Μεταξύ 1674-1829, ο πολίτης της Βρετανίας που έβλεπε να εκτυλίσσεται ένα έγκλημα μπροστά στα μάτια του ήταν νομικά υποχρεωμένος να συλλάβει τον δράστη, όπου αυτό ήταν δυνατό.
O αυτόπτης μάρτυς έπρεπε κατόπιν να πάρει μέρος στο κυνήγι του εγκληματία, καθώς αποτελεσματικό αστυνομικό σώμα δεν υπήρχε ούτε καν στο Λονδίνο. Όσο τα εγκλήματα γίνονταν ωστόσο ολοένα και πιο βίαια, ο γενικός πληθυσμός απέφευγε να εμπλακεί στο ανθρωποκυνηγητό και από τις αρχές του 18ου αιώνα στράφηκε σε ιδιωτικούς αστυνομικούς.
Χάρες χορηγούνταν τώρα αβέρτα στους δράστες που κατέδιδαν τους πρώην συνεργούς τους ή υποδείκνυαν εγκληματικές πράξεις και σπείρες. Ακόμα και αμοιβές δίνονταν αν η πληροφορία οδηγούσε στη σύλληψη κατ' εξακολούθηση εγκληματιών, την ίδια ώρα που ο γενικός κανόνας ήταν πως η μισή αξία των κλοπιμαίων προσφέρονταν χαριστικά σε όσους τσάκωναν τους παραβάτες.
Αυτοί οι κυνηγοί κεφαλών, «thief takers» τους έλεγαν στην πατρίδα τους, ήταν όμως συχνότατα κλέφτες και οι ίδιοι. Μέλη ή και εγκέφαλοι εγκληματικών σπειρών, οργάνωναν ληστείες και διαρρήξεις, ξεφορτώνονταν τα κλοπιμαία και φρόντιζαν να επιστρέφουν και μερικά στις Αρχές ώστε να αποδεικνύουν την αξία τους ως κυνηγοί κεφαλών και υπεύθυνοι πολίτες. Ακόμα και μέλη των συμμοριών τους κατέδιδαν, για να βγαίνουν πάντα με το κούτελο καθαρό!
Αυτοί οι τύποι αγνοούσαν ακόμα και τα όρια της δικαιοδοσίας τους αν ήταν να βάλουν στο χέρι κάποια παχυλή αμοιβή για τη σύλληψη ενός διαβόητου φυγά. Όπως μας λένε οι ιστορικοί, μια καλή σύλληψη στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου μπορούσε να αποφέρει στον διώκτη ποσό αντίστοιχο με πέντε χρόνια δουλειάς ενός αθώου μεροκαματιάρη.
Το «τυράκι» ήταν ωστόσο αλλού: κάθε έγκλημα που θα έκανε ο διώκτης κατά το κυνήγι του ληστή, φυγά ή απατεώνα ήταν απόλυτα δικαιολογημένο! Κανείς δεν εκμεταλλεύτηκε πιο δαιμόνια τον θεσμό του «thief taker» από τον Τζόναθαν Γουάιλντ, τον μαέστρο της εξαπάτησης που πλάνεψε μια ολόκληρη πόλη...
Πρώτα χρόνια
Ο Τζόναθαν Γουάιλντ γεννιέται το 1682 (ή 1683) στην αγγλική ύπαιθρο μέσα σε μια πάμφτωχη οικογένεια με πέντε παιδιά. Ο πατέρας του ήταν μαραγκός και η μητέρα του πουλούσε βότανα στην υπαίθρια αγορά. Παράλληλα με το σχολείο, ο μικρός μαθήτευε σε έναν τεχνίτη που έφτιαχνε πόρπες και κουμπιά, αν και προκοπή δεν είχε.
Παντρεύτηκε μικρός και απέκτησε αμέσως έναν γιο, αν και θα τους παρατούσε σύξυλους το 1704 για να κατέβει στο Λονδίνο και να γίνει μπάτλερ ενός αριστοκράτη. Ο ευγενής τον έδιωξε, εκείνος επέστρεψε για λίγο στο χωριό του και το 1708 ξανακατέβηκε στο Λονδίνο αναζητώντας την τύχη του.
Τι έκανε μέχρι το 1710 δεν το ξέρουμε, ξέρουμε πάντως πως εκείνη τη χρονιά θα προσγειωθεί στη φυλακή με συσσωρευμένα χρέη. Εκεί θα γνωρίσει τους επαγγελματίες κακοποιούς και θα γίνει ξεφτέρι στην απατεωνιά, έχοντας δασκάλους τους καλύτερους των καλυτέρων. Ήταν μέσα στη φυλακή που θα δικαιωνόταν η εγκληματική του φύση, καθώς τώρα έβγαζε πολλά!
Έκανε χάρες στους δεσμοφύλακες, έπαιρνε λεφτά για μικροθελήματα και έφτασε μάλιστα και να δανείζει ψιλά στους τροφίμους. Κατάφερε όχι μόνο να ξεχρεώσει τα χρέη του αλλά να βάλει και μερικά στην άκρη. Εκεί γνώρισε επίσης μια ιερόδουλη, τη Μέρι Μίλινερ, με την οποία σύναψε κανονικό δεσμό με το που αποφυλακίστηκε το 1712.
Εκείνη θα τον εισάγει ακόμα βαθύτερα στον λονδρέζικο υπόκοσμο και ο καλός της θα εκμεταλλευτεί αριστουργηματικά τις νέες του επαφές. Όταν μάλιστα εκείνη ψυχαγωγούσε τους πελάτες της στα σκοτεινά δρομάκια, εκείνος τους απάλλασσε από τα περιττά τιμαλφή και μετρητά. Όταν απέκτησαν αρκετά, αγόρασαν έναν οίκο ανοχής που μετατράπηκε σε άντρο ανομίας.
Τώρα λειτουργούσε ως κλεπταποδόχος, αγοράζοντας τη λεία της εκλεκτής του πελατείας και διοχετεύοντάς τη και πάλι στην αγορά. Κάποια στιγμή έστησε ένα γραφείο σε καλή συνοικία της μεγαλούπολης, όπου αναλάμβανε ο ίδιος να ανασύρει τα κλεμμένα αντικείμενα των φιλήσυχων αστών. Κλεμμένα που πιθανότατα είχε βουτήξει η σπείρα που λειτουργούσε πια με την ερωμένη του!
Εννοείται πως όταν τον προσλάμβανε ο πελάτης, ο Γουάιλντ είχε ήδη στην κατοχή του τα κλοπιμαία ή ήξερε ποιος τα είχε κλέψει. Απολάμβανε μάλιστα ιδιαιτέρως να εξαπατά τους πελάτες του, επιστρέφοντάς τους τα κλεμμένα αγαθά με υψηλότατο τίμημα. Κατόπιν έδινε μερικά ψίχουλα στους κλέφτες του και ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
Και όταν κάποιο από τα τσιράκια του πήγαινε να ορθώσει ανάστημα, ο Γουάιλντ τον ξαπέστελνε δεμένο χειροπόδαρα στις λονδρέζικες αρχές, λειτουργώντας ως παραστάτης του νόμου σε χρόνια μάλιστα που η Αγγλία ήταν η μόνη δυτική χώρα χωρίς οργανωμένο αστυνομικό σώμα και δημόσιο κατήγορο...
Η διπλή δράση του Νο 1 κακοποιού
Ο Γουάιλντ έφτασε να θεωρείται κάτι σαν δημόσιος λειτουργός του Λονδίνου, καθώς κάτω από τον μανδύα του νομοταγούς πολίτη βοηθούσε συχνά τις Αρχές καταδίδοντας εγκληματίες καριέρας. Το τέχνασμά του ήταν μάλιστα δαιμόνιο. Έπαιρνε κοντά τους ανθρώπους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, μικροκακοποιούς ή πρώην κατάδικους, τους οποίους χρησιμοποιούσε ως αναλώσιμους για να μην κινεί υπόνοιες.
Όταν κάποιο έγκλημα γινόταν διαβόητο, ο Γουάιλντ ξεφορτωνόταν τους συνεργούς του δίνοντάς τους στις διωκτικές αρχές. Και τους εκβίαζε φυσικά όλους, βουτώντας τους στο έγκλημα. Κι αν κάποιος πήγαινε να τον καταδώσει, ποιον θα πίστευαν οι δικαστές, τον κακοποιό ή τον φιλήσυχο κύριο Γουάιλντ;
Όλες οι έκνομες δραστηριότητές του έμπαιναν μάλιστα κάτω από τη νόμιμη ομπρέλα του γραφείου ερευνών του, αλλά και της φήμης που απολάμβανε στην κοινωνία ως συνειδητοποιημένος πολίτης, πετυχημένος επιχειρηματίας και δημόσιος λειτουργός! Ακόμα και τους δρόμους όργωνε τα βράδια περιπολώντας υποτίθεται τις γειτονιές που καταλήστευαν τα πρωτοπαλίκαρά του. Ο δήμος του έδωσε κάποια στιγμή ένα κοντό ασημένιο ραβδί εν είδει αστυνομικού σήματος.
Εγκέφαλος πλέον όλου του οργανωμένου εγκλήματος του Λονδίνου, χώρισε την πόλη σε εγκληματικές συνοικίες και διόρισε επικεφαλής κάθε γειτονιάς τα μέλη της πολυπληθούς σπείρας του. Έφτιαξε ακόμα και «κινητές συμμορίες» που δραστηριοποιούνταν εκτός πρωτεύουσας, την ίδια ώρα που έφερε την εξειδίκευση και τον καταμερισμό των έργων στα εγκληματικά χρονικά του Λονδίνου.
Άλλοι ειδικεύονταν στις διαρρήξεις, άλλοι σε ενέδρες στον δρόμο, άλλοι προστάτευαν τις πόρνες του, άλλοι λειτουργούσαν ως μπράβοι και άλλοι τέλος μάζευαν τα λεφτά από τους ατέλειωτους εκβιασμούς του Γουάιλντ. Τώρα είχε στα χέρια του μια εγκληματική αυτοκρατορία που θα έκανε τη Μαφία να κρυφτεί στα κρησφύγετά της από ντροπή!
Ο ίδιος ο Γουάιλντ ασχολούνταν προσωπικά με τη ροή της πληροφορίας. Στόχευε προσεκτικά τα θύματά του μαθαίνοντας τις συνήθειές τους. Τους συναντούσε εξάλλου σε κλειστές λέσχες και κοινωνικές εκδηλώσεις, μιας και ήταν άμεμπτος και υπεράνω υποψίας. Ήταν αυτή η καλή φήμη που απολάμβανε κοινωνικά που κρατούσε τη συμμορία του δαμασμένη, καθώς κανείς δεν θα μπορούσε να τα βάλει με τον εγκέφαλο που είχε τις διασυνδέσεις αλλά και το παραδάκι για να εξαγοράζει τις συνειδήσεις.
Το εκτεταμένο ληστρικό του δίκτυο περιλάμβανε ακόμα και αργυροχρυσοχόους, που έλιωναν ή μεταποιούσαν τα κλεμμένα κοσμήματα και τα πολύτιμα τεχνουργήματα. Ένα επίσης εκτεταμένο πλέγμα αποθηκών και κρησφύγετων στήθηκε στο Λονδίνο και τα περίχωρά του για να φιλοξενεί τα τόσα κλοπιμαία. Μέχρι και μικρά ιστιοφόρα είχε στην κατοχή του που φυγάδευαν τη λεία από τα Στενά της Μάγχης στη Γαλλία και από κει σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και έφερναν φυσικά πίσω λαχταριστά αγαθά, όπως μπράντι και δαντέλα, επεκτείνοντας έτσι τις έκνομες δραστηριότητές του και στο λαθρεμπόριο.
Και τότε ήρθε το καλύτερο: το κοινό και οι Αρχές τον αποκαλούσαν πια άτυπα αρχηγό του νόμου σε Μεγάλη Βρετανία και Ιρλανδία! Το έγκλημα είχε εκτοξευτεί στα ύψη στο Λονδίνο μετά το 1680 και κάποιος έπρεπε να κάνει γι' αυτό. Ήταν ο Τζόναθαν Γουάιλντ αυτός, παρά το γεγονός ότι στον ίδιο οφειλόταν ένα καλό μέρος της εγκληματικής δράσης που μάστιζε την πρωτεύουσα.
Το καλό του όνομα αλλά και η ικανότητά του να ξεφορτώνεται τα κλοπιμαία, ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος των λονδρέζων κακοποιών, του έδωσε ουσιαστικά το μονοπώλιο στον υπόκοσμο της μεγαλούπολης. Όταν ο μεγάλος ανταγωνιστής του, επίσης κυνηγών κεφαλών και κακοποιός, θέλησε να τον καταδώσει, είδε εμβρόντητος την πολιτεία και την κοινωνία να στρέφονται εναντίον του. Ο Γουάιλντ δεν έκανε καν κάτι για να τον βγάλει από τη μέση!
Δημοσίως ήταν άλλωστε ένα ηρωικό πρόσωπο, ο μόνος πολίτης που όρθωνε το ανάστημά του στους κακοποιούς και επέστρεφε αντικείμενα μεγάλης οικονομικής ή συναισθηματικής αξίας. Με τις καταθέσεις του και μόνο, έστειλε περισσότερους από 60 παρανόμους στην κρεμάλα και όλοι το γνώριζαν αυτό. Μέχρι το 1720 ήταν τόσο δημοφιλής και σεβαστός ως τιμωρός του εγκλήματος που οι δημοτικές αρχές του Λονδίνου τον συμβουλεύονταν πια για το πώς να ελέγξουν το πρωτόγνωρο κύμα βίας και παρανομίας!
Οι μάχες του άλλωστε με τους κλέφτες έφτιαχναν καταπληκτικές ειδήσεις και οι φυλλάδες τον αγαπούσαν ιδιαιτέρως, συμβάλλοντας στο ηρωικό του χαρακτήρα του. Από τον Ιούλιο ως τον Αύγουστο μάλιστα του 1724 ο βρετανικός Τύπος δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ασχολείται μαζί του και το νέο του κατόρθωμα: τη σύλληψη 21 μελών μιας αντίπαλης σπείρας κακοποιών που ήθελε να βάλει πόδι στο τσιφλίκι του, το Λονδίνο! Κι ενώ ήταν στην ουσία πόλεμος συμμοριών και ξεκαθάρισμα λογαριασμών, για την κοινή γνώμη ο Γουάιλντ ήταν ο ασίγαστος υπερασπιστής της ζωής και της ασφάλειάς τους...
Πτώση και τέλος
Ήταν στα τέλη Απριλίου του 1724 όταν ο Γουάιλντ έκανε έναν ακόμα άθλο, συλλαμβάνοντας τον Νο 1 διαρρήκτη του Λονδίνου, τον περιβόητο Τζακ Σέπαρντ. Παλιό υπάλληλο του Γουάιλντ φυσικά, που αυτονομήθηκε ωστόσο κάποια στιγμή και τράβηξε τον δικό του δρόμο. Παρά το γεγονός ότι ήταν κακοποιός, ο Σέπαρντ ήταν κάτι σαν λαϊκός ήρωας και η σύλληψή του έκανε τον παντοδύναμο Γουάιλντ να μοιάζει τώρα κακός!
Ο Τύπος του γύρισε την πλάτη, καθώς ο Γουάιλντ κυνήγησε λυσσαλέα τον Σέπαρντ περνώντας συχνά το φάσμα της νομιμότητας. Ο κόσμος τον σιχαινόταν τώρα, τόσο απλά. Ο ίδιος, εξοργισμένος από όλα αυτά, κάνει το μοιραίο λάθος: βγάζει διά της βίας έναν συνεργό του από τη φυλακή και οι διωκτικές αρχές αρχίζουν να τον υποπτεύονται. Στις 15 Φεβρουαρίου 1725 τον συλλαμβάνουν ως συνεργό στην απόδραση και βλέπει το οικοδόμημά του να γκρεμίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη.
Με την εικόνα του κηλιδωμένη και χωρίς την υποστήριξη της κοινής γνώμης, ο εγκέφαλος βρέθηκε μόνος, χωρίς συμμάχους. Ακόμα χειρότερα, οι συνεργοί του, φοβούμενοι τα χειρότερα, κατέθεταν πια κατά κοπάδια εναντίον του. Ακόμα κι έτσι όμως δεν ήταν εύκολο να κατηγορηθεί για κάτι από όλα που του καταμαρτυρούσαν, μιας και ήταν πάντα ιδιαιτέρως προσεκτικός στις συναλλαγές και τις δοσοληψίες με τα κλοπιμαία.
Οι Αρχές αναγκάστηκαν να περάσουν την «Πράξη Τζόναθαν Γουάιλντ» για να τον βάλουν στο χέρι, κατηγορώντας τον πια ως μεσάζοντα. Τον ανάγκασαν να κλείσει το γραφείο του, αν και τώρα έβγαινε προς υπεράσπισή του όλη η εκλεκτή πελατεία του, αριστοκράτες και πλούσιοι αστοί δηλαδή, τους οποίους είχε «βοηθήσει» με τα κλεμμένα πράγματά τους.
Όλοι μα όλοι αναγνώριζαν πάντως πως οι δρόμοι ήταν ασφαλέστεροι τώρα που ο Γουάιλντ ήταν στο κρατητήριο. Ο ίδιος έκανε άλλο ένα μοιραίο λάθος, όταν έστειλε από τη φυλακή τους μπράβους του να βγάλουν από τη μέση έναν καπετάνιο λαθρεμπορικού του που τον είχε προδώσει. Το νομοθετικό διάταγμα και μόνο που έφερε εξάλλου το όνομά του ήταν αρκετό για να αποκαλύψει την πρόθεση της κυβέρνησης να τον μαντρώσει.
Τον βρήκαν ένοχο και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Εκείνος αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει το βράδυ πριν από τον απαγχονισμό του πίνοντας λάβδανο. Όταν τον πήγαν την επομένη στην κρεμάλα, ήταν ακόμα σε παραλήρημα λόγω του τόσου οπίου και αλκοόλ που είχε καταναλώσει! Στον δρόμο για την αγχόνη στις 24 Μαΐου 1725, τον περίμενε ο μαινόμενος όχλος που του πετούσε από περιττώματα μέχρι και νεκρά ποντίκια.
Ήταν η μαζικότερη, σε προσέλευση κόσμου, δημόσια εκτέλεση που έβλεπε ποτέ το Λονδίνο, αν και το φιλοθεάμον κοινό δεν άκουσε τον στερνό λόγο του Γουάιλντ, που παραήταν μαστουρωμένος για να αρθρώσει λέξη. Τον κρέμασαν και τον κατακρεούργησαν μετά, ώστε το σώμα του να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εκπαιδευτική ανατομία στην Ιατρική Σχολή!
Τον παράχωσαν στο κοιμητήριο, αν και λίγες μέρες αργότερα η σορός του είχε κάνει φτερά. Το μόνο που βρήκαν ήταν το άδειο φέρετρό του. Αργότερα ανακαλύφθηκε ένα τριχωτό πτώμα και πολλοί υπέθεσαν πως ανήκε στον Γουάιλντ. Ο σκελετός του φυλάσσεται σήμερα σε μουσείο του λονδρέζικου City...