Στο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», ο Οδυσσέας Ελύτης υμνεί τον ηρωισμό ενός νεαρού ανθυπολοχαγού που έπεσε ηρωικά μαχόμενος στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Ποιός ηταν όμως αυτός ο άγνωστος ήρωας που σήμερα προς τιμήν του έχει δώσει το όνομα του στην έδρα της 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας;
“…Διότι τυγχάνων διοικητής του 7ου Λόχου του ΙΙ/7 Τάγματος, έλαβε μέρος εις τας μάχας κατά «Σπι Καμαράτε«, όπου επεδείξατο εξαιρετικήν τακτικήν αντίληψιν, διοικητικήν ικανότητα και θάρρος. Παρορμών συνεχώς τα τμήματά του προς τα εμπρός και προηγούμενος αυτών, ανέτρεπεν εις την μάχην ταύτην την μίαν μετά την άλλην τας εχθρικάς αντιστάσεις, φθάσας μέχρι του χωρίου «Σπι Καμαράτε»,όπου διεξήχθη αγών σώμα προς σώμα δια χειροβομβίδων, όπου όμως βληθείς θανασίμως εφονεύθη, συντελέσας εις την αιχμαλωσίαν υπερτετρακοσίων Ιταλών, εξ ων είκοσι περίπου αξιωματικοί και εξ ων εις Ταγματάρχης διοικητής Τάγματος.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ προτείνω, όπως προαχθεί επ΄ ανδραγαθία επί του πεδίου της μάχης, εις δε την οικογένειάν του απονεμηθεί το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας”.
Το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας απονέμεται στην οικογένεια του Θεόδωρου Κανδηλάπτη το 1945
Σήμερα στην Αλεξανδρούπολη υπάρχει το Στρατόπεδο Κανδηλάπτη Θεόδωρου, Ανθυπολοχαγού Πεζικού, έδρα της 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας.
Θεόδωρος Κανδηλάπτης
Ήταν δεν ήταν 7 ετών, όταν γνώρισε το σκληρό πρόσωπο του ξεριζωμού και της προσφυγιάς. Στις 24 Αυγούστου 1924 φθάνει με την οικογένειά του στην Αλεξανδρούπολη και στις 6 Οκτωβρίου του ιδίου έτους βρίσκεται με την οικογένειά του στο χωριό Πάταρα, όπου είχε διοριστεί δάσκαλος ο πατέρας τους Γεώργιος Κανδηλάπτης (Κάνις).
Ο Θεόδωρος Κανδηλάπτης γεννημένος στην Αργυρούπολη του Πόντου ανήμερα Πρωτοχρονιάς του 1918, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στα Πάταρα έως ότου ο πατέρας του τον στείλει στην παντρεμένη αδελφή του στην Αλεξανδρούπολη για να συνεχίσει το σχολείο. Αργότερα θα νοικιάσει ένα δωμάτιο μαζί με κάποιο συμμαθητή του. Το 1938 πέτυχε να εισαχθεί στη Σχολή Ευελπίδων. Μόνο δύο ήταν οι επιτυχόντες από τη Θράκη, ο Θεόδωρος και ο γιος ενός συνταγματάρχη. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ο Θεόδωρος, Ανθυπολοχαγός Πεζικού, βρίσκεται στο μέτωπο.
Ύψωμα 731 – Η εαρινή επίθεση των Ιταλών
Μετά την κήρυξη του πολέμου, την 28η Οκτωβρίου 1940, οι μάχες μαίνονται στα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Τα ελληνικά στρατεύματα προελαύνουν ελευθερώνοντας ελληνικές πόλεις και χωριά τη μια μετά την άλλη, Χειμάρρα, Πόγραδετς, Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Κλεισούρα…
Σκληρές οι καιρικές συνθήκες, λυσσαλέες και οι μάχες που δίνονταν επάνω στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου. Ο ελληνικός στρατός επιτελεί το χρέος του.
Έχουν περάσει ήδη τρεις μήνες και ο Μουσολίνι δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει το μέτωπο, εντός ολίγων ωρών, όπως είχε υποσχεθεί στο σύμμαχό του τον Χίτλερ.
Χρειαζόταν οπωσδήποτε μια στρατιωτική επιτυχία και μάλιστα εντυπωσιακή πριν επέμβει ο σύμμαχος του. Έτσι αποφασίζει να οργανώσει και να παρακολουθήσει ο ίδιος την τελική μάχη στην οποία ρίχνει ότι πιο αξιόμαχο διέθετε εκείνη την περίοδο η Ιταλία.
Η τελευταία αυτή φάση της Εαρινής Επίθεσης (όπως ονομάστηκε) θα εξελισσόταν στο Ύψωμα 731, ύψωμα καθοριστικής σημασίας. Ήταν το μοναδικό κομβικό σημείο, απ’ όπου μπορούσαν να περάσουν οι ιταλικές δυνάμεις και να διεισδύσουν στην Ελλάδα .
«Κλείδα της όλης τοποθεσίας αποτελεί το Ύψωμα 731 και ως ήτο φυσικόν, η εχθρική επίθεσις περιέλαβε και τα εκατέρωθεν του 731 Υψώματα, εις προσπάθειαν υπερκεράσεως αυτού, αλλ’ η παραμονή του υψώματος 731 εις χείρας ελληνικάς κατεδίκαζε πάσαν προσπάθειαν των επιτεθέντων» (Γεώργιος Τζουβαλάς – ΥΨΩΜΑ 731).
Ήταν η πιο φονική μάχη του πολέμου, η οποία κατέληξε σε αποτυχία για τους Ιταλούς. Ισάξιο των Θερμοπυλών, των Πλαταιών, των Σαλαμινομάχων, το αποκαλεί ο Αγγελος Τερζάκης. Ο Μουσολίνι αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ιταλία ταπεινωμένος και καθαιρεί τους αξιωματικούς του.
Ο Θεόδωρος Κανδηλάπτης, διοικητής του 7ου Λόχου του ΙΙ/7 Τάγματος έλαχε να υπερασπιστεί τη θέση «Σπι Καμαράτε» (ΥΨ. 715). Πέφτει, μαχόμενος σώμα με σώμα στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου, δίνοντας υπέρ πατρίδος και την τελευταία ρανίδα του αίματός του. Το προηγούμενο διάστημα είχε γράψει στη μητέρα του «Μην κλάψετε αν κατά τύχη χαθώ. Ανήκω κατά τα τρία τέταρτα εις την Πατρίδα και κατά το υπόλοιπον εις την σεβαστή μου οικογένειαν. Αντιμετωπίζομεν τους αναιδείς επιδρομείς με θάρρος και αποφασιστικότητα«.
Ίσως ο 4ος από δεξιά να είναι ο Ανθυπολοχαγός Θεόδωρος Κανδηλάπτης
Το «Σπι Καμαράτε» αναφέρεται στο βιβλίο της Μαρίας Κ. Βεργέτη «Η Ζωή μου, ήτοι αυτοβιογραφία του εξ Αργυρουπόλεως του Πόντου Γεωργίου Θ. Κανδηλάπτου – Κάνεως» (που στηρίζεται σε κείμενα του πατρός Κανδηλάπτη) και ως ημερομηνία θανάτου του η 21η Ιανουαρίου 1941.
Το χωριό «Σπι Καμαράτε» και η γύρω περιοχή (πρόκειται για ένα από τα «εκατέρωθεν του 731 υψώματα» όπως αποκαλούνται στο βιβλίο του Γεώργιου Τζουβαλά) περιήλθε στην κατοχή του ελληνικού στρατού στις 22 Ιανουαρίου 1941 έπειτα από τριήμερο σκληρό αγώνα. Εκεί συνελήφθησαν και 500 Ιταλοί στρατιώτες ενώ περιήλθε άφθονο πολεμικό υλικό στα ελληνικά χέρια.
Ιταλοί αιχμάλωτοι, 22/1/1941 στην περιοχή της Τρεμπεσίνας
Από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού καταγράφεται ως ημερομηνία θανάτου του Θεόδωρου Κανδηλάπτη η 28η Φεβρουαρίου 1941 στο Ύψωμα Μπούμπεσι. Εκεί αναφέρεται και ως τόπος γεννήσεως του ο οικισμός Αισύμη Αλεξανδρουπόλεως, Νομού Έβρου.
Στο χάρτη της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού βλέπουμε το Ύψωμα «Σπι Καμαράτε» (ΥΨ. 715) που βρίσκεται νοτιοδυτικά του Μπούμπεσι. Εκεί δόθηκε μάχη σώμα με σώμα, εκεί αιχμαλωτίστηκαν και 500 Ιταλοί στρατιώτες.
Όμως αλήθεια τι σημασία έχει εάν έπεσε τον Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο, εάν έπεσε στο Μπούμπεσι ή στο «Σπι Καμαράτε», σημασία έχει ότι γεύτηκε το «γλυκύτερο θάνατο υπέρ πατρίδος» κάνοντας πράξη τις διαταγές των ανωτέρων του «Επί των θέσεων σας αμυνθείτε μέχρι εσχάτων. Η πατρίς καθώς και η Ανωτάτη Διοίκηση απαιτεί να κρατήσετε ψηλά την τιμή των όπλων».
Και έπεσε ηρωικώς μαχόμενος, ποτίζοντας με το αίμα του τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, γιατί…
“Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του, γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!-
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!”
(Οδ. Ελύτης, «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»)
Ο Γεώργιος Κανδηλάπτης μιλώντας σε μνημόσυνο του γιου του στην Αλεξανδρούπολη
Το γράμμα του πατέρα προς το γιο
Ο θάνατος του Θεόδωρου, όπως ήταν αναμενόμενο, συγκλονίζει τον Γεώργιο Κανδηλάπτη. Πέντε χρόνια μετά το θάνατο του γιου του, το γράμμα έχει ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1946, ο Γ. Κανδηλάπτης του γράφει, σαν να επρόκειτο να του στείλει την παρακάτω επιστολή:
«Προσφιλέστατόν μου τέκνον Θεόδωρε. Φευ! Επέπρωτο να πίνω και το πικρόν ποτήριον του αώρου θανάτου σου. Δεν το επίστεψα και όμως ήτο αληθές. Έκλεισα τους οφθαλμούς μου και δεν ήθελον να αναγνώσω τας συλλυπητηρίους επιστολάς των φίλων μου, έκλεισα τα ώτα μου δια να μη ακούσω τους ψιθυρισμούς των περί εμέ, δια πλαγίων μέσων αποπειραμένων να με καταστήσωσιν ενήμερον της πληξάσης με συμφοράς, ενέκρωσα το σώμα μου ίνα αναίσθητον είναι προς το μαύρον περιβάλλον μου. Αλλ΄ η πολύμηνος σιωπή σου από της 12ης Φεβρουαρίου μέχρι της 15ης Απριλίου ήρχισε να κλονίζει τας ελπίδας μου, αν και πάλιν επίστευον ότι αυταπατώμαι, ότι ζεις και ότι θα έλθεις και θα σε περιπτύξω εις την αγκάλην μου.
Από της 15ης Απριλίου ήρχισαν να επιστρέφωσιν εκ του μετώπου τα εθνικά μας στρατεύματα και τότε έγινα βάρος εις πάνταν ερχόμενον δια της ερωτήσεως: Μήπως έρχεσαι; Μήπως είσαι καθ΄ οδόν; Ουδέν, ουδεμία σκιά σου. Κατά το διάστημα τούτο η σύζυγος του εν Χαλκίδι φίλου συναδέλφου σου Θωμά Κρασά, ήτις τρέφει μεγάλην εκτίμησιν προς σε δια την ευγενή συμπεριφοράν σου και την προς τον σύζυγόν της αδελφικήν φιλίαν σου, μοι έγραψε πλαγίως πως αοριστολογικώς την ενδεχομένην απώλειάν σου, αλλά δεν το επίστευσα, διότι η πατρική καρδία δεν θέλει να πιστεύσει τοιαύτα απαίσια μηνύματα.
Η ανίκητος ελπίς με συνεκράτει και ημέρας και ώρας ολοκλήρους ηυχαριστούμην να καθίσω επί πολλάς ημέρας επί της οδού Αλεξανδρουπόλεως – Νέας Χηλής, όθεν ήρχοντο οι εξ Αλβανίας στρατιώται, μήπως σε είδον καθ΄ οδόν, μήπως και συ θ΄ ακολουθήσεις τους αισίως καταφθάσαντας γαμβρόν μου Αθανάσιον και τον αδελφόν σου Δημήτριον εκ του στρατιωτικού βίου των. Αλλά δυστυχώς, η μοίρα μου με εφθόνησε και δεν ήλθες, δεν εφάνης συ, το χάρμα των γηρατείων μου και το έρεισμα της αναλαμπής της παγιδευθείσης μου χαράς εις τα ολίγα υπόλοιπα έτη του βίου μου…«.
Συγκλονίζει ο χαροκαμένος πατέρας και με τη συνέχεια του γράμματός του, το οποίο κλείνει με τη φράση «Τότε πλέον επίστευσα αυτό και ενόμισα ότι ο ουρανός και η γη εστροβιλίζοντο περί εμέ και ανελύθην εις δάκρυα…«.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)