Η μοναρχία καταργήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1924, περίοδο προηγήθηκε εκείνης του Εθνικού Διχασμού και εκείνης της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η λαϊκή οργή βρήκε έκφραση στη δίκη και την εκτέλεση των «έξι» και την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’, που πέθανε τελικά εξόριστος το 1923. Όμως, η οργή δεν εκτονώθηκε επαρκώς. Το ελληνικό κράτος δεν πέτυχε την αστική του ολοκλήρωση που επεδίωκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και δεν κατόρθωσε να ενσωματώσει τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ανεπτυγμένους οικονομικά και πολιτισμικά ελληνικούς πληθυσμούς. Αν αυτού, οι Έλληνες της Ανατολής μετατράπηκαν σε προλεταριοποιημένους πρόσφυγες σε μία οικονομικά κατεστραμμένη Ελλάδα, που δεν μπορούσε να θρέψει όχι τους περίπου 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες, αλλά ούτε τον γηγενή πληθυσμό της. Οι ένοχοι είχαν ονοματεπώνυμο. Οι κοινωνικές εντάσεις οξύνθηκαν. Ήταν φανερό ότι υπήρχε ανάγκη για μία ριζική αλλαγή.
Μετά τις εκλογές της 16 Δεκεμβρίου 1923, το Κόμμα των Φιλελευθέρων πλειοψήφησε. Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Ένωσης ζήτησαν να φύγει ο Γεώργιος Β’, ώσπου να αποφασίσει ο λαός για το πολιτειακό. Οι Φιλελεύθεροι το δέχτηκαν. Την επόμενη μέρα ο Γεώργιος έφυγε από την Ελλάδα. Το Μάρτιο του 1924 σχηματίζει κυβέρνηση ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και στις 25 Μαρτίου, ανήμερα της επετείου της Επανάστασης, καταθέτει στη Βουλή ψήφισμα για την ανακήρυξη αβασίλευτης Δημοκρατίας, κηρύσσοντας έκπτωτη τη μοναρχία.
Στις 29 Μαρτίου προκηρύσσεται δημοψήφισμα. Στις 13 Απριλίου ο ελληνικός λαός αποφασίζει, με ποσοστό 69,99% και 758.742 ψήφους, υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία είχε μόλις γεννηθεί. Δεν θα διαρκούσε, όμως, πολύ και οι λόγοι ήταν, για μας που βλέπουμε τα πράγματα ξεκάθαρα από το μέλλον, προφανείς.
Στη βραχύβια και ταραχώδη πορεία της, η Β’ Ελληνική Δημοκρατία είχε δύο προέδρους: Τον Παύλο Κουντουριώτη και το Αλέξανδρο Ζαΐμη.
1924-1929: Παύλος Κουντουριώτης
O πρώτος Πρόεδρος της Β’ Ελληνικής ήταν ο Παύλος Κουντουριώτης, ναύαρχος και βενιζελικός. Ο Κουντουριώτης είχε γεννηθεί στην Ύδρα, το 1855 και δικαίως η ιστορία τον θυμάται περισσότερο για την καριέρα του στο ναυτικό, η οποία υπήρξε λαμπρή. Διακρίθηκε, αρχικά στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και το 1900, ως κυβερνήτης του καταδρομικού «Μιαούλης», έκανε τον πρώτο εκπαιδευτικό διάπλου του Ατλαντικού Ωκεανού για ελληνικό πολεμικό πλοίο. Το 1908 ονομάστηκε υπασπιστής του τότε βασιλιά Γεώργιου Α’ και ένα χρόνο αργότερα προήχθη σε πλοίαρχο. Λίγο πριν τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο τοποθετήθηκε αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου, ο οποίος κατέλαβε τη Λήμνο, την Ίμβρο, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, τα Ψαρά και τη Λέσβο. Ο ίδιος ήταν κυβερνήτης του θρυλικύ θωρηκτού Αβέρωφ.
Μετά τη λήξη και του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, ο Παύλος Κουντουριώτης προήχθη σε αντιναύαρχο και έγινε ο πρώτος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού που πήρε το συγκεκριμένο βαθμό μετά τον Κανάρη.
Ο Κουντουριώτης δεν ξέφυγε από την πραγματικότητα της εποχής του, που ήθελε τους στρατιωτικούς να εμπλέκονται με την πολιτική. Διατέλεσε υπουργός Ναυτικών στις κυβερνήσεις του Αλέξανδρου Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη (Σεπτέμβριος 1915-Ιουνιος 1916). Μετά, ακολούθησε τον Βενιζέλο στα Χανιά και στη Θεσσαλονίκη, εκφράζοντας τη διαφωνία του με την πολιτική της ουδετερότητας της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετέχοντας στην Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της Τριανδρίας (Δαγκλής-Βενιζέλος-Κουντουριώτης).
Όταν έφυγε ο Κωνσταντίνος και ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Βενιζέλος, ο Κουντουριώτης επέστρεψε στο υπουργείο Ναυτικών. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του διαδόχου του Κωνσταντίνου Α’, βασιλιά Αλέξανδρου, στις 12 Οκτωβρίου 1920, ο Παύλος Κουντουριώτης άσκησε την αντιβασιλεία. Όμως, μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920, αποστρατεύτηκε. Στις 19 Δεκεμβρίου 1923, μετά την απομάκρυνση του Γεώργιου Β' και με τους Φιλελεύθερους και πάλι στην εξουσία, ο Κουντουριώτης ανέλαβε ξανά χρέη αντιβασιλέα, με απόφαση του Νικόλαου Πλαστήρα.
Μετά την ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας και το δημοψήφισμα του Απριλίου, ο Κουντουριώτης ανακηρύχθηκε προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Παραιτήθηκε το Μάρτιο του 1926, μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα, υπό τον αντιστράτηγο Θεόδωρο Πάγκαλο. Ο Πάγκαλος τελικά ανατράπηκε από τον Γεώργιο Κονδύλη τον Αύγουστο του 1926 και ο Κουντουριώτης επέστρεψε στην Προεδρία. Στις 31 Οκτωβρίου 1927 έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του, την ώρα που επιβιβαζόταν στο αυτοκίνητο του μαζί με τον υπασπιστή του, ακριβώς έξω από το Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών. Η σφαίρα εξοστρακίστηκε στο τζάμι του αυτοκινήτου και ο Κουντουριώτης σώθηκε από θαύμα.
Στις 4 Ιουνίου 1929 επανεξελέγη στο αξίωμα του Προέδρου από τη Βουλή και τη Γερουσία, αλλά παραιτήθηκε οριστικά αυτή τη φορά, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, για λόγους υγείας. Πέθανε στις 22 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο και ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του την Ύδρα, όπως ήταν η επιθυμία του. Είχε παντρευτεί δύο φορές: Την πρώτη στο Λονδίνο το 1889 με την Αγγελική Πετροκόκκινου (1865-1903) και τη δεύτερη Αθήνα το 1918 με την Ελένη Κούππα (1876-1957). Απέκτησε τρία παιδιά με την πρώτη του σύζυγο, δύο κόρες και ένα γιο.
1929-1935: Αλέξανδρος Ζαΐμης
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης διαδέχθηκε τον ναύαρχο Κουντουριώτη στην Προεδρία της Δημοκρατίας, όταν ο τελευταίος παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Η πολιτική καριέρα του Ζαΐμη είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή, καθώς κατά τη διάρκειά της διατέλεσε οκτώ φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, δύο φορές Πρόεδρος της Βουλής, πρόεδρος της Γερουσίας, Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης, διαδεχόμενος τον παραιτηθέντα Πρίγκιπα Γεώργιο, καθώς και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Είναι ο μόνος πολιτικός που κατέλαβε τόσα πολλά σημαντικά αξιώματα στην πολιτική σκηνή της σύγχρονης Ελλάδας.
Ο Ζαΐμης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1855. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στα πανεπιστήμια της Λειψίας, της Χαϊλδεμβέργης και του Βερολίνου και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στις Πολιτικές Επιστήμες.
Πολιτεύθηκε στην επαρχία Καλαβρύτων, όπου και εκλέχθηκε βουλευτής για πρώτη φορά το 1885. Επανεξελέγη σε όλες τις βουλευτικές περιόδους από το 1887 έως το 1915. Την 21η Σεπτεμβρίου 1897 έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός. Παραιτήθηκε από το αξίωμα στις 2 Απριλίου 1899. Επανήλθε και σχημάτισε νέα κυβέρνηση από τις 12 Νοεμβρίου 1901 έως τις 24 Ιανουαρίου 1902. Το 1902 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής και παραιτήθηκε.
Το 1914 εξελέγη διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1920. Το ίδιο διάστημα σχημάτισε τρεις βραχύβιες κυβερνήσεις (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1915, Ιούνιος - Σεπτέμβριος 1916, Απρίλιος - Ιούνιος 1917). Μετά τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 κανένα κόμμα δεν κατάφερε να συγκεντρώσει αυτοδυναμία με αποτέλεσμα να αναλάβει να σχηματίσει οικουμενική κυβέρνηση. Παρέμεινε στην πρωθυπουργία έως τις 4 Ιουλίου 1928, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος έγινε και πάλι πρωθυπουργός.
Μετά την παραίτηση του Παύλου Κουντουριώτη από την Προεδρία της Δημοκρατίας, ανέλαβε προσωρινά καθήκοντα Προέδρου και στις 14 Δεκεμβρίου 1929, παρά τις αντιδράσεις του Βενιζέλου, εξελέγη από τη Βουλή και τη Γερουσία Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση που διατήρησε μέχρι την πολιτειακή μεταβολή της 10ης Οκτωβρίου 1935 και την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β' στο θρόνο.
Η εκλογή του Ζαΐμη στην Προεδρία της Δημοκρατίας ήταν ένα σφάλμα, σύμφωνα με τον ιστορικό Γρηγόριο Δαφνή, ένα σφάλμα το οποίο με τον τρόπο του οδήγησε και στην πτώση της Δημοκρατίας και την επιστροφή του βασιλιά. Ο Ζαΐμης δεν πίστευε στην δημοκρατία αλλά ούτε και στη βασιλεία: «Ο Ζαΐμης εδέχθη την προεδρίαν ίσως διότι, λόγω μακράς παραδόσεως, είχε συνηθίσει να προσφέρει τας υπηρεσίας του όταν δεν ήτο υποχρεωμένος να αναλαμβάνη πρωτοβουλίας[...] ήτο μια ουδετέρα προσωπικότης».
Πέθανε στη Βιέννη στις 15 Σεπτεμβρίου 1936. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και ενταφιάστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, στον οικογενειακό τάφο, στις 22 Σεπτεμβρίου. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς. Υπήρξε παντρεμένος και δεν απέκτησε παιδιά. Την πολιτική παράδοση της οικογένειας συνέχισαν τα αδέρφια του και τα ανίψια του.