Οι σφαίρες των εκτελεστικών αποσπασμάτων την αυγή της 15ης Δεκεμβρίου 1969 στην Κέρκυρα και την Αίγινα ήταν ο επίλογος της πρώτης υπόθεσης με serial killer στην Ελλάδα.
Εκείνη την ημέρα εκτελούνται οι Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ, οι δύο Γερμανοί που καταδικάστηκαν για τις δολοφονίες 6 ανυποψίαστων ανθρώπων τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1969. Ο Χέρμαν Ντουφτ εκτελείται στην Κέρκυρα και ο Χανς Μπασενάουερ στην Αίγινα, αφού απορρίφθηκαν οι αιτήσεις χάριτος που είχαν υποβάλει.
Η υπόθεση με τους κατά συρροή δολοφόνους – γεννημένοι και οι δύο το 1938 και οι δύο υδραυλικοί στο επάγγελμα- όπως ήταν φυσικό συντάραξε την ελληνική κοινωνία και κινητοποίησε στο έπακρο τις αρχές που θεωρούσαν ως προνομιακό πεδίο για εκείνες την ασφάλεια… Μην ξεχνάμε ότι η χώρα «έτρεχε» στον τρίτο ημερολογιακά έτος από τότε που είχε μπει στο «γύψο» της χούντας των Συνταγματαρχών.
50 χρόνια μετά, η υπόθεση των δύο Γερμανών κατά συρροή δολοφόνων έρχεται ξανά στο προσκήνιο με την νέα, συμπληρωμένη έκδοση του αστυνομικού μυθιστορήματος του Γιάννη Ράγκου «Μυρίζει αίμα» που πρωτοκυκλοφόρησε το 2008.
Στο ενημερωτικό σημείωμα για την έκδοση διαβάζω: «Στις αρχές Μαρτίου του 1969, οι Γερμανοί Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ φτάνουν στην Ελλάδα, δηλώνοντας ότι έρχονται για δουλειές και τουρισμό. Ωστόσο, στη διάρκεια των επόμενων σαράντα ημερών, διαπράττουν έξι ειδεχθείς δολοφονίες και πέντε ληστείες, επιλέγοντας τυχαίους στόχους.
Παρά την κινητοποίησή τους και την άσκηση υπερβάλλουσας βίας, οι διωκτικές αρχές της Δικτατορίας αδυνατούν να φτάσουν στα ίχνη τους. Την ίδια στιγμή, απαγορεύεται κάθε δημοσιότητα ώστε να μην διαταραχθεί το κλίμα «τάξης και ασφάλειας», που επιμελώς παρουσιάζει το καθεστώς.
Όταν τελικά οι λεπτομέρειες της δράσης των δύο Γερμανών γίνονται γνωστές, η κοινή γνώμη συγκλονίζεται: Οι πράξεις τους έχουν μεταβάλει οριστικά τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την έννοια του εγκλήματος, καθώς ήταν οι πρώτοι και παραμένουν μέχρι σήμερα οι πλέον “παραγωγικοί” κατά συρροήν δολοφόνοι στα εγχώρια ποινικά χρονικά.
Ο Γιάννης Ράγκος ανασυνθέτει την πραγματική ιστορία, αλλά και ολόκληρη την εποχή, σε ένα καθηλωτικό αστυνομικό μυθιστόρημα, που συνδυάζει τη διαύγεια του ντοκουμέντου με την υποβλητικότητα της μυθοπλασίας.
Η κριτική το χαρακτήρισε ως την πιο αυθεντική εκδοχή του “non-fiction crime novel” στην Ελλάδα».
Ο Γιάννης Ράγκος γεννήθηκε το 1966 στην Αθήνα, όπου και ζει. Είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Έχει δημοσιεύσει βιβλία δημοσιογραφικής έρευνας, αστυνομικά μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα, καθώς και δοκίμια και μελέτες για την αστυνομική λογοτεχνία. Ακόμα, έχει γράψει σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικά σίριαλ, θεατρικές παραστάσεις-performances και κόμικ.
Με τον Βασίλη Δανέλλη συνεπιμελήθηκε τον συλλογικό τόμο BalkaNoir (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018), που περιλαμβάνει είκοσι ένα πρωτότυπα αστυνομικά διηγήματα ισάριθμων συγγραφέων από επτά βαλκανικές χώρες. Υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της επιθεώρησης αστυνομικής λογοτεχνίας The Crimes and Letters Magazine (CLM), ενώ από το 2018 συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του περιοδικού θεωρίας για την αστυνομική λογοτεχνία Πολάρ. Είναι, επίσης, ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αστυνομικών Συγγραφέων (IACW/AIEP).
Στο επίμετρο ο συγγραφέας αναφέρεται σε όλη την προσωπική διαδρομή του σε σχέση με την υπόθεση των δύο Γερμανών κατά συρροή δολοφόνων- δηλαδή το πως ασχολήθηκε ο ίδιος λόγω επαγγελματικής υποχρέωσης (δημοσιογραφική έρευνα) και πως έφθασε μέχρι την έκδοση του 2008.
Στην νέα έκδοση μάλιστα περιλαμβάνει και ένα ποίημα του Τάσου Δενέγρη – τίτλος του ποιήματος «Επιτάφιος για τον μισητό φονιά Ντουφτ».
Για το τέλος, κράτησα μια κριτική άποψη του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου όπως αυτή φιλοξενείται στις σελίδες του βιβλίου του «Η κίνηση του εκκρεμούς» (Εκδόσεις Πόλις, 2018): «Η υπόθεση είναι πραγματική και η μεθόδος της αναπαραγωγής της από τον Ράγκο, ο οποίος διερευνά σε βάθος όλα τα ντοκουμέντα της εποχής, παραθέτοντας τα στοιχεία τους με υποδειγματική ακρίβεια, παραπέμπει στη δημοσιογραφική αφήγηση, αν πρόκειται να μιλήσουμε για λογοτεχνία, ή στην αφηγηματική δημοσιογραφία, αν πρόκειται να μιλήσουμε για ερευνητικό ρεπορτάζ, που καθιερώνει ο Τρούμαν Καπότε με το “non-fiction novel” […] και το έργο του Εν Ψυχρώ…».