Επιστήμονες του Εργαστηρίου Αεριωθήσεως, από όπου παρακολουθούνταν το εγχείρημα του «Mariner 9», ανακοίνωσαν στις 19 Ιουνίου του 1972 ότι στον πλανήτη Άρη εντοπίστηκαν κατά πάσα πιθανότητα πάγοι νερού.
Η διαπίστωση αυτή στηριζόταν σε μελέτες στοιχείων και φωτογραφικού υλικού, που είχε διαβιβάσει το διαστημόπλοιο, το οποίο εκτοξεύθηκε από τη Γη στις 30 Μαΐου του 1971. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του Αμερικανικού Εργαστηρίου Αεριωθήσεως, οι πάγοι νερού στον Κόκκινο Πλανήτη εκτείνονταν κυκλικώς του νότιου πόλου και κάλυπταν μια περιοχή διαμέτρου τριακοσίων χιλιομέτρων.
Εν τούτοις, πάνω από τους πάγους νερού απλωνόταν ένα πολύ παχύτερο στρώμα ξηρού πάγου, δηλαδή πάγου από διοξείδιο του άνθρακα. Το στρώμα αυτό, κατά τη διάρκεια του αρειανού χειμώνα, κάλυπτε μια περιοχή μέγιστης διαμέτρου τριών χιλιάδων χιλιομέτρων.
Από φωτογραφίες, που διαβίβασε το διαστημόπλοιο «Mariner 9», προέκυπτε πάντως ότι οι διαστάσεις του εν λόγω στρώματος ξηρού πάγου μεταβάλλονταν ανάλογα με την εποχή. Λόγου χάριν, κατά τη διάρκεια του αρειανού θέρους, η μάζα του πάγου από διοξείδιο του άνθρακα συστελλόταν, περιοριζόμενη σε διαστάσεις του στρώματος πάγου από νερό.
Ο διακεκριμένος Δόκτωρ Bruce C. Murray, διευθυντής του Εργαστηρίου Αεριωθήσεως, χαρακτήρισε την ανακάλυψη του «Mariner 9» ως «ένα συναρπαστικό γεωλογικό φαινόμενο». Όμως, τόνισε ότι από βιομηχανικής άποψης, η ανακάλυψη αυτή δεν είχε καμία ιδιαίτερη σημασία. Δηλαδή, η βεβαιωμένη ύπαρξη πάγων νερού στον Άρη δεν προϋπέθετε απαραιτήτως την ύπαρξη ρευστού νερού. Φυσικά, πρόσθετε ο Bruce C. Murray, η ύπαρξη νερού σε ρευστή κατάσταση αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη ζωής στον Κόκκινο Πλανήτη.
Το ανεπάνδρωτο διαστημόπλοιο «Mariner 9» είχε ήδη αποστείλει επτά χιλιάδες περίπου φωτογραφίες του Άρη. Επίσης, είχε διαβιβάσει σωρεία στοιχείων για τη σύνθεση της ατμόσφαιρας του πλανήτη.
Ο Δόκτωρ James C. Fletcher, Διευθυντής της NASA, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι η αμερικανοσοβιετική συνεργασία στο Διάστημα σκόπευε να διευρυνθεί το 1975, καθώς στις 24 Μαΐου του 1972 είχε επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα στον Αμερικανό Πρόεδρο Richard Nixon και στον Σοβιετικό ομόλογό του Alexei Kosygin. Έτσι, ένα αμερικανικό διαστημόπλοιο, τύπου «Apollo» κι ένα σοβιετικό, τύπου «Soyuz» επρόκειτο να συνδεθούν σε τροχιά γύρω από τη Γη, θέτοντας γερά θεμέλια στη συνεργασία των δύο αυτών χωρών για την εξερεύνηση του Διαστήματος.
Έκτοτε, ο Δόκτωρ James C. Fletcher τόνιζε σε κάθε ευκαιρία ότι αρχής γενομένης από το 1975, οι αμερικανικές και σοβιετικές πτήσεις, όλες επανδρωμένες, θα ήταν εφοδιασμένες με τα μηχανήματα και τις εγκαταστάσεις εκείνες, που θα απαιτούνταν για την ασφαλή τους κίνηση σε τροχιά, αλλά και τη σύνδεση μεταξύ τους.
Έτσι, αντικειμενικός σκοπός ήταν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, να μπορεί το διαστημόπλοιο μιας χώρας να συνδεθεί με το κινδυνεύον διαστημόπλοιο της άλλης, προς διάσωση του πληρώματος και επάνοδο στη Γη.
Επομένως, το τέλος της ψυχροπολεμικής κατάστασης ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις και η αγαστή συνεργασία τους στο μέλλον θα συντελούσε στο να αποφευχθούν διπλές προσπάθειες στο Διάστημα και να μειωθεί το κόστους των εξερευνήσεων. Η κατανομή των αποστολών θα επίσπευδε την πρόοδο στην εξερεύνηση του Διαστήματος, επ’ ωφελεία όλων των χωρών του κόσμου.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», στις 20/06/1972…