Το σοβιετικό Σύνταγμα Νυχτερινών Βομβαρδισμών 588 έχει μείνει στην ιστορία για την ηρωική δράση του και τις επιτυχίες του. Και όλα αυτά με πιλότους μόνο γυναίκες σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο. Η σοβιετική πολεμική μηχανή ήταν καλορυθμισμένη και αξιοποιούσε στο έπακρο το γυναικείο στοιχείο.
Η Λαρίσα Γερεμένκοβα σηκώθηκε από την τραπεζαρία, μπήκε στον άδειο κοιτώνα της, έβγαλε το παλτό της και ξεκούμπωσε το χακί φόρεμα που φορούσαν οι γυναίκες του Κόκκινου Στρατού. Έτος 1943.
Με αργές κινήσεις φόρεσε τη στολή πιλότου και από πάνω έβαλε ένα βαρύ γούνινο καφέ σκούρο μπουφάν. Κάθισε στην άκρη του μεταλλικού κρεβατιού εκστρατείας και με ευκολία έβαλε τις μπότες της. Σε λίγη ώρα θα ήταν έτοιμη για μια ακόμη νυχτερινή επιδρομή. Θα σκορπούσε τον θάνατο από ψηλά και οι ναζί δεν θα καταλάβαιναν τι τους είχε χτυπήσει.
Ένιωθε απίστευτη οργή να καίει τα σωθικά της. Είχε βιώσει πριν από λίγους μήνες την απώλεια. Ή καλύτερα τις απώλειες. Στο χωριό της, λίγο έξω από το Λβοφ, είδε με τα μάτια της το κτήνος να παίρνει σάρκα και οστά. Μια μονάδα Teilkommandos από τα φονικά Einsatzgruppen, τα τάγματα θανάτου των ναζί, περικύκλωσαν τα σπίτια. Έσυραν με το ζόρι έξω άνδρες και γυναίκες. Έβαλαν φωτιά παντού, ακόμη και στους στάβλους. Σαν σε όνειρο, είδε να σπρώχνουν με βία τον πατέρα της για να γονατίσει. Το παντελόνι του ήταν γεμάτο χώματα από το χωράφι, απ’ που τον είχαν φέρει άρον-άρον. Δίπλα του ο επτάχρονος Γιούρι, ο αδελφούλης της που λάτρευε, και παραπέρα ο Βάνιας, ο άνδρας που ήταν ερωτευμένη.
Ο επικεφαλής κάτι είπε στα γερμανικά. Η Λαρίσα άκουσε μόνο ένα πιστόλι να οπλίζει και ύστερα είδε τον Γερμανό να κλοτσάει τον πατέρα της που είχε σωριαστεί στο έδαφος, με μια μαύρη λίμνη αχνιστού αίματος να βγαίνει από το διαλυμένο του κρανίο και να ποτίζει το σκληρό χώμα. Ο ίδιος Γερμανός την κοίταξε στα μάτια και όπλισε πάλι. Χαμογέλασε σαδιστικά και κόλλησε το Luger του στη βάση του κρανίου του Γιούρι. Τα μάτια της Λαρίσα δεν τρεμόπαιξαν στον πυροβολισμό. Δεν ανοιγόκλεισαν ούτε όταν το ζεστό αίμα του επτάχρονου αδελφού της την πιτσίλισε.
Η Λαρίσα ήταν τότε 17 χρόνων. Είδε τους Γερμανούς να δολοφονούν την οικογένειά της και στη συνέχεια ένας-ένας τη βίασαν μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της. Κάποια στιγμή άκουσε μια φωνή να λέει: «Άφησέ τη, Γιόχαν, όσο όμορφη κι αν είναι, έχει πεθάνει πλέον η βρόμα...».
Δεν είχε πεθάνει…
Τις επόμενες ημέρες ζούσε σαν το αγρίμι. Έτρωγε ρίζες που έσκαβε να βρει στο χώμα. Τα ρούχα της ήταν σκισμένα, και τα αίματα στο κορμί της είχαν γίνει λάσπη και βρωμιά. Προχωρούσε τα παγωμένα βράδια ανάμεσα στα δάση και την ημέρα κρυβόταν. Μέχρι που κατάφερε να περάσει στις γραμμές των συμπατριωτών της.
Στο νοσοκομείο στην πόλη Sverdlovsk, πίσω από το μέτωπο, ο σωματικός πόνος και οι πληγές άρχισαν σύντομα να επουλώνονται. Η ψυχή της όμως δεν είχε γιατρειά. Μόλις κατάφερε να σταθεί στα πόδια της πήγε στα γραφεία του κόμματος και ζήτησε επιτακτικά να πολεμήσει.
«Έχουμε ανάγκη από νοσοκόμες στο μέτωπο» της είπε ο κομισάριος. Η Λαρίσα του απάντησε κοφτά πως κάτι τέτοιο δεν την ενδιαφέρει. «Θα σε έστελνα στην πόλη του μεγάλου ηγέτη μας, που έχει περικυκλωθεί, εάν ήξερες να χειρίζεσαι όπλο από απόσταση» της αντιπρότεινε. «Δεν με ενδιαφέρει να σκοτώνω έναν-έναν Γερμανό κρυμμένη. Θέλω να τους κάνω να πληρώσουν μαζικά» του ανταπάντησε. «Έχεις ακούσει για τις Αδελφούλες;» τη ρώτησε σοβαρά ο κομισάριος πίσω από το γραφείο του...
Κρεμλίνο, 1938
Η Μαρίνα Ρασκόβα περίμενε υπομονετικά έξω από την τεράστια δρύινη πόρτα. Δυο βλοσυροί πανύψηλοι φαντάροι στέκονταν ακίνητοι μπροστά της. Η Μαρίνα ήταν «ηρωίδα της Σοβιετικής Ένωσης». Ενάντια σε κάθε λογική, είχε καταφέρει το ακατόρθωτο. Με ένα δικινητήριο αεροσκάφος Ant-37, ονόματι «Rodina», είχε καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ συνεχούς πτήσης. Είχε πετάξει για 6.000 χλμ., από τη Μόσχα στο Kομσολμόσκ της μακρινής Aνατολής, μέσα σε 26 ώρες και 29 λεπτά. Τώρα περίμενε να τη δεχτεί ο ίδιος ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν.
«Έχεις μόνο τρία λεπτά, συντρόφισσα Ρασκόβα» της εξήγησε ο Νικήτα Χρουστσώφ καθώς την οδηγούσε στο γραφείο του ηγέτη της αχανούς ΕΣΣΔ. Σε εκείνα τα τρία λεπτά η Μαρίνα κατάφερε να πείσει τον Στάλιν για την αναγκαιότητα ύπαρξης γυναικών σε θέση μάχιμων πιλότων στην πολεμική αεροπορία της Σοβιετικής Ένωσης.
Όταν, ύστερα από μήνες, οι ναζί εισέβαλαν στη Σοβιετία πιάνοντας απροετοίμαστο τον Κόκκινο Στρατό και την αεροπορία, ο Στάλιν θα έδινε εντολή, με τη διαταγή 0099, να δημιουργηθεί η περίφημη «Aεροπορική Mονάδα 122», με βάση την πόλη Ένγκελς του ποταμού Bόλγα, βόρεια του Στάλινγκραντ, στην επαρχία Σάρατοβ. Λίγο αργότερα θα άλλαζε ονομασία. Θα λεγόταν «46ο Σύνταγμα Εθνοφρουράς». Αποτελούνταν από τρία σμήνη. Τρία γυναικεία αεροπορικά σμήνη: το 586 Σύνταγμα Καταδίωξης, το 587 Σύνταγμα Βομβαρδισμού και το τρομερό 588 Σύνταγμα Νυχτερινού Βομβαρδισμού, τις «Μάγισσες της νύχτας».
Βάση 588ου Συντάγματος Νυχτερινού Βομβαριδισμού
«Όπως βλέπεις, συντρόφισσα Γερεμένκοβα, δεν έχουμε στολές. Φοράμε ανδρικά ρούχα και όλες έχουμε τα μαλλιά μας κομμένα ανδρικά, σχεδόν γουλί». Η Λαρίσα σε στάση προσοχής παρακολουθούσε τη θρυλική Μαρίνα Ρασκόβα να της μιλά. «Διάβασα τον φάκελό σου. Έχασες τους δικούς σου στο Λβοφ και οι Γερμανοί σε βίασαν ομαδικά. Κατάφερες να σωθείς. Είσαι διατεθειμένη να εκδικηθείς; Να πεθάνεις εάν χρειαστεί;». Η Λαρίσα βουρκωμένη απάντησε μονολεκτικά: «Είμαι».
«Εγώ προσωπικά επιλέγω τις γυναίκες που στελεχώνουν το σμήνος. Το σμήνος μου. Τις αδελφούλες. Δεν υπάρχει κανένας μα κανένας άνδρας. Άλλωστε όλες μας χάσαμε κάποιον αγαπημένο μας για αυτό είμαστε εδώ. Θα σταλείς στις εγκαταστάσεις της Aκαδημίας Zουκόβσκι για εκπαίδευση. Εάν δεν μου κάνεις για πιλότος θα παραμείνεις εδώ. Υπάρχει τεράστια ανάγκη και για μηχανικούς, τεχνικούς, πλοηγούς, ειδικούς ανεφοδιασμού. Όλες γυναίκες. Εγώ αποφασίζω ποια θα πετάει και ποια όχι. Τελειώσαμε»
Το 588ο Σύνταγμα Νυχτερινών Βομβαρδισμών έμεινε γνωστό στην παγκόσμια Ιστορία με το παρατσούκλι «Μάγισσες της νύχτας». Ήταν στελεχωμένο αποκλειστικά από γυναίκες, ηλικίας 17 - 24 ετών. Όλες, και οι 115 που το αποτελούσαν, είχαν χάσει κάποιον δικό τους από τους ναζί. Όλες διψούσαν για εκδίκηση. Οι γυναίκες πετούσαν μόνο τη νύχτα με παλιά ξύλινα ψεκαστικά διπλάνα Polikarpov P02 (τα Kukuruznik), δίχως όργανα, δίχως ασύρματο και με το κόκπιτ ανοιχτό και απροστάτευτο από σφαίρες και από κρύο. Η ταχύτητα του αεροπλάνου ήταν μόλις 120 χλμ./ώρα και το μέγιστο ύψος 3.000 μέτρα. Το μοναδικό θετικό στα P02 ήταν πως μπορούσαν να κάνουν εύκολα ελιγμούς.
Οι «Μάγισσες της νύχτας» για τους τρομαγμένους Γερμανούς ή «Αδελφούλες» για τους υπερήφανους Σοβιετικούς πραγματοποίησαν περισσότερες από 30.000 αποστολές και έριξαν 23.000 τόνους βόμβες στις γραμμές των ναζί εισβολέων. Σε όποιον κατάφερνε να καταρρίψει μια από αυτές απονεμόταν ο «Σιδηρούς Σταυρός».
Τις πρώτες νύχτες πτήσης των «Μαγισσών» τα αποτελέσματα έκαναν τον ίδιο τον Ζούκοβ να τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση: Σε λίγες ώρες κατέστρεψαν 17 μεγάλες γέφυρες, 9 τρένα, 26 αποθήκες πυρομαχικών και καυσίμων, 176 φορτηγά και 86 θέσεις πολυβολείων των Γερμανών. Ο θάνατος χτυπούσε τους Γερμανούς μέσα στη νύχτα, από ψηλά και αθόρυβα.
Οι «Μάγισσες» εντόπιζαν τον στόχο τους μέσα στο σκοτάδι. Έσβηναν τη μηχανή του διπλάνου και άφηναν τον αέρα και την επιδεξιότητά τους να κάνουν την υπόλοιπη δουλειά. Αθόρυβα κατέβαιναν χαμηλά και άφηναν τις βόμβες με τα ίδια τους τα χέρια αφού το P02 δεν ήταν βομβαρδιστικό. Τις βόμβες τις στοίβαζαν μέσα στο κόκπιτ και ανάμεσα στα πόδια τους. Όλες οι βόμβες είχαν παραλήπτη γραμμένο επάνω τους και αυτός ήταν οι Γερμανοί. Είχαν επίσης γραμμένο και το πρόσωπο για χάρη του οποίου τις έριχναν: «Για την Άννα», «Για τον Βάσια», «Για τον Ιγκόρ», «Για τον πατέρα μου», «Για τη μητέρα μου, τον σύντροφό μου, τον αδελφό μου, τον σύζυγό μου»
Γερμανικός καταυλισμός Νο 12, περίχωρα Στάλινγκραντ
Ο schütze Έρικ Μπρόνχερτς μόλις είχε πάρει μετάθεση στο Ανατολικό Μέτωπο. Κατευθείαν είχε ενταχθεί στην 6η Στρατιά και από ’κεί προωθήθηκε λίγα χιλιόμετρα έξω από το Στάλινγκραντ.
«Στραβάδι, σε λίγο θα κάνεις την πρώτη σου σκοπιά, να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά» είπε με την μπάσα φωνή του ο gefreiter Χανς Μπρέμεν. «Ανοιχτά και να κοιτάς όχι μόνο χαμηλά, αλλά και ψηλά στον ουρανό. Οι “Μάγισσες” δεν αστειεύονται».
Ο Έρικ σε λίγες ημέρες θα έκλεινε τα 19 του. Από μικρός ήθελε να γίνει στρατιώτης. Φανταζόταν λαμπρές ημέρες δόξας με εκείνον αξιωματικό να οδηγεί τα στρατεύματα του Ράιχ σε νίκες. Η ζωή δεν του τα έφερε όπως ήθελε. Τελικά πήγε εθελοντής στον στρατό. Μισούσε δυο πράγματα στη ζωή του. Τους αδύναμους και τους κομμουνιστές. Στους αδύναμους συμπεριλάμβανε και τους Εβραίους, στους κομμουνιστές όσους δεν ήταν Εθνικοσοσιαλιστές.
Η Λαρίσα έκανε νόημα στη μηχανικό της να βάλει μπροστά τον έλικα του P02, είχε ανοιχτό το τσοκ και περίμενε. Κουβαλούσε τις βόμβες ανάμεσα στα πόδια της. Σε μια από αυτές είχε γράψει: «Για τον Γιούρι μου». Το ξύλινο διπλάνο πήρε μπροστά, τροχοδρόμησε και με μια κίνηση απογειώθηκε και χάθηκε στον μαύρο παγωμένο ουρανό. Πίσω του ακολουθούσαν και άλλα σκάφη.
Μέσα στο σκοτάδι και από ψηλά, ο γερμανικός καταυλισμός ξεχώριζε εύκολα.
Η Λαρίσα ένιωσε ένα παγωμένο ρεύμα αέρα να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της. Το πάθαινε πάντα αυτό πριν σβήσει τη μηχανή κατά τη διάρκεια της αποστολής. Με τη βοήθεια του χαμηλού φωτισμού στο κόκπιτ της, έλεγξε για τελευταία φορά τα όργανα. Όλα ήταν εντάξει.. Έσβησε τα φώτα του πιλοτηρίου, και με το αριστερό της χέρι άγγιξε τον μοχλό της μηχανής και τον έφερε στο μηδέν. Τώρα πετούσε μόνο με τα μάτια της στο στόχο, και μόνο με τη βοήθεια του αέρα.
Τα μάγουλα της είχα μουδιάσει, το ίδιο και τα χείλη της, ενώ από τη μύτη της, λόγω του ψύχους, έτρεχαν μικρές σταγόνες πάγου. Διέγραψε μια μεγάλη αριστερή στροφή στον αέρα και είδε με την άκρη του ματιού της και τα υπόλοιπα P02 να κάνουν το ίδιο. Πίεσε τον μοχλό και το διπλάνο χαμήλωσε και με ταχύτητα 90 χιλιομέτρων σε ύψος καμινάδας προσέγγιζε τον στόχο. Η Λαρίσα χάιδεψε την πρώτη βόμβα και τη σήκωσε με τα δυο της χέρια.
Στον καταυλισμό ο Έρικ Μπρόνχερτς πατούσε με την αρβύλα του και έσβηνε το τσιγάρο του. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και άφησε αργά τον καπνό να βγει από τα πνευμόνια του. Η σκοπιά του δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον. Σε λίγη ώρα θα τον άλλαζαν, θα προλάβαινε μάλιστα και να ξεκουραστεί για την επόμενη μεγάλη μέρα.
Και τότε ένας ήχος του πάγωσε το αίμα. Δεν ήταν θόρυβος μηχανής, ήταν ένας ήχος που έμοιαζε σαν κάποιος να κουνάει με ορμή ένα σκουπόξυλο. Κοίταξε ψηλά, δεξιά και αριστερά να εντοπίσει κάποιο ίχνος στον ουρανό. Μάταια. Με την άκρη του ματιού του είδε, δεν άκουσε, μια σκιά, ψηλά να τον προσπερνά με ταχύτητα και σχεδόν αμέσως μια έκρηξη τον πέταξε στο χώμα. Ένιωσε το δέρμα του ζεστό μέσα από το παντελόνι του, ανάμεσα στον καβάλο.
Σαν ένα αόρατο τεράστιο χέρι να είχε πιάσει τα παραπήγματα, εκεί που κοιμόντουσαν οι άλλοι φαντάροι, να τα είχε σηκώσει ψηλά και να τα κοπανούσε με ορμή στο έδαφος. Και ύστερα κι άλλες σκιές περνούσαν ξυστά πάνω από το κεφάλι του και άφηναν βόμβες. Βόμβες που έπεφταν με χειρουργική ακρίβεια και σκορπούσαν τον θάνατο, γέμιζαν τον αέρα με φωτιά, με χώμα και με την απαίσια μυρωδιά της καμένης σάρκας.
Ουρλιαχτά γέμισαν το στρατόπεδο. Η αποθήκη πυρομαχικών είχε λαμπαδιάσει, το ίδιο και οι κοιτώνες των αξιωματικών και το αμπρί του διοικητή. Πανικόβλητοι Γερμανοί, που είχαν ξυπνήσει βίαια και δεν είχαν προλάβει να ντυθούν, σχεδόν γυμνοί έτρεχαν μέσα στο κρύο πέρα - δώθε και πυροβολούσαν σε κάθε κατεύθυνση. Κανείς δεν γνώριζε τι συνέβαινε.
Στον αέρα η Λαρίσα έκανε άλλη μια στροφή για να αφήσει και την τελευταία της βόμβα. Ήταν το δώρο για τον αδελφό της, με το όνομά του επάνω. Πίσω της και οι υπόλοιπες «Μάγισσες» ετοιμάζονταν για τον τελευταίο γύρο και μετά θα έβαζαν μπρος τις μηχανές και θα χάνονταν στον ουρανό.
Ο Έρικ σύρθηκε μέχρι τη βάση ενός πολυβόλου. Γύρω του, ανάμεσα στα σακιά από άμμο τρία κορμιά είχαν πάρει μια αφύσικη στάση και έξι άψυχα μάτια τον κοίταζαν. Δεν είχαν προλάβει να ρίξουν καν. Το MG 42 ήταν οπλισμένο και η ταινία με τις σφαίρες στη θέση της. Ο Έρικ δίχως να σημαδέψει πάτησε τη σκανδάλη και τα τροχιοδεικτικά έσκισαν τον σκοτεινό ουρανό.
«Πάλι ο θόρυβος από το σκουπόξυλο. Μα πού είναι;» πρόλαβε να σκεφτεί όταν είδε να τον πλησιάζει από ψηλά ένα ασημόχρωμο αντικείμενο σαν κύλινδρος που διέγραφε κύκλους γύρω από τον εαυτό του, όπως ακριβώς διαγράφει ένα ξύλο που το πετάει κάποιος από τη μια άκρη του.
Το αντικείμενο σφηνώθηκε στο χώμα ακριβώς δίπλα του. Έγραφε κάτι σε κυριλλική γραφή που δεν κατάλαβε. Ξεχώρισε μόνο το όνομα «Γιούρι». Ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε στη ζωή του ο schütze Έρικ Μπρόνχερτς. Ένα κοφτό σφύριγμα σαν από χύτρα και το κορμί του διαμελίστηκε στο παγωμένο χώμα, λίγο έξω από το Στάλινγκραντ...
Η Λαρίσα Γερεμένκοβα δεν επέστρεψε ποτέ στη βάση της. Μάταια την περίμεναν οι συντρόφισσές της. Το ξύλινο P02 βρέθηκε διάτρητο από τις σφαίρες ενός MG 42. Το ίδιο και το παγωμένο κορμί της. Οι σύντροφοί της που την βρήκαν, είπαν πως στο πρόσωπό της αχνοφαινόταν ένα χαμόγελο.
Η Mαρίνα Pάσκοβα πέθανε μέσα στο πιλοτήριο του φλεγόμενου αεροσκάφους της τον Γενάρη του 1943. Είναι ενταφιασμένη με τιμές ηρωίδας της ΕΣΣΔ στο Tείχος του Kρεμλίνου. Άλλες οκτώ γυναίκες, «Μάγισσες της νύχτας», έλαβαν την ανώτατη αυτή τιμητική διάκριση.
Οι «Μάγισσες της νύχτας» επιχειρούσαν κατά των ναζί μέχρι το 1945. Κάθε χρόνο στις 2 Μαΐου, ημέρα πτώσης του Βερολίνου, οι «Μάγισσες» συγκεντρώνονταν στη Μόσχα, έξω από το θέατρο Μπολσόι, και αναπολούσαν τα κατορθώματά τους, αλλά και τις νεκρές συντρόφισσές τους. Η τελευταία «Μάγισσα της νύχτας», η Ναντέζντα Πόποβα, απεβίωσε στις 8 Ιουλίου 2013 σε ηλικία 91 ετών. Είχε λάβει μέρος σε 852 αποστολές. Λίγο πριν πεθάνει, είχε δηλώσει σε συνέντευξή της: «Κάποιες φορές κλείνω τα μάτια μου και κοιτάω στο σκοτάδι και ακόμη μπορώ να με φανταστώ στο μικρό μου αεροπλάνο. Αμέσως μετά όμως αναρωτιέμαι: “Πώς το ’κανες αυτό, Νάντια;”».