Ένα «κακό πνεύμα», κάποια γοργόνα ίσως, έστελνε στο βυθό τα πλοία των Ιαπώνων ναυτικών, που ξανοίγονταν στις νότιες θάλασσες για ψάρεμα ή εμπόριο με την Αυστραλία.
Αυτό τουλάχιστον πίστευαν τη δεκαετία του 1950 οι προληπτικοί Ιάπωνες, που δεν ξεκινούσαν, όπως άλλοτε, με χαρά για ν’ ανοιχτούν στους ωκεανούς.
Η πρόληψη αυτή διαδόθηκε μετά την μυστηριώδη απώλεια εννέα ιαπωνικών πλοίων, που εξαφανίστηκαν χωρίς ν’ αφήσουν πίσω τους κανένα ίχνος. Αλλά, ριζώθηκε ακλόνητα στους προληπτικούς ναυτικούς μετά την απώλεια του «Σινίγιο Μαρού», ενός σκάφους 144 τόννων της Ακτοφυλακής.
Το «Σινίγιο Μαρού» έφυγε για να επιβλέψει τα ιαπωνικά αλιευτικά, που θα έριχναν τα δίχτυα τους κοντά στις ακτές της Αυστραλίας, το 1955. Αν και Ιανουάριος, ο καιρός ήταν καλός και ο Ειρηνικός έμοιαζε με ήρεμη λίμνη. Κι όμως, το «Σινίγιο Μαρού», με τους 14 άνδρες του πληρώματός του, εξαφανίστηκε αύτανδρο χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος και χωρίς να εκπέμψει κανένα σήμα κινδύνου με τον ασύρματο.
Η απώλεια του περιπολικού σκάφους της Ιαπωνικής Ακτοφυλακής έφερε στη σκέψη των ναυτικών την απώλεια και των άλλων εννέα πλοίων, που χάθηκαν μυστηριωδώς στις ίδιες θάλασσες και στοίχισαν τη ζωή 215 ανδρών. Οκτώ από αυτά χάθηκαν τελείως ανεξήγητα, μέσα σε απόλυτη νηνεμία, χωρίς να βρεθούν ούτε τα συντρίμμια, ούτε τα πτώματα των ανδρών των πληρωμάτων. Μόνο για ένα από αυτά, το «Καΐγιο Μαρού 5», δόθηκε μία εξήγηση. Όπως ανακοίνωσαν οι αρχές, ανατινάχτηκε από μία υποβρύχια έκρηξη.
Το μυστήριο αρχίζει από τον Απρίλιο του 1949, όταν το αλιευτικό «Κουρόσιο Μαρού 1» με πλήρωμα 23 ανδρών απέπλευσε από το λιμάνι Ταταγιάμα για τα νησιά Μάρκους, που είναι πλουσιότατα σε αλίευμα. Επί ημέρες διατηρούσε κανονική επαφή με τους παράκτιους σταθμούς, όταν αιφνιδίως ο ασύρματός του εσίγησε και κανείς πια δεν άκουσε για το «Κουρόσιο Μαρού».
Σε χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο εβδομάδων, το αλιευτικό «Κουρόσιο Μαρού 2», ίδιου τύπου με το πρώτο, εξαφανίστηκε κι αυτό. Είχε αποπλεύσει με καλό καιρό από το λιμάνι του Μισάκι, αλλά από την επόμενη κιόλας έπαυσε να δίνει σημεία ζωής.
Τα τρία επόμενα χρόνια, το «κακό πνεύμα», ο φοβερός δράκος της θάλασσας, ησύχασε. Αλλά, την 8η Ιουνίου του 1952 άρπαξε το τρίτο του θύμα, το αλιευτικό «Σοφούκου Μαρού», με 29 άνδρες πλήρωμα. Λίγο πριν εξαφανιστεί, έστειλε σήμα από ένα νησί 200 μίλια νοτίως του Τόκιο, ότι αντιμετώπιζε προβλήματα, χωρίς όμως να διευκρινίζει το είδος των προβλημάτων. Τα αίτια εξαφάνισης του «Σοφούκου Μαρού» δεν έγιναν ποτέ γνωστά.
Το σκάφος της ιαπωνικής Ακτοφυλακής «Καΐγιο Μαρού 5» ήταν το τέταρτο πλοίο, που εξαφανίστηκε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1952, από μία υποβρύχια έκρηξη κοντά στον ύφαλο Μιγιοζίν, ένα υποβρύχιο ηφαίστειο 300 μίλια νοτίως του Τόκιο. Ήταν το μόνο σκάφος, που βρέθηκαν συντρίμμια του και μερικά σωσίβια.
Στις 6 Ιανουαρίου του 1953, το «Σινεσί Μαρού», ένα αλιευτικό 62 τόννων με 17 άνδρες πλήρωμα, έπαυσε να δίνει σημεία ζωής, ενώ ψάρευε στ’ ανοιχτά της Νήσου Σμιθ. Δεν βρέθηκαν ούτε συντρίμμια, ούτε και κανένα άλλο ίχνος, όπως συνέβη και με το έκτο θύμα του «δράκου», που χάθηκε ύστερα από λίγες ημέρες, με πλήρωμα 22 ανδρών στ’ ανοιχτά της Ιβοζίμα.
Tο 1953, ο «δράκος» όρμησε στο «Κουρόσιο Μαρού 3», αφού προηγουμένως είχε εξαφανίσει τα «Κουρόσιο Μαρού» 1 και 2. Το μικρό αλιευτικό είχε ρίξει τα δίχτυα του στ’ ανοιχτά των νήσων Μπονίν όταν εξαφανίστηκε, αλλά, αυτή τη φορά, ο «δράκος» άφησε μερικά σωσίβια και δυο-τρεις σανίδες στον τόπο της τραγωδίας.
Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1953, το όγδοο θύμα ικανοποίησε την καταστρεπτική μανία του «δράκοντα». Το «Φούγιου Μαρού», 189 τόννων, με πλήρωμα 26 ανδρών, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς κοντά στο νησί Μιγιάκε, 100 μίλια νοτίως του Τόκιο. Το ένατο θύμα του ο «δράκος» το αναζήτησε στη θάλασσα Μικουρασίμα, όπου ψάρευε το «Κοφούκου Μαρού», με πλήρωμα 25 ανδρών. Εξαφανίστηκε στις 20 Οκτωβρίου, της ίδιας χρονιάς, εντελώς ανεξήγητα.
Οι Αρχές προσπάθησαν να εξηγήσουν τις… ανεξήγητες εξαφανίσεις. Μία θεωρία ήταν ότι οφείλονταν σε εκρήξεις του υποβρύχιου ηφαιστείου Μιγιοζίν. Αλλά, το ίδιο το ηφαίστειο ήταν μόνο του ένα μυστήριο. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1952, ξεπήδησε μέσα από την θάλασσα, μέσα σε ατμούς και εκρήξεις. Επί πέντε ημέρες έδειξε ότι θα έμενε ένας ηφαιστειογενής ύφαλος, αλλά αιφνιδίως εξαφανίστηκε με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκε, ενώ από την θάλασσα ξεπηδούσαν πίδακες ζεστού νερού. Μία άλλη εξήγηση ήταν ότι τα σκάφη ήταν παλαιά και οι ναυτικοί… του γλυκού νερού.
Και οι δύο όμως εξηγήσεις είχαν τα τρωτά τους σημεία. Οκτώ από τα εννέα σκάφη εξαφανίστηκαν μακριά από το υποβρύχιο ηφαίστειο, στην ίδια περιοχή. Τα χαμένα σκάφη ταξίδευαν με τους ίδιους ναυτικούς επί χρόνια κι όμως, δεν είχε συμβεί τίποτε παρόμοιο. Κι ύστερα, γιατί να μη βρεθούν τα ναυάγιά τους;
Υπήρχε, αλήθεια, το «κακό πνευμα»;
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», στις 02/04/1955…