννησαν" την Εθνοφρουρά.
Τον Δεκέμβριο του 1963, μετά από τυχαία επεισόδια, οι Τουρκοκύπριοι και η ΤΟΥΡΔΥΚ αντέδρασαν στρατιωτικά, επιλέγοντας να απομονωθούν από τους Ελληνοκυπρίους και την κυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν και να αποσυρθούν από τις δημόσιες υπηρεσίες.
Υποχρεώνοντας σε μετακίνηση μεγάλο αριθμό Τουρκοκυπρίων, οργάνωσαν δικούς τους θύλακες στους οποίους δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση και εγκαθίδρυσαν δικές τους υπηρεσίες και αρχές.
Αιφνιδιασμένη από την ταχεία εξέλιξη των πραγμάτων, η ελληνική πλευρά δεν μπόρεσε να αντιδράσει δυναμικά, με αποτέλεσμα Τουρκοκύπριοι ένοπλοι και τμήματα της ΤΟΥΡΔΥΚ να καταλάβουν ορισμένα στρατηγικής σημασίας σημεία.
Στην περιοχή Μανσούρας –Κοκκίνων (στις ΒΔ ακτές της Κύπρου) οι Τουρκοκύπριοι (Τ/Κ) είχαν δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα και στη συνέχεια άρχισαν αν το επεκτείνουν προσπαθώντας να δημιουργήσουν ένα καντόνιο σαν χώρο αποβίβασης Τούρκων στρατιωτικών ή και τόπο απόβασης.
Οι Τ/Κ είχαν τοποθετήσει φυλάκιο στο ύψωμα «Λωρόβουνος» και είχαν αποκόψει την ελευθεροεπικοινωνία με την περιοχή Μανσούρας – Κοκκίνων. Παρά τη σύσταση των Σουηδικών δυνάμεων του ΟΗΕ οι Τ/Κ ηρνήθησαν να μετακινηθούν από το ύψωμα.
Από ελληνοκυπριακής πλευράς εκλήθη τότε ο Διοικητής της Εθνοφρουράς να στείλει στρατεύματα στην περιοχή, προκειμένου να αποτρέψουν περαιτέρω τουρκοκυπριακή προώθηση.
Στις 7 Αυγούστου η Εθνοφρουρά ενεπλάκη σε εχθροπραξίες που συνεχίστηκαν μέχρι της 10 του μηνός. Οι Τ/Κ εγκατέλειψαν το «Λωρόβουνο» και συγκεντρώθησαν στα Κόκκινα.
Με την έναρξη των εχθροπραξιών, στις 7 Αυγούστου, ημέρα Παρασκευή, τα περιπολικά ΦΑΕΘΩΝ και ΑΡΙΩΝ διετάχθησαν και έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις δι’ από θαλάσσης βομβαρδισμού των οχυρωμένων θέσεων των Τ/Κ.
Την επομένη, Σάββατο 8 Αυγούστου το ΠΠ ΑΡΙΩΝ συνεχίζει τον βομβαρδισμό στον κόλπο της Χρυσοχούς (Δυτικά των Κοκκίνων), ενώ το ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ παραμένει λόγω βλάβης μίας κύριας μηχανής ανατολικότερα, στην περιοχή Καραβοστάσι του κόλπου της Μόρφου.
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας εκδηλώνεται σε όλη την περιοχή της Τηλλυρίας μεγάλης εκτάσεως τουρκική αεροπορική προσβολή, η οποία και ανεμένετο σύμφωνα με σήμα των Τ/Κ που υπέκλεψε η Εθνοφρουρά. Εκτός αυτού από τις 20 Ιουλίου 1964 ο Τούρκος Πρόεδρος Γκιουρσέλ είχε ήδη υπαινιχθεί αεροπορική υποστήριξη των Τ/Κ.
Η κατάσταση, σε συνδυασμό με τις απειλές της Τουρκίας για εισβολή, έθετε σαφές θέμα άμυνας της Κύπρου.
Η Ελλάδα αποφάσισε τότε να στείλει μυστικά μια μεραρχία ειδικής σύνθεσης (ΕΛΔΥΚ/Μ), ενώ στην Κύπρο, τον Απρίλιο του 1964, αποφασίστηκε η συγκρότηση στρατού, που για πολιτικούς λόγους ονομάστηκε Εθνική Φρουρά (ΕΦ).
Ένα από τα σημαντικής στρατιωτικής αξίας σημεία που ήλεγχαν οι Τουρκοκύπριοι μετά την ανταρσία, ήταν και η περιοχή Μανσούρας – Λιμνίτη στην Τηλλυρία. Τα ελληνικά τοπωνύμια και οι εκκλησίες των χωριών, καθώς και το ότι ελάχιστοι κάτοικοι μιλούσαν την τουρκική, φανέρωναν ότι οι κάτοικοι ήταν χριστιανοί που είχαν εξισλαμιστεί βίαια κατά την Τουρκοκρατία.
Για τον λόγο αυτόν, οι Ελληνοκύπριοι της περιοχής έτρεφαν πιο έντονα αισθήματα αποστροφής προς τους Τουρκοκύπριους, καθότι τους θεωρούσαν εξωμότες.
Ο θύλακας διέθετε έξοδο στη θάλασσα, που επέτρεπε την αφανή προσέγγιση πλωτών μέσων κατά τη νύκτα. Εκεί οι Τούρκοι μετέφεραν στρατιωτικό δυναμικό και οπλισμό, φορητά όπλα και βαρέα όπλα πεζικού. Όταν μεταφέρθηκαν αρκετές δυνάμεις, η τουρκική διοίκηση αποφάσισε να επεκτείνει τον θύλακα, που εξαιτίας της μορφολογίας του καθιστούσε τον έλεγχό του από τις κυπριακές Αρχές δυσχερή.
Στις 9 Ιουλίου, οι Τουρκοκύπριοι επέκτειναν τις θέσεις τους, καταλαμβάνοντας το ύψωμα Λωρόβουνο (669 μέτρα) που, ευρισκόμενο περί τα 4 χλμ. νότια των παραλίων, δέσποζε της περιοχής και μέχρι τότε αποτελούσε ουδέτερο έδαφος. Οι Σουηδοί κυανόκρανοι αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τις κυπριακές Αρχές προκειμένου να επανέλθει η προηγούμενη κατάσταση, και ως μόνη λύση απέμεινε η ανάληψη δράσης από την ΕΦ. Στις 30 Ιουλίου δυνάμεις της ΕΦ αναπτύχθηκαν στην περιοχή, εξέλιξη που συνέγειρε τους Τουρκοκύπριους.
Την 1η Αυγούστου, το 206 Τάγμα Πεζικού, το ένα από τα δύο τάγματα της ΕΦ που είχαν οργανωθεί, διατάχθηκε να κινηθεί προς την περιοχή ώστε να περιορίσει την τουρκική επέκταση.
Την επομένη πραγματοποιήθηκε εσπευσμένα η ορκωμοσία της 31 ΜΚ και η τελετή παράδοσης του πράσινου μπερέ, παρουσία του Στρατηγού Γρίβα. Αντί όμως οι καταδρομείς να λάβουν -ως είθισται- άδεια, παρέμειναν στο στρατόπεδο σε κατάσταση συναγερμού.
Επιταχύνοντας το πρόγραμμα, τις επόμενες δύο ημέρες οι 1ος και 2ος ΛΚ πραγματοποίησαν την πρώτη τους βολή. Στις 5 του μηνός, ενώ ο 3ος ΛΚ είχε μεταβεί στο πεδίο βολής, διατάχθηκε να επιστρέψει στο στρατόπεδο. Είχε ληφθεί διαταγή για κίνηση όλης της Μοίρας προς την Τηλλυρία.
Το μεσημέρι αναχώρησαν με επιταγμένα λεωφορεία και αργά το βράδυ έφτασαν στην περιοχή Πέζεμα Νυμφών. Από εκεί, οι καταδρομείς πορεύθηκαν μέχρι τις 04.00 της επομένης, φτάνοντας στους πρόποδες του υψώματος Ακόνι, περί τα 1.000 μέτρα ανατολικά του Λωροβούνου. Εκεί είχε εγκατασταθεί φυλάκιο του 206 ΤΠ, καθώς οι κυανόκρανοι είχαν αποσυρθεί απροειδοποίητα από το ύψωμα.
Με το φως της ημέρας, η αλλαγή αυτή έγινε αντιληπτή από τον εχθρό, ο οποίος άνοιξε πυρ, με αποτέλεσμα να υπάρξει γενίκευση σε όλη τη γραμμή αντιπαράθεσης. Το απόγευμα μάλιστα αποτολμήθηκε επίθεση για την κατάληψη του υψώματος, την οποία όμως δεν δυσκολεύτηκαν να αποκρούσουν οι Εθνοφρουροί.
Η ΕΦ κινητοποιήθηκε πλέον πλήρως, με αποτέλεσμα να μετακινηθούν και άλλες δυνάμεις στην περιοχή. Η ηγεσία άρχισε να επεξεργάζεται σχέδιο επιθετικής ενέργειας προς εξάλειψη της απειλής. Την ευθύνη ανέλαβε ο διοικητής του 8ου Τακτικού Συγκροτήματος Αντισυνταγματάρχης Πλούτωνας Χουχουλής, έχοντας υπό τις διαταγές του το 12o Τακτικό Συγκρότημα, το 206 ΤΠ, την 31 ΜΚ, πυροβολαρχία Πεδινού Πυροβολικού, ουλαμό Αναγνώρισης Marmon Harrington και διμοιρία όλμων 4,2 ιντσών.
Στις αρχές Αυγούστου οι στρατιωτικές δυνάμεις που είχε αποστείλει η Ελλάδα στην Κύπρο ξεπερνούσαν τους 5.000 άνδρες. Ωστόσο, καθώς η απόφαση για δυναμική λύση ελήφθη από την κυπριακή κυβέρνηση δίχως ενημέρωση των Αθηνών, δεν ήταν δυνατή η χρήση μονάδων της ΕΛΔΥΚ/Μ. Ήταν ένα ρίσκο που ανέλαβε ο ίδιος ο Στρατηγός Γρίβας, δεδομένου ότι το επίπεδο μεταξύ των μονάδων του ΕΣ και της νεοσύστατης ΕΦ δεν μπορούσε ακόμη να συγκριθεί.
Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 15.30 της 7ης Αυγούστου. Η οργάνωση που επικρατούσε στις ελληνικές δυνάμεις δεν ήταν η καλύτερη. Στην ουσία, τα ελληνικά τμήματα δεν κατάφεραν παρά να φτάσουν σε απόσταση αναπνοής από τις εχθρικές αντιστάσεις.
Στο Λωρόβουνο οι καταδρομείς επιτέθηκαν από δυτικά, επί δύο κατευθύνσεων: οδηγούσαν στο αριστερό ο 1ος ΛΚ (βόρεια) και στο δεξιό ο 3ος ΛΚ (νότια). Ακολουθούσαν κατά σειρά ο 2ος ΛΚ και ο ΛΥ-ΔΜ. Ο διοικητής της Μοίρας βρισκόταν μαζί με τον 3ο ΛΚ, στην πιο δύσκολη κατεύθυνση.
Το έδαφος ήταν δύσβατο και εξαιρετικά ανώμαλο. Ο 3ος ΛΚ συνάντησε τις σοβαρότερες αντιστάσεις και υπέστη απώλειες. Ο Υπολοχαγός Παπαγεωργίου οδηγούσε τους άνδρες του και ετοιμαζόταν να εισέλθει σε ένα εχθρικό φυλάκιο που είχε εκκαθαριστεί, όταν δέχθηκε πυρά που τον έπληξαν στο στήθος. Ένας από τους άνδρες του βρέθηκε δίπλα, έσκισε το πουκάμισό του και έδεσε το τραύμα με τον ατομικό επίδεσμο. Ο Παπαγεωργίου, επιδιώκοντας να μη διακοπεί η ορμή της επίθεσης, φώναξε: «Δεν είναι τίποτα, παιδιά, μάχεσθε». Λίγο αργότερα ξεψύχησε.
Ο Ταγματάρχης Καρούσος που έσπευσε επιτόπου, γονάτισε, πήρε τον σφυγμό του και διαπίστωσε τον θάνατό του. Λίγο μετά τον υπολοχαγό, νεκρός έπεσε και ο διαβιβαστής του, καταδρομέας Γεώργιος Απληκιώτης. Ενώ τραυματιοφορείς προσπαθούσαν να απομακρύνουν τους πεσόντες, ο οπλοπολυβολητής Μιχαήλ Κουσουλίδης προωθήθηκε και άνοιξε πυρ για να τους καλύψει.
Μια βολίδα τον πέτυχε στο μέτωπο φονεύοντάς τον ακαριαία. Βλέποντας το μάταιο της προσπάθειας των τραυματιοφορέων να τον μεταφέρουν πιο πίσω, ο Ταγματάρχης Καρούσος τους φώναξε: «Άστε τον ήρωά μου εκεί. Δεν τον βλέπετε; Είναι νεκρός!».
Η επίθεση της 31 ΜΚ σταμάτησε εκεί στη νοτιοδυτική κορυφή του υψώματος. Απέμενε η κύρια κορυφή του Λωρόβουνου, με το κεντρικό φυλάκιο. Αλλά η έλλειψη χρόνου για την απαραίτητη αναγνώριση είχε οδηγήσει τη Μοίρα σε ένα σημείο από το οποίο δεν μπορούσε να κινηθεί εύκολα προς την κύρια κορυφή. Για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να καλύψουν οι άνδρες έναν ακάλυπτο αυχένα στον οποίο υπήρχε χαράδρα.
Προ της γενικότερης προβληματικής εξέλιξης της επίθεσης, το 216 ΤΠ διατάχθηκε να ενισχύσει τις δυνάμεις, κινούμενο από τη Λάρνακα μέσω Πάφου στην περιοχή Πωμού.
Τη νύχτα επάνω στο Λωρόβουνο οι καταδρομείς έμειναν ξάγρυπνοι, με το όπλο στο χέρι, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τυχόν εχθρική ενέργεια. Τα πυρά πυροβολικού και όλμων είχαν προκαλέσει φωτιά στο δάσος, η οποία τη νύχτα δυνάμωσε με αποτέλεσμα η ατμόσφαιρα να γίνει αποπνικτική.
Στις 8 Αυγούστου η επίθεση συνεχίστηκε σε όλα τα μέτωπα, σημειώνοντας αργή πρόοδο.
Περί τις 07.00 οι καταδρομείς ολοκλήρωσαν την κατάληψη του Λωρόβουνου. Μπορούσαν έτσι να διακρίνουν τον εχθρό που υποχωρούσε άτακτα προς τα Κόκκινα. Μέσα στον θερινό καύσωνα που η πυρκαγιά είχε μετατρέψει σε κόλαση, οι καταδρομείς προχωρούσαν. Στις 11.00, άνδρες του 1ου ΛΚ κινήθηκαν προς το χωριό Αλεύκα, προκειμένου να γίνει υδροληψία.
Το χωριό είχε εγκαταλειφθεί και οι καταδρομείς, αρκετοί εκ των οποίων παρουσίαζαν συμπτώματα εξάντλησης, μπόρεσαν να ανακουφιστούν. Πέρα από το χωριό, οι καταδρομείς κινήθηκαν και κατέλαβαν το βορειοδυτικό αντέρεισμα, βορειοανατολικά των Κοκκίνων. Εκεί δέχθηκαν ισχυρά πυρά πολυβόλων και όλμων, με αποτέλεσμα να ανακόψουν την προώθησή τους.
Δεν ήταν όμως το ίδιο ταχεία η προώθηση των άλλων τμημάτων. Το 216 ΤΠ, που ενεργούσε στον αριστερό τομέα, κινήθηκε από τον παραλιακό τομέα και έχασε πολλή ώρα εξαιτίας μπλόκου που είχαν στήσει οι κυανόκρανοι με τεθωρακισμένα στο ύψος του χωριού Πωμός.
Χρειάστηκαν έντονες απειλές για να αποχωρήσουν και να ανοίξει ο δρόμος, οπότε το τάγμα προωθήθηκε στην περιοχή Παχυάμμου μέχρι τις 13.00. Καθώς δεν υπήρχε σαφής εικόνα για την επικρατούσα κατάσταση, τα ελληνικά τμήματα προχωρούσαν με αργό ρυθμό, δίχως να μπορούν να συλλάβουν αιχμαλώτους. Στην πραγματικότητα, εχθρική αντίσταση δεν υπήρχε, καθώς οι Τουρκοκύπριοι είχαν καταφύγει στα παράλια.
Εκείνη την κρίσιμη στιγμή εμφανίστηκε στο πεδίο της μάχης η Τουρκική Αεροπορία. Από τις 14.30 άρχισαν κατά κύματα να εμφανίζονται τετράδες τουρκικών μαχητικών, εκτελώντας βομβαρδισμούς.
Η αστοχία των Τούρκων ήταν πρωτοφανής, ωστόσο από ορισμένες εύστοχες βολές προκλήθηκαν κάποιες απώλειες, οι οποίες είχαν σοβαρό ψυχολογικό αντίκτυπο στους άπειρους Κύπριους μαχητές, καθώς σκοτώθηκαν και πολλοί πολίτες.
Σε συνδυασμό με την αντίσταση που συναντούσαν τα τμήματα στο έδαφος, η ορμή ανακόπηκε πλήρως.
Στον κεντρικό τομέα, η 31 ΜΚ είχε κατηφορίσει και ετοιμαζόταν να επιτεθεί στα Κόκκινα, αλλά επενέβη ο Αντισυνταγματάρχης Χουχουλής και ανέκοψε τον Ταγματάρχη Καρούσο, ενημερώνοντάς τον ότι το χωριό επρόκειτο να καταληφθεί με προώθηση δυνάμεων από τον παραλιακό τομέα. Η διακοπή της ενέργειας των Καταδρομέων κρίθηκε σκόπιμη ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα να διασταυρωθεί με το 206 ΤΠ που ενεργούσε από ανατολικά και να εμπλακούν μεταξύ τους από λάθος.
Οι καταδρομείς άρχισαν να δέχονται αεροπορικές επιθέσεις οι οποίες, για καλή τους τύχη, περιορίστηκαν σε πολυβολισμούς, που δεν προκάλεσαν καμμία απώλεια, παρά έναν ελαφρό τραυματισμό από εξοστρακισμό. Παραδόξως, τα αεροπλάνα έριξαν τις βόμβες ναπάλμ στις κατοικημένες περιοχές…
Η κατάσταση είχε καταστεί κρίσιμη για την ελληνική πλευρά, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Τα τμήματα της ΕΦ, υπό την πίεση της εχθρικής Αεροπορίας, είχαν φθάσει στα όριά τους. Αθήνα και Λευκωσία δέχονταν ήδη ασφυκτικές πιέσεις από τον διεθνή παράγοντα να διακόψουν τις εχθροπραξίες.
Στις 18.40 ο Αντισυνταγματάρχης Χουχουλής διατάχθηκε να προβεί σε σταθεροποίηση και διατήρηση των θέσεων που κατείχαν τα τμήματα. Ουσιαστική πρόοδο είχε σημειώσει μόνο το 206 ΤΠ στον δεξιό τομέα, το οποίο -παρά την αντίσταση και τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς- κατάφερε να καταλάβει τη Μανσούρα κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Ο εχθρικός θύλακασ είχε περιοριστεί τώρα σε μια λεπτή παράκτια λωρίδα μήκους 3.000 μέτρων και βάθους 500 μέτρων περίπου, με επίκεντρο τα Κόκκινα. Η πρόκληση ήταν μεγάλη. Η διπλωματική παρέμβαση είχε έλθει λίγο πριν την πλήρη επιτυχία και νίκη των ελληνικών όπλων.
Τη νύχτα 8/9 Αυγούστου έγιναν κάποιες δεύτερες, ρεαλιστικές σκέψεις, και από την πλευρά του Έλληνα υπουργού Εθνικής Άμυνας Πέτρου Γαρουφαλιά δόθηκε εντολή κατάληψης των Κοκκίνων και οριστικής εκκαθάρισης του θυλάκου μέσα στη νύχτα.
Η ηγεσία ζήτησε τη διάθεση μονάδας της ΕΛΔΥΚ/Μ για την επιχείρηση, δίχως όμως να δοθεί άδεια. Στο τέλος, κατόπιν και νέων διεργασιών, η επίθεση ματαιώθηκε. Το ζήτημα απασχόλησε και την επομένη, όταν η Τουρκική Αεροπορία ανανέωσε τους βομβαρδισμούς της μέχρι το απόγευμα, στρεφόμενη αυτή τη φορά κατά του άμαχου πληθυσμού.
Οι αρμόδιοι πείσθηκαν τότε να διαθέσουν ένα τάγμα της ΕΛΔΥΚ/Μ, πλην όμως η τελική έγκριση δεν δόθηκε ποτέ.
Κατά τη νύχτα αυτή, ο Ταγματάρχης Καρούσος άρχισε να προπαρασκευάζει νυκτερινή επίθεση για κατάληψη των Κοκκίνων.
Έγιναν αναγνωρίσεις και δόθηκαν εντολές στους διοικητές λόχων, με προβλεπόμενο χρόνο εκδήλωσης της επιθέσεως τις 23.30. Ο ταγματάρχης συσκέφθηκε με τους αξιωματικούς του για να εξετάσει τη μη εκτέλεση της διαταγής που απαγόρευε την εκδήλωση επιθέσεως.
Γνώριζε ότι στα Κόκκινα, «μια ανάσα μακριά», βρισκόταν ο ίδιος ο Ντενκτάς και Τούρκοι στρατιωτικοί, των οποίων η σύλληψη θα εξασφάλιζε στρατηγικής σημασίας πλεονεκτήματα στην ελληνική πλευρά. Είναι βέβαιο ότι η μικρή εμπειρία των ανδρών συνεξετάστηκε και είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στη λήψη της απόφασης. Τελικά η σύσκεψη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα έπρεπε να παραβεί η διοίκηση τη διαταγή. Έτσι, μια μεγάλη ευκαιρία χάθηκε.
Σε στρατιωτικό επίπεδο η όλη επιχείρηση απέτυχε, καθώς ένας γενικώς ασθενής θύλακας δεν κατέστη δυνατό να εκκαθαριστεί πλήρως. Η παρουσία της Τουρκικής Αεροπορίας είχε αποτέλεσμα την αντιστροφή των αποτελεσμάτων όσον αφορά την ψυχολογική επίδραση.
Αντί να φανεί ότι η ελληνική πλευρά τηρεί δυναμική στάση και να επηρεαστεί αρνητικά το ηθικό των Τουρκοκυπρίων σε όλο το νησί, ο δυναμισμός επιδείχθηκε από τουρκικής πλευράς, χάρις στην αεροπορική επέμβαση, που καθήλωσε τις δυνάμεις της ΕΦ και εξύψωσε το ηθικό των Τουρκοκυπρίων.
Οι συνολικές απώλειες των μονάδων της Ε.Φ. ήταν 25 νεκροί και 56 τραυματίες. Από αυτές, η 31 ΜΚ θρηνούσε 3 νεκρούς και μετρούσε 6 τραυματίες – με άλλους 7 ελαφρά, οι οποίοι είχαν επιστρέψει αμέσως στην υπηρεσία.
Στις 12 Αυγούστου, η 31 ΜΚ αντικαταστάθηκε από το 216 ΤΠ. Η Μοίρα παρέμεινε στην περιοχή για μερικές εβδομάδες, εκκαθαρίζοντας την περιοχή από παγίδες και οργανώνοντας το έδαφος.
Πριν την αναχώρηση στις 21 Αυγούστου, ο υποδιοικητής πήρε τους άνδρες και ανέβηκαν σε ένα μικρό ύψωμα για να ατενίσουν το πεδίο της μάχης. Τους είπε να κοιτάξουν τη γη που είχαν απελευθερώσει πολεμώντας, καλώντας τους να είναι πάντα υπερήφανοι για τη μονάδα και τη δράση τους. Συγκινημένοι, οι άνδρες έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο και κατόπιν επιβιβάστηκαν στα οχήματα που περίμεναν.