Στο 1,5% αναμένεται να διαμορφωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2017, όπως εκτιμά η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
«Ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα έχει θετικό πρόσημο, αλλά θα διαμορφωθεί σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι είχε προβλεφθεί στον κρατικό προϋπολογισμό» επισημαίνει μεταξύ άλλων και παραπέμπει στις αναθεωρήσεις τόσο της Κομισιόν όσο και του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Η επίτευξη των νέων στόχων για την ανάπτυξη, συνεχίζει η Alpha Bank, προϋποθέτει μια σημαντική αύξηση της επενδυτικής δαπάνης, καθώς η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι θα παραμείνει υποτονική εξαιτίας της υλοποίησης των νέων δημοσιονομικών παρεμβάσεων που ψηφίστηκαν στο Κοινοβούλιο.
Η επενδυτική δαπάνη, εξηγεί αναλυτικά, μπορεί να τονώσει τη ζήτηση στην οικονομία, υπερκαλύπτοντας την αδυναμία της ιδιωτικής κατανάλωσης, υπό την προϋπόθεση ωστόσο, να διαμορφωθεί ένα σταθερό επιχειρηματικό, το οποίο θα αντισταθμίζει την αρνητική επίδραση της δραστηριοποίησης σε ένα περιβάλλον υψηλών φορολογικών συντελεστών.
Στο πλαίσιο αυτό, η πλήρης άρση της αβεβαιότητας που θα οδηγήσει και σε άρση των κεφαλαιακών ελέγχων, προϋποθέτει την ταχεία υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν και κυρίως την επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες αναμένεται να έχουν σημαντικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Η αύξηση της απορροφητικότητας των διαθεσίμων κονδυλίων από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία την προγραμματική περίοδο 2014 - 2020, αποτελεί πρόσθετο παράγοντα επιτυχίας, σπεύδει να προσθέσει η Alpha Bank.
Eιδική μνεία κάνει και στην αποτελεσματική διαχείριση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία μπορεί να προσελκύσει νέα επενδυτικά κεφαλαία και να εξυγιάνει πλειάδα επιχειρήσεων.
Όσον αφορά τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το α’ τρίμηνο του 2017, στα οποία κατεγράφη συρρίκνωση του ΑΕΠ, σύμφωνα με την τράπεζα, επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις ότι:
- η επίδραση των φορολογικών επιβαρύνσεων που εισήχθησαν το 2016 και στις αρχές του 2017 επί της ενεργού ζήτησης, είναι ιδιαίτερα αρνητική
- η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αφενός ανέβαλε την άνοδο της επενδυτικής δαπάνης καθώς διατήρησε το καθεστώς αβεβαιότητας και αφετέρου συγκράτησε το ρυθμό αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου με αποτέλεσμα να μην υπάρξει η αναμενόμενη τόνωση των συνθηκών ρευστότητας.