Γνωστός στη χώρα του ως «Ελ Καμπεαδόρ», ο τρανός καστιλιάνος πολεμιστής και τρομερός ξιφομάχος κήρυξε τον πόλεμο στους Μαυριτανούς, αν και αυτό θα ήταν ένα μόνο επεισόδιο στην πολυτάραχη μυθιστορηματική ζωή του.
Ο μεσαιωνικός μύθος της Ιβηρικής που άκουγε στο όνομα Ροδρίγο Ντίας δε Βιδάρ, αν και θα γινόταν γνωστός με το αραβικής προέλευσης Ελ Σιντ, μετατράπηκε σε κεντρική μορφή του πολέμου χριστιανών και μουσουλμάνων στη μεσαιωνική Ισπανία, πυροδοτώντας μια διαχρονική λαϊκή απήχηση που σπάνια έχει βρει ιστορικό αντίστοιχό της.
Μεγαλύτερος και από τη ζωή την ίδια, το γέννημα-θρέμμα του Βασιλείου της Καστίλης και αρχιστράτηγος των δυνάμεών του οδήγησε το κρατίδιο σε πρωτόγνωρες δόξες, αν και θα μπλεκόταν τελικά στη δίνη της διχαλωτής διπλωματίας, κάτι που θα του έφερνε την εξορία του από τη γενέτειρά του.
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Ροδρίγο συνασπίστηκε με τους Μαυριτανούς, αν και ως γνήσιος πατριώτης που ήταν, όταν τον κάλεσαν πίσω στην πατρίδα του για να αποτρέψει την επέλαση των ισλαμικών χαλιφάτων της Ιβηρικής, ο Ελ Σιντ συντάχθηκε για άλλη μια φορά με τις δυνάμεις της χριστιανοσύνης.
Όταν μάλιστα, προδομένος και πάλι από τις βασιλικές δυνάμεις της χριστιανοσύνης, έβαλε στο στόχαστρο τη μαυριτανική Βαλένθια, η εκστρατεία του θα κατέληγε στην κατάκτησή της, με τον ίδιο να μετατρέπεται στον de facto ηγεμόνα της. Οι απίστευτοι πολεμικοί του άθλοι και τα χρονικά της ζωής του θα τον άφηναν στη στρατιωτική αιωνιότητα ως έναν από τους πιο χιλιοτραγουδισμένους ήρωες του παλιού κόσμου…
Πρώτα χρόνια
Ο Ροδρίγο «Ρούι» Ντίας δε Βιδάρ γεννιέται περί το 1048 σε ένα μικρό χωριό της Καστίλης ως γιος ενός χαμηλής τάξης ευγενούς που προσέφερε τις ιπποτικές του υπηρεσίες στον βασιλιά του χριστιανικού κρατιδίου. Αν και, παρά τον λαϊκό θρύλο που τον ήθελε πάμφτωχο και χωρίς διασυνδέσεις, από την πλευρά της μητέρας του συνδεόταν με τους πανίσχυρους φεουδάρχες της Ιβηρικής.
Γι’ αυτό εξάλλου και μεγάλωσε στην αυλή του Φερδινάνδου Α’, μετά τον θάνατο του πατρός του το 1058, όταν ο δεκάχρονος Ροδρίγο τέθηκε, σύμφωνα με το έθιμο, κάτω από την προστασία του βασιλιά (ο πατέρας Βιδάρ είχε εντωμεταξύ φτάσει στον βαθμό του βασιλικού επιτρόπου). Ο μικρός Ροδρίγο μεγαλώνει λοιπόν δίπλα στον πρωτότοκο γιο του Φερδινάνδου, τον κατοπινό Σάντσο Β’, λαμβάνοντας ανώτερη μόρφωση αλλά και προσωπική στρατιωτική εκπαίδευση, όμοια με τον πρίγκιπα δηλαδή.
Το 1063 ο δελφίνος του θρόνου στέφει τον πιστό του φίλο Ροδρίγο ιππότη του στέμματος και τον προσλαμβάνει στην προσωπική του φρουρά. Είναι οι στιγμές που θα διακριθεί ο Ροδρίγο στη μάχη και θα δείξει τη σχεδόν αυτοκτονική γενναιότητά του, όπως στην καστιλιάνικη εκστρατεία κατά της Αραγονίας, όταν ο νεαρός ιππότης, βλέποντας το αμφίρροπο της Μάχης του Γκράους (1063), εφορμά με το άλογό του κατά των αραγονέζων ιπποτών και αποκεφαλίζει τους καλύτερους μαχητές τους! Οι Καστιλιάνοι κλέβουν τη νίκη και ο Ροδρίγο βραβεύεται με τον τιμητικό τίτλο του «Ελ Καμπεαδόρ» (κάτι σαν «πρωταθλητής στη μάχη»).
Έχοντας μεγάλα πολεμικά κατορθώματα στις πλάτες του ως πιστός υπασπιστής του Σάντσο, όταν ο τελευταίος θα ανέβει στον θρόνο της Καστίλης το 1065, θα χρίσει τον νεαρό Ροδρίγο διοικητή των βασιλικών δυνάμεων του βασιλείου (σημαιοφόρος υπασπιστής ήταν ο επίσημος τίτλος του)! Παρά το νεαρότατο της ηλικίας του για τέτοιο ύπατο στρατιωτικό αξίωμα, κανείς δεν έψεξε τον νέο βασιλιά για την προαγωγή του Ροδρίγο, κάτι που υποδεικνύει ότι ό,τι κατέκτησε, το κατέκτησε με το φαρμακερό σπαθί του.
Πεθαίνοντας βέβαια ο Φερδινάνδος Α’, άφησε στους τρεις γιους του τμήματα του χριστιανικού βασιλείου, κάτι που θα σφράγιζε τη ζωή του Ροδρίγο στα αμέσως επόμενα χρόνια: ο πρωτότοκος Σάντσο Β’ πήρε την Kαστίλη, ο Aλφόνσο ΣΤ’ τη Λεόν και ο Γκαρθία τη Γαλικία, την Πορτογαλία και το πριγκιπάτο της Aστούρια. Οι έριδες των τριών βασιλιάδων και οι λυσσαλέοι πόλεμοι μεταξύ τους, αλλά και κατά των αραβικών εμιράτων του ισπανικού Νότου, θα δονούσαν την Ιβηρική απ’ άκρη σ’ άκρη στα χρόνια που θα έρχονταν.
Εντωμεταξύ, το 1067 ο αρχιστράτηγος των καστιλιάνικων δυνάμεων θα αποδείκνυε για άλλη μια φορά τις στρατηγικές του ικανότητες στην πολεμική εκστρατεία του Σάντσο κατά του ισχυρού μαυριτανικού βασιλείου της Σαραγόσα. Ο Ροδρίγο θα αποδείξει και τις διπλωματικές του ικανότητες πείθοντας στις διαπραγματεύσεις τον εμίρη της Σαραγόσα, αλ Μουκταδίρ, να γίνει υποτελής του καστιλιάνου ηγεμόνα. Με τα πολεμικά κατορθώματα του πιστού του αρχιστράτηγου, η όρεξη του Σάντσο άνοιξε για τα καλά, κι έτσι ήδη την ίδια χρονιά τον ξαπέστειλε κατά του Aλφόνσο ΣΤ’ με ρητή εντολή να προσαρτήσει τη Λεόν στο καστιλιάνικο άρμα.
Εδώ ο θρύλος θέλει τον Ροδρίγο να εκφράζει την αντίθεσή του στις επεκτατικές διαθέσεις του Σάντσο, αν και είναι μάλλον απίθανο να είχε τέτοιες επιφυλάξεις ο πολύπειρος στρατηγός. Για άλλη μια φορά κινητήριος μοχλός στον ιμπεριαλιστικό θρίαμβο του Σάντσο Β’ κατά του Αλόνσο ΣΤ’, ο Ροδρίγο θα βρεθεί σε δεινή θέση το 1072, όταν ο άκληρος βασιλιάς της Καστίλης δολοφονήθηκε από στασιαστές σε άλλη μια επεκτατική πολιορκία του, αφήνοντας τον εκθρονισμένο αδελφό του Αλόνσο ως τον μόνο σοβαρό διεκδικητή του στέμματος! Ο Ροδρίγο είχε ήδη παραδώσει στα πόδια του Σάντσο τα βασιλικά εδάφη του τρίτου αδερφού Γκαρσία, την ίδια ώρα που η φήμη την οποία αποκόμισε από την εκστρατεία κατά του Αλόνσο απλώθηκε σε όλη την Ιβηρική, υπερβαίνοντας τα στενά όρια της χριστιανικής Ισπανίας και αφορώντας πια και τον αραβικό κόσμο στα νότια της χερσονήσου, προκαλώντας σε όλους τον θαυμασμό και το δέος.
Οι τεταμένες σχέσεις Ροδρίγο και Aλφόνσο φάνηκαν από την πρώτη στιγμή, όταν ο κατοπινός Ελ Σιντ υποχρέωσε τον νέο βασιλιά, με την απειλή του στρατού του, να ορκιστεί δημοσίως ότι δεν ήταν πίσω από τον φόνο του Σάντσο. Την αναίδειά του αυτή δεν θα του τη συγχωρούσε φυσικά ο νέος μονάρχης, ο οποίος με το που ανέβηκε στον θρόνο της Καστίλης του στέρησε τα υψηλόβαθμα καθήκοντά του ως αρχιστρατήγου. Ο πανούργος Aλφόνσο κράτησε βέβαια κοντά του τον άσπονδο υποτακτικό του, αν και η καχυποψία είχε ήδη εγκαθιδρυθεί μεταξύ τους.
Κάτι που φάνηκε στην εκστρατεία του στρατηγού πλέον Ροδρίγο (διοικητή ενός εκ των δύο στρατών της Καστίλης), ο οποίος παρά το γεγονός ότι υποδούλωσε μια σειρά από αραβικά εμιράτα του ισπανικού Νότου στο όνομα του Αλφόνσο, ο τελευταίος τον καθαίρεσε από τα αξιώματά του γιατί ενήργησε χωρίς τη συναίνεσή του! Σε αυτό μεγάλο ρόλο έπαιξαν και οι έριδες στο εσωτερικό του στρατεύματος της Καστίλης, καθώς πολλοί επιβουλεύονταν τον φημισμένο πολέμαρχο Ροδρίγο.
Παρά την αρχική άρνηση του Αλφόνσο να στραφεί κατά του περίφημου στρατηγού του, που οι μαυριτανοί εμίρηδες του Νότου αποκαλούσαν ήδη «Σιντ» («σαΐντ» στα αραβικά), μια σειρά ακόμα από πρωτοβουλίες του ατίθασου ιππότη Ροδρίγο κατά των αραβικών εμιράτων της Σεβίλλης και του Τολέδο θα τον κάνει να χάσει διά παντός τη βασιλική εύνοια, μιας και ο ηγεμόνας της Καστίλης ανησυχούσε πια για την παντοδυναμία και την απείθειά του. Κι έτσι τον εξορίζει από την Καστίλη το 1081, κρατώντας μάλιστα ομήρους πίσω την οικογένειά του: τον έδιωξε μόνο, χωρίς φρουρά, και του απαγόρευσε να πάρει μαζί του τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά (είχε παντρευτεί τον Ιούλιο του 1074).
Μισθοφόρος των μουσουλμάνων
Χωρίς κύριο πια να υπηρετεί, ο Ελ Σιντ μετατράπηκε στο Άγιο Δισκοπότηρο των μαυριτανών εμίρηδων της Ιβηρικής, καθώς όλοι ήθελαν να εντάξουν τον ανεπανάληπτο πολέμαρχο στις τάξεις τους. Ακόμα και ο μακροχρόνιος εχθρός της Καστίλης, ο ηγεμόνας της Σαραγόσα, που τόσο είχε υποφέρει άλλοτε από τους άθλους του Ροδρίγο εναντίον του!
Το μέχρι πρότινος ευάλωτο μουσουλμανικό βασίλειο της Σαραγόσα είχε τώρα στον στρατό του τον δαφνοστεφανωμένο χριστιανό μαχητή Ελ Σιντ αλλά και τους 2.000 άντρες του που αψήφησαν τον βασιλιά Αλφόνσο και τον ακολούθησαν. Ο ατίθασος ιππότης παρέμεινε στη δούλεψη του άραβα ηγεμόνα και του διαδόχου του για μία σχεδόν δεκαετία, γινόμενος ταυτοχρόνως ξεφτέρι στην κατανόηση των περίπλοκων σχέσεων τόσο των ισλαμικών βασιλείων μεταξύ τους όσο και της επαφής τους με τη χριστιανική Δύση. Ήταν ακριβώς αυτή η πολύτιμη γνώση που απέκτησε της ισπανο-αραβικής διένεξης αλλά και των ισλαμικών νόμων που θα αποδεικνυόταν λίγο αργότερα χρυσάφι, στην κατάκτηση του ισχυρού μαυριτανικού προπυργίου της Σεβίλλης.
Μέχρι να συμβεί βέβαια αυτό, ο Ελ Σιντ συνέχισε να αυξάνει τη φήμη του ως ο ανίκητος πολέμαρχος της Ιβηρικής, προσαρτώντας για λογαριασμό του νέου του αφέντη μουσουλμανικά εδάφη και τιμωρώντας παραδειγματικά τους χριστιανούς συμμάχους των εχθρών της Σαραγόσα. Το γονάτισμα που έφερε στην καταλανική αυλή της Βαρκελώνης (1082) και ο θρίαμβός του το 1084 κατά του ενωμένου χριστιανικού στρατού του βασιλιά της Αραγονίας και των συμμάχων του θα τον μετατρέψουν σε προβεβλημένο και λαοφιλή στρατηγό και στην άλλη πλευρά του ισπανικού φάσματος, με τους ευγνώμονες μαυριτανούς εμίρηδες να τον ανταμείβουν πλουσιοπάροχα για τις πολεμικές του υπηρεσίες.
Ο ίδιος εξάλλου τους είχε φέρει τέτοια λάφυρα και δόξα που οι μεγαλειώδεις τιμές που έλαβε ήταν ένα μικρό μόνο ποσοστό των όσων του χρωστούσαν: ο Ελ Σιντ τιμήθηκε ως ήρωας των Αράβων και έλαβε χρυσάφια, κάστρα και δικά του φέουδα. Ο φοβερός για τους Μαυριτανούς «Ελ Καμπεαδόρ» είχε μετατραπεί τώρα στον εχθρό της χριστιανοσύνης «Ελ Σιντ»!
Ο μισθοφόρος επιστρέφει στη χριστιανοσύνη
Η «Pεκονκουίστα» που κήρυξε ο Αλφόνσο το 1085 κατά του αραβικού στοιχείου της Ισπανίας (η εκστρατεία ανάκτησης των ισπανικών εδαφών που κατείχαν οι Μαυριτανοί) και η απάντηση των μουσουλμάνων με την πρόσκληση στην Ισπανία των πανίσχυρων Aλμοραβιδών της Βόρειας Αφρικής θα δημιουργούσαν μια έκρυθμη κατάσταση, στην οποία οι παλιές συμμαχίες υποχώρησαν για χάρη του θρησκευτικού πολέμου. Οι σκληροί Άραβες της Σαχάρας, έχοντας στο τιμόνι τον λεγόμενο «ηγέτη όλων των μουσουλμάνων» Γιουσούφ ιμπν Tασφίν, κινήθηκαν κατά του Αλφόνσο ΣΤ’ και τον συνέτριψαν τον Οκτώβριο του 1086, σφαγιάζοντας πλήρως τον στρατό του (ο ίδιος ο βασιλιάς γλίτωσε βαριά τραυματισμένος).
Ενόψει του πρωτόγνωρου σε έκταση και θηριωδία κινδύνου, Αλφόνσο και Ελ Σιντ παραμέρισαν τα μίση και έσφιξαν τα χέρια το 1087 στο Τολέδο, με τον βασιλιά να αποκαθιστά τον προβεβλημένο πολέμαρχο στην κεφαλή του στρατού του επαναφέροντας ταυτοχρόνως όλα τα προνόμια και τους τίτλους του. Η επιστροφή από την εξορία του καλύτερου στρατηγού των χριστιανών χαιρετίστηκε από ολάκερη τη χριστιανοσύνη, αν και ο «αρραβώνας» δεν θα μακροημέρευε: παρασυρμένος για άλλη μια φορά από την προσωπική του ατζέντα αλλά και τους καλοθελητές της αυλής του, ο βασιλιάς της Καστίλης εξορίζει και πάλι τον αρχιστράτηγό του δημεύοντας τα υπάρχοντά του!
Ο Ελ Σιντ επέστρεψε στη Σαραγόσα και δεν θα έπαιρνε πια μέρος στις απεγνωσμένες μάχες της χριστιανικής Ισπανίας κατά του πανίσχυρου βορειοαφρικανικού εχθρού, που απειλούσε πια ανοιχτά την ύπαρξη του χριστιανικού στοιχείου της Ισπανίας. Όσο για τον ίδιο τον Ελ Σιντ, τώρα προωθούσε τον προσωπικό του στόχο να κατακτήσει το πλούσιο μαυριτανικό βασίλειο της Βαλένθια. Αν και γι’ αυτό θα χρειάζονταν μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις και πολύπλοκοι διπλωματικοί χειρισμοί, ώστε να υπερπηδηθούν τα θρησκευτικά και πολιτικά εμπόδια και να ανοίξει ο κατακτητικός δρόμος για τη Βαλένθια…
Η κατάκτηση της Βαλένθια και το τέλος
Με μοναδικό σύμμαχο τον αποδυναμωμένο εμίρη της Σαραγόσα, ο Eλ Σιντ θα αποδείκνυε για άλλη μια φορά τη στρατιωτική του διάνοια. Αφού έκαμψε και εξευτέλισε πολεμικά τη Βαρκελώνη και τους χριστιανούς συμμάχους της τον Μάιο του 1090, αιχμαλωτίζοντας τους μονάρχες αλλά και 5.000 στρατιώτες τους, καραδοκούσε πια για μια ευκαιρία να εισβάλει στη Βαλένθια, ο εμίρης της οποίας ήταν φόρου υποτελής στον Aλφόνσο.
Τον Οκτώβριο του 1092, εκμεταλλευόμενος τις πολιτικές δολοπλοκίες της μουσουλμανικής αυλής, ο Ελ Σιντ πολιορκεί το ισχυρό προπύργιο των Μαυριτανών με ετοιμοπόλεμο στρατό 7.000 οπλιτών και ιππέων. Η πολιορκία θα κρατούσε πολλούς μήνες και η απόπειρα των Αλμοραβιδών να τη σπάσουν τον Δεκέμβριο του 1093 θα κατέληγε σε άλλη μια πανωλεθρία για τους ίδιους. Χωρίς την υποστήριξη του Αλφόνσο που στέναζε στον δικό του πόλεμο κατά των Βορειοαφρικανών, ο εμίρης της Βαλένθια την παρέδωσε τελικά στον Ελ Σιντ τον Μάιο του 1094, ο οποίος μπήκε στην πόλη ως θριαμβευτής!
Την ύστατη αυτή περίοδο της ζωής του ο Ελ Σιντ θα εμφάνιζε άλλη μια ποιότητα, αυτή του φωτισμένου πολιτικού ηγέτη. Κάτω από τις μεταρρυθμίσεις που έκανε και τις συμμαχίες που σύναψε, η Ανδαλουσία θα μετρούσε για λίγο ευημερία και τάξη. Δαιμόνιος καθώς ήταν, διακήρυξε ότι θέτει το βασίλειό του κάτω από την ομπρέλα του Αλφόνσο Δ’ της Αραγονίας, αν και στην ουσία κυβέρνησε μόνος και ανενόχλητος τα εδάφη του, παραμένοντας εντυπωσιακά ακριβοδίκαιος στα φιρμάνια του για τον χριστιανικό και τον μουσουλμανικό πληθυσμό του.
Αν και η απόπειρά του να εγκαθιδρύσει μεγαλύτερη χριστιανική παρουσία στο μέχρι πρότινος μουσουλμανικό βασίλειο δεν μπορούσε να κρυφτεί: παρά τη δικαιοσύνη του, μετάτρεψε το μεγάλο τζαμί σε χριστιανικό ναό το 1096 εγκαθιστώντας αρχιεπίσκοπο έναν γάλλο ιεράρχη. Η χριστιανική παροικία αυξήθηκε κατά πολύ στα λίγα χρόνια που θα κυβερνούσε τη Βαλένθια ο Ελ Σιντ, ο οποίος φρόντισε να νομιμοποιήσει την εξουσία του παντρεύοντας τη μια του κόρη με τον πρίγκιπα της Αραγονίας και την άλλη με τον κόμη της Βαρκελώνης. Παρά το γεγονός ότι τώρα ήταν αναγνωρισμένος βασιλιάς, στέμμα δεν θα φορούσε ποτέ, καθώς οι χριστιανοί μνηστήρες της Αραγονίας και της Καστίλης καραδοκούσαν για ένα του αλαζονικό λάθος.
Με τη δύναμη και τη φήμη του να έχουν αγγίξει πλέον το απόγειό τους, οι γειτονικοί εμίρηδες του πλήρωναν φόρους υποτέλειας, ο στρατός του απέκτησε τρομακτική δόξα ως ανίκητος και ο ίδιος ο Ελ Σιντ λατρεύονταν απ’ όλους τους υπηκόους του, χριστιανούς και μουσουλμάνους, καθώς κυβερνούσε συνετά και δίκαια. Ταγμένος πατριώτης, συντάχθηκε και για τρίτη φορά με τις δυνάμεις του Αλφόνσο κατά του επίμονου άραβα εχθρού της Βόρειας Αφρικής, αν και πάλι η άγρια κόντρα των δύο χριστιανών ηγεμόνων θα έφερνε όλη την Ανδαλουσία στα χέρια του Τασφίν, εκτός φυσικά από την παντοδύναμη Βαλένθια του Ελ Σιντ.
Γιατί ο Ελ Σιντ την υπερασπίστηκε επιτυχημένα κατά των 20.000 σχεδόν Αλμοραβιδών τόσο τον Οκτώβριο του 1094, συντρίβοντας για άλλη μια φορά τους Άραβες της Σαχάρας, όσο και τρία χρόνια αργότερα, όταν απάλλαξε πρόσκαιρα την Ιβηρική από τον κίνδυνο του Τασφίν. Ο πόλεμος με τους Άραβες της Βόρειας Αφρικής θα του στερούσε όμως τον μοναχογιό του, που έπεσε ηρωικά στο καθήκον, και πλέον η εύθραυστη ειρήνη με τον Αλφόνσο παράπαιε, ο οποίος χωρίς τον κίνδυνο των Aλμοραβιδών έβαλε και πάλι στο στόχαστρό του το μικρό βασίλειο της Βαλένθια.
Ο Ελ Σιντ πέθανε ξαφνικά στις 10 Ιουνίου 1099, την ώρα που η πολυαγαπημένη του Βαλένθια πολιορκούνταν για άλλη μια φορά από τη νέα εκστρατεία των Αλμοραβιδών. Ο θάνατός του προήλθε πιθανότατα από την πείνα, τις στερήσεις και τις αρρώστιες που θέριζαν τον πολιορκημένο πληθυσμό. Η Βαλένθια έπεσε τελικά στα χέρια των Αράβων τρία χρόνια αργότερα (5 Μαΐου 1102) και δεν θα γινόταν και πάλι χριστιανική παρά περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα (1238).
Ο Αλφόνσο Δ’ της Αραγονίας βοήθησε τη χήρα του να εγκαταλείψει την πόλη, την οποία και παρέδωσε στην πυρά πριν την πάρουν οι μουσουλμάνοι. Η σορός του μεγάλου πολεμιστή φυγαδεύτηκε επίσης από τη Βαλένθια και ενταφιάστηκε με τιμές σε μοναστήρι της Καστίλης, δίπλα στο χωριό που είχε γεννηθεί ο ατρόμητος πολέμαρχος. Αν και η μνήμη του δεν θα έσβηνε ποτέ, καθώς αμέσως ποιητές, τροβαδούροι και ιστορικοί (άραβες κυρίως) έπιασαν δουλειά…