Μια σειρά από διαχρονικά λαϊκά τραγούδια που αγαπήθηκαν όσο ελάχιστα, έγιναν ανάρπαστα στο ευρύ κοινό και άφησαν ανεξίτηλα το σημάδι τους στο ελληνικό πεντάγραμμο τραγουδήθηκαν από έναν άνθρωπο που βάλθηκε να ζήσει ελεύθερο πουλί.
Ο λόγος για τον Χρηστάκη, κατά κόσμο Χρήστο Σύρπο, ένα από τα πρώτα ονόματα μιας άλλης εποχής που μας χάρισε αξέχαστα κομμάτια όπως τα «Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια», «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί», «Είναι το κρύο τσουχτερό», «Να χαρείς τα μάτια σου καλέ», «Έμαθα πως είσαι μάγκας» κ.ά., τα οποία ακούγονται φυσικά μέχρι και σήμερα.
Ο Χρηστάκης έγραψε ταυτοχρόνως Ιστορία και για τις υποκριτικές του ικανότητες πάνω στην πίστα, την οποία έκανε ό,τι ήθελε, συνηθίζοντας συχνά να τραγουδά ξαπλωμένος ανάσκελα ανάμεσα σε σωρούς από σπασμένα πιάτα. Τέτοιο ήταν το ταμπεραμέντο του!
Κι αν οι περισσότεροι δεν τον πρόλαβαν στα χρόνια της ακμής του, έχουν τα τραγούδια του να συντροφεύουν σεκλέτια και χαρές, ντέρτια και στεναχώριες.
Πρώτα χρόνια
Ο Χρήστος Σύρπος γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη το 1924, αν και για την παιδική του ηλικία δεν είναι και πολλά γνωστά. Η οικογένεια θα βρεθεί κάποια στιγμή στην Ελλάδα και θα εγκατασταθεί στη Δράμα, όπου θα μαθητεύσει ο Χρηστάκης δίπλα σε υδραυλικό και θα γίνει ξεφτέρι στην τέχνη, παλεύοντας καθημερινά με τη φτώχεια και την ανέχεια.
Η ιδιαίτερη χροιά της φωνής του όμως σύντομα θα τον φέρει στο λαϊκό πάλκο, με τον ίδιο να οργώνει την επαρχία ως «δεύτερο» και «τρίτο» όνομα σε λαϊκά στέκια. Αυτοδίδακτος στον μπαγλαμά και την κιθάρα, ο Χρηστάκης συνόδευε τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού πενταγράμμου, τόσο στο πάλκο όσο και τη δισκογραφία, κατά το διάστημα 1950-1967, κάνοντας επιπλέον δεύτερες φωνές στις μεγάλες φίρμες.
Η καθοριστική του στιγμή ήρθε όταν τον άκουσε ο ρεμπέτης Κώστας Καπλάνης, ο οποίος τον ενθάρρυνε και τον βοήθησε να κάνει σόλο καριέρα…
Ο Χρηστάκης πρώτο όνομα
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 όταν ο Γαβαλάς του χάρισε το «Να χαρείς τα μάτια σου καλέ» που έκανε τον Χρηστάκη φίρμα. Το τραγούδι τον έβγαλε από τους δευτεροκλασάτους τραγουδιστές και την αφάνεια, κάνοντάς τον αστέρι μέσα σε μια νύχτα!
Το κομμάτι εκτόξευσε λοιπόν τον Χρηστάκη στη δόξα, τον έβαλε στα μεγάλα αθηναϊκά μαγαζιά ως πρώτο όνομα πια στη ρεκλάμα, με τον ίδιο να ξεπληρώνει την τιμή κάνοντας τα πάντα για να διασκεδάζει ο κόσμος: ερμηνεία μέχρι πρωίας και ακροβατικά σόου τραγουδώντας ξαπλωμένος ανάσκελα!
Επόμενος σταθμός στην καριέρα του η επανεκτέλεση του παλιού ρεμπέτικου «Έμαθα πως είσαι μάγκας», το οποίο με τη χαρακτηριστική φωνή του Χρηστάκη γνωρίζει νέες δόξες!
Οι επιτυχίες πέφτουν πια βροχή και διαδέχονται η μία την άλλη: «Η Γάτα», «Το Πουλί», «Στις ταβέρνες τριγυρνάς» και «Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια» ακούγονται παντού και ενθρονίζουν τον Χρηστάκη στην κορυφή του λαϊκού πενταγράμμου.
Την ίδια στιγμή, ο Χρηστάκης εμφανίζεται σε μια σειρά ταινιών της λεγόμενης χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, με γνωστότερη όλων τον «Τυχεράκια» του 1968 με τον μεγάλο μας κωμικό Κώστα Χατζηχρήστο.
Τελευταία χρόνια
Παρά την εποχή που είχε αφήσει στα ταραγμένα χρόνια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, η Μεταπολίτευση θα έβαζε την καριέρα του στον πάγο, όπως εξάλλου σε τόσους και τόσους λαϊκούς τραγουδιστές της εποχής. Η στροφή στον πολιτικό στίχο και η αλλαγή της μουσικής παράδοσης έριξαν στην αφάνεια μια ολόκληρη γενιά ελλήνων μουσικών, ανάμεσα στους οποίους και ο Χρηστάκης.
Ξεχασμένος πια και στο περιθώριο της μουσικής, ο Χρηστάκης που μεσουρανούσε μέχρι πρόσφατα θα βρεθεί σε «δεύτερα» μαγαζιά της επαρχίας, περνώντας καιρό σε ξενυχτάδικο της Καβάλας. Στην τελευταία του μάλιστα συναυλία στην Αθήνα, στον Λυκαβηττό, η προσέλευση των θεατών ήταν πενιχρότατη.
Στην Καβάλα είναι που θα τον βρει το πρώτο του εγκεφαλικό επεισόδιο, με την υγεία του να παίρνει πια την κάτω βόλτα. Ο μεγάλος μας λαϊκός βάρδος άφησε την τελευταία του πνοή την 1η Ιουνίου 1981 σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, ξεχασμένος πια απ’ όλους: έφυγε από τον κόσμο πάμφτωχος και στην αφάνεια.
Η κηδεία του Χρηστάκη έγινε στην Καβάλα, με τη συνδρομή λιγοστών φίλων και θαυμαστών του, και η σορός του ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της Δράμας. Η αναντίρρητη προσφορά του στη λαϊκή μας μουσική άρχισε να αναγνωρίζεται 10 και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του, με τον ίδιο να είναι πια ένας από τους στυλοβάτες της λαϊκής μουσικής παράδοσης της χώρας μας.
Η δισκογραφία του περιλαμβάνει πλήθος άλμπουμ, όπως τα «Πενιές, καημοί και όνειρα» (1968), «Τα κέφια του Χρηστάκη» (1969), «Χρηστάκης 2» (1969), «Οι Επιτυχίες μου» (1976), «Μάθημα πρώτον» (1976), ενώ πολλοί ακόμα δίσκοι κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του: «Τα λαϊκά του Χρηστάκη» (1985), «Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια» (1994), «Για πάντα» (1995), «Μεγάλες επιτυχίες» (1997), «Ομώνυμο» (1997), «Ξενύχτη με φωνάζουνε» (1998), «Greatest Ηits» (2001) και «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί» (2002).