Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΠΑΡΑΞΕΝΑ

Το άλυτο μυστήριο του αινιγματικού Kaspar Hauser…

Ο Anselm Von Feuerbach, Γερμανός μελετητής του Ποινικού Δικαίου και Πρόεδρος Βαυαρικού Δικαστηρίου, ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε μια κρίσιμη περίληψη των γεγονότων, που αφορούσαν στο άλυτο μυστήριο του αινιγματικού Kaspar Hauser.

Να πώς είχε παραθέσει τα αξιοπερίεργα γεγονότα, που αφορούσαν στη σύντομη και παράδοξη ζωή του Kaspar Hauser…

«Καθώς περιόδευα στη Γερμανία το 1829, άκουσα ότι κάποιο αλλόκοτο ον είχε φανερωθεί στον κόσμο. Ήταν πλάσμα ανθρώπινο, με εμφάνιση νεαρού άντρα, αλλά με συμπεριφορά νηπίου. Δεν ήξερε να μεταχειριστεί καμιά διάλεκτο για να επικοινωνήσει, αλλά ούτε γνώριζε πώς να χρησιμοποιεί τα μέλη του. Επίσης, δεν είχε ιδέα ούτε και για τα πιο συνηθισμένα αντικείμενα, που διαθέτει ο άνθρωπος στην καθημερινότητά του.

Πρώτη φορά εντοπίστηκε το απόγευμα της 26ης Μαΐου του 1828, κοντά σε μια πύλη της Βαυαρικής πόλης Νυρεμβέργης, να τρεκλίζει σαν μεθυσμένος, ανίκανος να σταθεί ή να περπατήσει. Έμοιαζε φοβισμένος, χαμένος και αποπροσανατολισμένος. Κρατούσε στα χέρια του μια επιστολή, που απευθυνόταν σε κάποιον αξιωματικό του Ιππικού και έλεγε ότι ο νεαρός είχε γεννηθεί το 1812, ότι ποτέ δεν του είχε επιτραπεί να εξέλθει του οίκου του και ότι κάθε έρευνα σχετικά με την καταγωγή και την οικογένειά του θα απέβαινε μάταιη.

Όταν οι ξαφνιασμένοι περαστικοί τον οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα, καθώς είχαν εντυπωσιαστεί από την αλλόκοτη συμπεριφορά του, οι αστυνομικοί πάσχιζαν να επικοινωνήσουν μαζί του. Στις ερωτήσεις που του απηύθυναν, απαντούσε μονολεκτικά, με φτωχότατο λεξιλόγιο, που περιελάμβανε ελάχιστες λέξεις. Περισσότερο μούγκριζε και βογκούσε, δείχνοντας συνεχώς τα πρησμένα πόδια του, ενώ φαινόταν κατάκοπος.

Του πρόσφεραν κρέας και μπύρα, για να συνέλθει, αλλά μόλις τα δοκίμασε, τα απέρριψε με φρίκη και αηδία. Έφαγε, όμως, με μεγάλη βουλιμία σκέτο ψωμί και ήπιε άφθονο νερό. Όταν αργότερα τον πήγαν στον στάβλο, ξάπλωσε με τεράστια ευχαρίστηση πάνω στα άχυρα και έπεσε σε ύπνο τόσο βαθύ, που δεν μπορούσαν να τον ξυπνήσουν.

Τα πόδια του και τα χέρια του ήταν τόσο μαλακά, σαν να μην τα χρησιμοποιούσε ποτέ του. Το βάδισμά του έμοιαζε με του παιδιού, που μόλις μαθαίνει να στέκεται ορθό. Κινούνταν, γενικά, με υπερβολική δυσκολία. Οι αισθήσεις του φαίνονταν να είναι πάντα ναρκωμένες και τίποτε δεν τραβούσε την προσοχή του. Τίποτε δεν τον εντυπωσίαζε, τίποτε δεν χρειαζόταν και τίποτε δεν επιθυμούσε.

Επειδή επαναλάμβανε στερεότυπα τη λέξη «άλογο», κάποιος στρατιώτης του έφερε ένα ξύλινο αλογάκι, πράγμα που του ξύπνησε για πρώτη φορά το πνεύμα του. Το δέχτηκε με απερίγραπτη χαρά. Το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα τεράστιο χαμόγελο και περνούσε ατελείωτες ώρες μαζί του, κουνώντας, στολίζοντας και ταΐζοντας το παιχνίδι του, σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο.

Κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα πού ανήκε αυτό το δύσμοιρο πλάσμα, σε ψυχιατρικό άσυλο, σε νοσοκομείο ή σε φυλακή. Τέλος, αφού οι αρχές αδυνατούσαν να του εκμαιεύσουν πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του, την γενέτειρά του ή τους συγγενείς του, καθώς εκείνος απαντούσε με ακατάληπτη φρασεολογία και ελεεινούς μυγμούς, αποφάσισαν να τον βάλουν σε έναν πύργο πάνω από μια πύλη της Νυρεμβέργης, υπό τη φροντίδα ενός φιλάνθρωπου δεσμοφύλακα.

Σε λίγο καιρό, ο κοινός νους μετρίασε την αυστηρότητα του νόμου. Έτσι, ο καλόκαρδος δεσμοφύλακας πήρε το αβοήθητο πλάσμα στην οικογένειά του για κάμποσο καιρό και εκεί, τα παιδιά του τον έμαθαν σιγά σιγά να μιλάει, χρησιμοποιώντας απλές λέξεις. Συχνά τον επισκέπτονταν πολλοί ειδικοί, που κόπιαζαν να ανακαλύψουν τι έκρυβε το μυαλό, αλλά και το παρελθόν του νεαρού, ταλαιπωρώντας τον με συνεχείς ερωτήσεις, που αδυνατούσε να τις απαντήσει.

Ηλικιακά, φαινόταν να διανύει την εφηβεία, χωρίς, όμως, να έχει διαβεί την παιδική ηλικία. Ζητούσε να αρπάζει οτιδήποτε έβλεπε λαμπρό, ως βρέφος, και έκλαιγε, όταν δεν του δινόταν. Μόλις του έφεραν μια λυχνία, εκείνος σήκωσε το χέρι του, για να πιάσει τη φλόγα, σαν να μην ήξερε τον κίνδυνο.

Μόλις του έδωσαν μολυβοκόνδυλο και χαρτί, οι πάντες εξεπλάγησαν, όταν τον είδαν να σχηματίζει ευδιάκριτα γράμματα. Γέμισε μια κόλλα από στοιχειώδεις χαρακτήρες και συλλαβές και αφού τελείωσε, σκέπασε ολόκληρη τη σελίδα με το όνομα «Kaspar Hauser».

Η αποκάλυψη του ονόματός του δεν έριξε ούτε μια ακτίνα φωτός πάνω στο μυστηριώδες ον, που εξακολουθούσε να αγνοεί ακόμα και τα πιο κοινά αντικείμενα και τις πιο απλές συνήθειες των ανθρώπων. Η φαντασία άρχισε να οργιάζει και να εξυφαίνει σενάρια.

Κάποιοι πίστευαν πως είχε προέλθει από άλλον πλανήτη ή ότι είχε αφεθεί να μεγαλώνει μόνος του, αποκλεισμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, εξαιτίας κάποιου κρίματος. Άλλοι υπέθεταν ότι ήταν κληρονόμος σπουδαίου οίκου ή και στέμματος ακόμη, ενώ άλλοι διατράνωναν ότι τον είχαν απομονώσει, για να κρύψουν τα άγρια εγκλήματά του.

Η εκπαίδευση του Kaspar Hauser αναμενόταν πως θα διευκόλυνε την κατάσταση και θα ξεδιπλωνόταν ο μίτος, που τον ένωνε με το σκοτεινό παρελθόν του. Τίποτε, όμως, δεν αποκαλύφθηκε. Όταν άρχισε να εκφράζεται καλύτερα, είπε ότι δεν ήξερε ποιος ήταν, ούτε από πού είχε έρθει. Είδε τον κόσμο για πρώτη φορά στη Νυρεμβέργη κι εκεί κατάλαβε ότι εκτός του εαυτού του και «του ανθρώπου με τον οποίο είχε πάντοτε συγκατοικήσει», υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι και άλλα πράγματα.

Όλη του τη ζωή θυμόταν να την είχε περάσει μέσα σε μια τρύπα (μάλλον κάποιο μικρό, χαμηλοτάβανο δωμάτιο, που κάποτε το αποκάλεσε «κλουβί»), όπου καθόταν πάντοτε καταγής, ξυπόλητος, φορώντας μοναχά έναν χιτώνα και εσώρουχο. Στο δωμάτιο εκείνο δεν είχε ακούσει ποτέ κανέναν ήχο, προερχόμενο από άνθρωπο, ζώο ή κάτι άλλο. Ποτέ δεν είδε τον ουρανό ή το φως του ήλιου, όπως στη Νυρεμβέργη. Ποτέ δεν είχε καταλάβει τη διαφορά μεταξύ της ημέρας και της νύχτας και ποτέ δεν είχε αντιληφθεί ότι πάνω στον σκοτεινό ουρανό κρέμονταν «λαμπερά φωτάκια».

Μάλιστα, όποτε ξυπνούσε, έβρισκε δίπλα του λίγο ψωμί κι ένα λαγήνι με νερό. Κάποιες φορές, διηγούνταν ο Kaspar Hauser, το νερό του είχε γεύση κακή (μάλλον αναμιγνυόταν με όπιο, σύμφωνα με τους μελετητές της υπόθεσής του) και τότε, αφού το έπινε, δεν μπορούσε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Μα, μόλις ξυπνούσε από εκείνον τον βαρύ ύπνο, βρισκόταν να φοράει άλλον χιτώνα κι είχε τα νύχια του κομμένα.

Μες στην τρύπα του, είχε πάντοτε μαζί του δυο ξύλινα αλογάκια και διάφορες κορδέλες. Όση ώρα ήταν ξύπνιος, έπαιζε μόνο τα αλογάκια του, που τα έκανε να τρέχουν ή έδενε πάνω τους κορδέλες. Έτσι περνούσε όλες τις μέρες του, αλλά ποτέ δεν είχε αρρωστήσει και ούτε είχε νιώσει πόνο. Ίσως, εκεί, να είχε ζήσει πιο ευχάριστα από ότι στον κόσμο ετούτο, όπου είχε υποφέρει τόσα και τόσα.

Πόσον καιρό είχε παραμένει στην τρύπα του, δεν ήταν σε θέση να ξέρει, καθώς αγνοούσε παντελώς τον ορισμό του χρόνου. Δεν ήξερε να πει ούτε πότε, αλλά ούτε και πώς είχε βρεθεί εκεί και ούτε θυμόταν να είχε πάει κάπου αλλού. «Ο άνθρωπος με τον οποίο είχε πάντοτε συγκατοικήσει», δεν τον είχε βλάψει ποτέ.

Μια μέρα, όμως, λίγο καιρό πριν βρεθεί να περιπλανιέται στην πόλη, ο Kaspar Hauser είχε κάνει το αλογάκι του να τρέξει πολύ δυνατά και να προξενήσει μεγάλο θόρυβο. Τότε, ο άνθρωπος πήγε και τον χτύπησε στο χέρι του με μια ξύλινη ράβδο, όπου και προήλθε η πληγή, την οποία έφερε επάνω του ο Kaspar Hauser, όταν εθεάθηκε να περιφέρεται στη Νυρεμβέργη.

Πιθανόν την ίδια χρονική περίοδο, εκείνος ο άνθρωπος ξαναπήγε στη σπηλιά, έβαλε πάνω από τα πόδια του Kaspar ένα μικρό τραπεζάκι και άπλωσε εκεί κάτι λευκό (που είχε μάθει πλέον ότι ονομαζόταν χαρτί). Εν συνεχεία, στάθηκε από πίσω του, έπιασε το χέρι του νεαρού και άρχισε να το κινεί, αφού προηγουμένως είχε τοποθετήσει ανάμεσα στα δάχτυλά του κάτι (που αργότερα έμαθε ότι το έλεγαν μολυβοκόνδυλο).

Ανείπωτη ήταν η χαρά του Kaspar, όταν διαπίστωσε ότι μαύρα σημάδια αποτυπώνονταν στο λευκό χαρτί. Το καινούριο αυτό παιχνίδι του φάνηκε τόσο εντυπωσιακό, ώστε παραμέλησε εντελώς τα ξύλινα αλογάκια του.

Εκείνος ο άνθρωπος επισκέφτηκε τον Kaspar κι άλλες φορές. Κάποτε, μάλιστα, τον έστησε στα πόδια του και προσπάθησε να του διδάξει πώς να στέκεται όρθιος. Την τελευταία φορά που τον είδε, τον πήρε και τον οδήγησε στη Νυρεμβέργη κι εκεί πια, τον παράτησε μονάχο του.

Η πίεση, που ασκήθηκε από εκεί και πέρα στον Kaspar, για να εκπαιδευτεί και να αποκαλύψει τα μυστήρια της ζωής του, ήταν αβάσταχτη. Από την απόλυτη ηρεμία και μοναξιά, βρέθηκε ξαφνικά σ’ ένα πολύβουο περιβάλλον, γεμάτο ενδιαφερόμενους μελετητές και μυριάδες ερεθίσματα, που αδυνατούσε να τα επεξεργαστεί και να τα κατανοήσει μονομιάς. Προοδευτικά, υπέστη σοκ και νευρασθένεια. Έτσι, η αστυνομία απαγόρευσε κάθε επίσκεψη στον Kaspar, ο οποίος δόθηκε κατόπιν στον Friedrich Daumer, φιλόσοφο και καθηγητή σε γυμνάσιο της Νυρεμβέργης, ώστε να λάβει την απαιτούμενη ανατροφή, χωρίς να κλονίζεται η ηρεμία του.

Σε διάστημα ενός χρόνου, ο Kaspar προχώρησε στη μάθηση της γερμανικής γλώσσας και διευκολύνθηκε στις κοινωνικές συναναστροφές. Ήταν η περίοδος της άνθισής του, δίπλα στον Daumer, που του φερόταν στοργικά και τον δίδασκε σχεδόν πατρικά. Γεύτηκε την ηδονή της δημιουργίας, καθώς διδάχτηκε ζωγραφική, στην οποία αποδείχτηκε σπουδαίος.

Έγκλειστος, προφανώς, για χρόνια ολόκληρα σε απόλυτη απομόνωση, είχε γίνει πια εξαιρετικά δεκτικός και ευαίσθητος στα εξωτερικά ερεθίσματα. Όλες του οι αισθήσεις οξύνθηκαν στον μέγιστο βαθμό. Από παντού του έρχονταν μυρωδιές, ανεπαίσθητες στους άλλους, οι οποίες συχνά του προξενούσαν ρίγος, ναυτία και πυρετό.

Η αφή των ζώων ή των μετάλλων διέγειρε φρικωδώς το νευρικό του σύστημα, με αναμφίβολα συμπτώματα οδύνης και ασθένειας. Το ίδιο ίσχυε και για την ακοή και για την όρασή του. Μπορούσε να διακρίνει αποχρώσεις και μικροαντικείμενα ακόμα και τη νύχτα. Ήταν εκπληκτική η ικανότητά του να θυμάται λεπτομέρειες για τα πρόσωπα και τα ονόματά τους. Τα χρώματα, που προτιμούσε, ήταν τα πιο λαμπερά. Ισχυριζόταν, για παράδειγμα, ότι η μηλιά θα ήταν ομορφότερη, εάν και τα φύλλα της ήταν εξίσου κόκκινα με τους καρπούς της.

Όπως τα βρέφη, έτσι κι ο Kaspar Hauser δεν ξεχώριζε μορφές και τις αποστάσεις τους, παρά μόνο όταν η αφή διόρθωνε τις πλάνες της όρασης. Όταν έμαθε να μιλάει, έλεγε ότι οι άνθρωποι και τα άλογα, που ήταν ζωγραφισμένα στο χαρτί, του φαίνονταν ίδια και απαράλλαχτα με εκείνα που ήταν ανάγλυφα και σκαλισμένα πάνω στο ξύλο. Τη διαφορά μεταξύ τους μπόρεσε να την καταλάβει σταδιακά, με τη χρήση της αφής, κάνοντας εντατική εξάσκηση σε διάστημα δύο τουλάχιστον ετών.

Όσο η εκπαίδευσή του εντεινόταν και η διατροφή του εμπλουτιζόταν, τόσο αμβλύνονταν οι αισθήσεις του, που έμοιαζαν πια με των υπόλοιπων ανθρώπων, σαν να έχανε σιγά σιγά τη μαγεία της ακατέργαστης ύπαρξής του. Η αδιαφορία για τα πράγματα αντικατέστησε την αρχική αγχίνοια και την οξυδέρκειά του. Αμφισβητούσε όλα όσα του καταμαρτυρούνταν ως γενικές αλήθειες. Για παράδειγμα, δεν κατανοούσε, για αρκετό καιρό, τη διαφορά ανάμεσα στα έμψυχα και στα άψυχα και επέμενε ότι κάθε μορφή της ύλης μπορούσε να κινείται αφ’ εαυτής.

Τον πρώτο καιρό, που o Kaspar Hauser μπήκε στο σχολείο του Daumer, τον Αύγουστο του 1829, ο αφοσιωμένος εκείνος δάσκαλoς τού έδειξε τους καταστερισμένους ουρανούς. Ο θαυμασμός και η έκστασή του είναι αδύνατον να περιγραφούν. Δεν μπορούσε να αποτραβήξει το βλέμμα του από την ομορφιά του νυχτερινού ουράνιου θόλου κι αναφωνούσε μεγαλοφώνως ότι ήταν το πιο ωραίο θέαμα, που είχε δει σε ετούτο τον κόσμο.

Οι απορίες, που ξεπήδησαν στο μυαλό του Kaspar, ήταν αμέτρητες. Ποιος έβαλε εκεί ψηλά τα θαυμάσια αυτά φαναράκια; Γιατί; Ποιος τα ανάβει; Ποιος τα σβήνει; Πώς τα ανάβει και πώς τα σβήνει;

Όταν ο καλός του δάσκαλος τού εξήγησε τις λεπτομέρειες, ο Kaspar Hauser έπεσε σε βαθύτατη περισυλλογή, προκειμένου να συλλάβει την απεραντοσύνη του σύμπαντος και τους νόμους που το διέπουν. Αργότερα, την έκσταση τη διαδέχτηκε η υπέρμετρη κατήφεια και θλίψη. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα, με μάτια βουρκωμένα και διερωτήθηκε: «Γιατί, άραγε, με είχε πάντοτε κλεισμένο ο πονηρός εκείνος άνθρωπος και δεν μου έδειξε ποτέ κανένα από τα υπέροχα ετούτα πράγματα;»

Αφού ο Kaspar Hauser είχε προοδεύσει αρκετά στη γνώση της γερμανικής γλώσσας, δοκίμασε να ιστορήσει τον παράξενο βίο του, πράγμα το οποίο έγινε ευρέως γνωστό και αναμενόταν με αδημοσύνη. Αυτή η απόφασή του έβαλε σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, καθώς κάποιος επιχείρησε να τον δολοφονήσει, προφανώς για να παραμείνει στο χαοτικό σκοτάδι αυτός που τον βαστούσε έγκλειστο και απομονωμένο.

Έτσι, στις 17 Οκτωβρίου του 1829, κάποιος αποπειράθηκε να τον σκοτώσει μέσα στο σπίτι του δασκάλου του, Friedrich Daumer. Απέφυγε, όμως, το μοιραίο, με ελαφρά τραύματα, αλλά διαταράχθηκε ο ψυχισμός του για άλλη μια φορά. Τότε, ο Άγγλος Kόμης Stanhope ανέλαβε το βάρος της συντήρησης και της εκπαίδευσης του Kaspar, τον μετέφερε στην πόλη Ansbach και τον έθεσε υπό τη φροντίδα ενός προικισμένου παιδαγωγού, με τον οποίο και θα συγκατοικούσε.

Ο Κόμης σκεφτόταν να στείλει τον Kaspar στην Αγγλία, όπου θα ήταν ελεύθερος από τον φόβο μιας νέας δολοφονικής απόπειρας εναντίον του. Παρ’ όλα αυτά, ο νεαρός έζησε πρώτα μερικά ήρεμα χρόνια στο Ansbach, όπου ο αρχικός φόβος για τη ζωή του είχε αρχίσει να μετριάζεται.

Όμως, ο κρυφός εχθρός του καιροφυλακτούσε ακόμη. Ενώ αναχωρούσε από το δικαστήριο το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου του 1833, κάποιος άγνωστος, τυλιγμένος με ένα τεράστιο πανωφόρι, πλησίασε τον Kaspar Hauser με την πρόφαση ότι είχε κάτι αξιόλογο να του κοινοποιήσει. Ο Kaspar, επειδή έπρεπε να πάει καλεσμένος σε γεύμα, υποσχέθηκε στον άντρα να τον συναντήσει μετά το μεσημέρι, στον κήπο του παλατιού.

Ο άφρων Kaspar, χωρίς να ενημερώσει κανέναν για τη συνάντησή του με τον ξένο, τον αντάμωσε τελικά. Ο άντρας τού έδωσε κάτι χαρτιά να εξετάσει κι ενώ ο άμυαλος νεαρός τα πήρε στα χέρια του για να τα δει, ο άγνωστος έσυρε κάτω από το πανωφόρι του ένα ξίφος και του το έμπηξε δίπλα στην καρδιά, αφού προηγουμένως τού είχε δώσει κάποια μικρή τσάντα.

Οι πληγές του δεν επέφεραν άμεσο θάνατο. Ο Kaspar Hauser μπόρεσε να επιστρέψει στο σπίτι του, ψελλίζοντας ξέπνοα διακεκομμένες συλλαβές και σκόρπιες λέξεις: «κήπος παλατιού, πουγκί, μνημείο».

Ο αναστατωμένος παιδαγωγός και φροντιστής του βαριά τραυματία έστειλε τους στρατιώτες της αστυνομίας στον κήπο του παλατιού κι εκεί εντόπισαν ένα μικρό μοβ πουγκί, που περιείχε ένα κομμάτι χαρτιού, με μήνυμα γραμμένο σε καθρεφτική γραφή: » Για να μην μπει ο Kaspar Hauser στον κόπο, θα σας πω εγώ ποιος είμαι. Έρχομαι από…, από τα Βαυαρικά σύνορα…από τον ποταμό…και το όνομά μου είναι M.L.O»

Πριν ξεψυχήσει ο Kaspar, είχε προλάβει να πει πως ο δολοφόνος του ήταν εκείνος, που είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει και στη Νυρεμβέργη. Τελικά, υπέκυψε στα τραύματά του τη νύχτα της 17ης Δεκεμβρίου. Ο Κόμης Stanhope πρόσφερε αμοιβή 5.000 φιορίνια σε όποιον έδινε πληροφορίες για τον δολοφόνο του.

Οι φήμες είχαν αρχίσει και πάλι να οργιάζουν. Μήπως ο Kaspar Hauser ήταν βασιλικός διάδοχος, που κάποιος φρόντισε να τον ξεφορτωθεί;

Πάντως, στην κηδεία του, όπου πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί για να δείξει τη συμπάθειά του στο ταλαιπωρημένο, αθώο πλάσμα, ο δάσκαλός του, που εκφώνησε έναν θερμό επικήδειο, παρέθεσε και τα τελευταία λόγια του δολοφονημένου: «Παρακάλεσα τον Θεό να συγχωρήσει όσους γνώρισα. Εγώ, προσωπικώς, τίποτε δεν έχω να συγχωρήσω, επειδή κανείς ποτέ δεν με έβλαψε».

Πάνω στο μνήμα του αναγράφεται: «Εδώ κείται ένα μυστηριώδες ον, που πέθανε με μυστηριώδη τρόπο».

Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΑΠΟΘΗΚΗ ΤΩΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ, στο τεύχος Μαΐου 1837…

 

Tags
Back to top button