Υπάρχουν αρχοντικά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, σπηλιές και άλλα κτίρια, που βρίσκονται σε έρημους αλλά και κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, τα οποία συνοδεύονται από αστικούς μύθους και θρύλους.
Τα λεγόμενα «στοιχειωμένα σπίτια» της Αθήνας έχουν αποτελέσει πολλές φορές αντικείμενο «έρευνας», ωστόσο όπως δηλώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο ειδήσεων ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Κώστας Στοφόρος, πολλές από τις ιστορίες που τα περιβάλλουν «ξεκινάνε από το ότι πολλά από αυτά τα κτίρια χρησιμοποιήθηκαν από δυνάμεις της κατοχής και θεωρήθηκαν καταραμένα».
Ξεκινώντας την περιήγηση στα «στοιχειωμένα» κτίσματα της Αθήνας από το βουνό της Πεντέλης, σε υψόμετρο 720μ στο νοτιοδυτικό της τμήμα δεσπόζει η περίφημη Σπηλιά του Νταβέλη.
Η σπηλιά πήρε το όνομά της από το ομώνυμο λήσταρχο (Νταβέλη) ενώ παλιά ονομαζόταν το σπήλαιο των Αμώμων, δηλαδή των αναμάρτητων. Στο μέρος αυτό λατρευόταν ο θεός Παν, ενώ δίπλα της υπήρχαν δύο εκκλησάκια, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Σπυρίδωνα. Οι δύο εκκλησίες, αφού υπέστησαν τεράστιες ζημιές, εν τέλει υποστυλώθηκαν και συντηρήθηκαν. Οι τοιχογραφίες πλέον εκτίθενται στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Το σπήλαιο εξερευνήθηκε από τους σπηλαιολόγους Ιωάννη και Άννας Πετρόχειλου.
Οι φήμες για το σπήλαιο άρχισαν να δίνουν και να παίρνουν περίπου από τη δεκαετία του ’70 καθώς ερευνητές αναφέρουν ότι στην Πεντέλη εμφανίζονταν διάφορα παράδοξα φαινόμενα όπως ηλεκτρομαγνητικά, μαγνητικές δίνες, ενώ κάποιοι ισχυρίζονται ότι όσοι ερευνητές έμπαιναν μέσα έχαναν τη μνήμη τους, τα όργανα των μετρήσεών τους επηρεάζονταν, πυξίδες διαλύονταν, ανιχνευτές μετάλλου τρελαίνονταν, φωτογραφικές μηχανές δυσλειτουργούσαν. Ορισμένοι απέδωσαν το φαινόμενο στην ύπαρξη δυνατών μαγνητικών πεδίων. Παράλληλα υπήρχαν φήμες που θέλουν τη σπηλιά να επικοινωνεί μέσω στοών με το Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας.
Πολλοί είναι οι μύθοι και για το μέγαρο της Δουκίσσης Πλακεντίας, το Καστέλο της Ροδοδάφνης, όπως ονόμασε η Δούκισσα της Πλακεντίας τη θερινή της κατοικία στην Πεντέλη.
Η Σοφί ντε Μαρμπουά – Λεμπρέν, γνωστή και ως Δούκισσα της Πλακεντίας, ήταν κόρη του Γάλλου διπλωμάτη Φραγκίσκου Μπαρμπέ – Μπαρμπουά και της Αμερικανίδας Ελίζαμπεθ Μουρ, κόρης του διοικητή της Πενσυλβάνια των Η.Π.Α. Φραγκλίνου Μουρ. Τον τίτλο της Δούκισσας τον απέκτησε όταν παντρεύτηκε στα 20 της χρόνια τον Κάρολο Λεμπρέν, Δούκα της Πλακεντίας και προστατευόμενο του Ναπολέοντα, με τον οποίο έμεινε μαζί 10 χρόνια. Απέκτησαν μια κόρη την Καρολίνα- Ελίζα Λεμπρέν, την οποία σύμφωνα με τις φήμες η Δούκισσα της Πλακεντίας αγαπούσε υπερβολικά. Οι μύθοι για εκείνη ξεκινούν όταν πεθαίνει η μονάκριβή της κόρη.
Ο θάνατος της κόρης την είχε συγκλονίσει. Η Δούκισσα αρνούταν να δεχτεί το χαμό της γι αυτό λέγεται ότι αποφάσισε να ταριχεύσει το κορμί της ώστε να μην αναγκαστεί να την αποχωριστεί. Σύμφωνα με τους μύθους της εποχής, η αγάπη της ήταν τόσο μεγάλη και παθολογική που κρατούσε το ταριχευμένο πτώμα της μέσα στο αρχοντικό και φερόταν στην κόρη της σαν να ήταν ζωντανή.
Όπως αναφέρει ο κ. Στοφόρος, «οι μύθοι για την Δούκισσα της Πλακεντίας, υποστηρίζουν ότι γύριζε με μια λευκή νυχτικιά γύρω από το ανάκτορο τις νύχτες και όσοι περνούσαν από κει νόμιζαν ότι ήταν φάντασμα, ή νεράιδα. Παράλληλα μια ανεξήγητη πυρκαγιά που έκαψε το ανάκτορο και αποτέφρωσε το ταριχευμένο πτώμα της κόρης της βύθισε τη Δούκισσα ακόμη περισσότερο στην τρέλα και γέννησε θρύλους. Πριν η περιοχή κατακλυστεί από νέους κατοίκους και ανακαινιστεί το κτίριο, κανείς δεν τολμούσε να περάσει από κοντά, πολλοί έλεγαν πως μια λευκοντυμένη μορφή τριγύριζε στα ερείπια ψάχνοντας, άλλοι άκουγαν παράξενες φωνές και ουρλιαχτά ανύπαρκτων σκύλων.
Η Δούκισσα λένε πέθανε στην Πεντέλη, πολλές φορές μέχρι το θάνατό της ντυμένη στα άσπρα σαν φάντασμα, λιποδίαιτη και λιπόσαρκη, πεθαίνοντας είχε παρακρούσεις, μίλαγε στην κόρη της και έκλαιγε ώρες ολόκληρες. Οι παλαιότεροι αφηγούνταν ότι η μάνα είχε τρελαθεί, σταμάτησε τους περιπάτους στη σπηλιά και στη λίμνη Θαλάσσι (ή Θαλώσσι), σταμάτησε να δέχεται κόσμο στο σπίτι της και ούτε καν δεχόταν τους κατοίκους της Πεντέλης που έρχονταν να της προσφέρουν λίγα από τα προϊόντα τους μέλι, φρέσκο ψωμί, γάλα, αυγά και σύκα».
Στη διασταύρωση των οδών Προφήτη Ηλία και Μάρκου Μπότσαρη στο Χαλάνδρι οι περαστικοί συναντούν μία ερειπωμένη μονοκατοικία. Πρόκειται για το σπίτι της Τζίνα Μπαχάουερ, Ελληνίδας κλασικής πιανίστριας διεθνούς φήμης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και πέθανε ξαφνικά το 1976. Στις 22 Αυγούστου 1976 για πρώτη φορά η Τζίνα Μπαχάουερ δεν ήταν πιστή στο ραντεβού της με το κοινό που την περιμένει στο κατάμεστο Ηρώδειο. Έκτοτε, οι ιστορίες που κυκλοφορούν σχετικά με αυτό το οίκημα αναφέρουν ότι από το σπίτι ακούγονται περίεργοι θόρυβοι, μελωδίες πιάνου, ενώ εκεί γύρω κυκλοφορεί μία μαυροφορεμένη γυναίκα. Όπως αφηγείται ο κ. Στοφόρος, «η Τζίνα Μπαχάουερ την περίοδο της δικτατορίας δεν ξανάπαιξε, όταν ερχόταν όμως στο Χαλάνδρι καλούσε φίλους και γνωστούς της στον κήπο της τραβούσε το πιάνο και έπαιζε ένα ρεσιτάλ για όσους έρχονταν και κάθονταν στο γρασίδι».
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά και πολυσυζητημένα κτίρια της Αθήνας, είναι η βίλα Καζούλη στην Κηφισιά.
Πρόκειται για μία έκταση 47 στρεμμάτων που χτίστηκε από τον Αιγυπτιώτη επιχειρηματία της Αλεξάνδρειας Νικόλαο Καζούλη και ήταν η θερινή του κατοικία. Λέγεται πως ο αρχιτέκτονας Παναγιώτης Αριστόφρων, γαμπρός του Νικόλαου Καζούλη, ήταν αυτός που έφτιαξε τον παράξενο τρούλο που κοσμεί μέχρι σήμερα το κτίριο. Ο Παναγιώτης Αριστόφρων ήταν μελετητής του Πλάτωνα και είχε εγκατεστημένη σε διάφορα από τα 25 δωμάτια του κτιρίου πολύτιμη βιβλιοθήκη φιλοσοφικών έργων ενώ επιθυμία του ήταν η βίλα να γίνει κάποτε κέντρο μελέτης του μεγάλου φιλοσόφου.
Αφορμή για τους μύθους σχετικά με τη βίλα της Κηφισιάς αποτέλεσε το γεγονός ότι είναι χτισμένη πάνω σε ένα τούρκικο νεκροταφείο. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής το κτίριο καταλήφθηκε από τους Γερμανούς που εγκατέστησαν εκεί το φρουραρχείο των SS. Στα υπόγεια της Βίλας Καζούλη θα μαρτυρήσουν δεκάδες αγωνιστές και από τότε θεωρείται καταραμένο κτίριo. Mαρτυρίες ανθρώπων που το επισκέφθηκαν μιλούν για μια περίεργη αίσθηση που απλώνεται στα έρημα δωμάτια. Η έπαυλη χρησιμοποιήθηκε για τα γυρίσματα της ταινίας «Υπολοχαγός Νατάσα», με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Τον δικό του μύθο έχει και το αρχοντικό του μυστηρίου στο Πικέρμι για το οποίο μάλιστα υπάρχουν δύο εκδοχές.
Η πρώτη αναφέρει ότι στο οίκημα ο Περικλής Καλλέργης επιστάτης στο κτήμα Σκουζέ που περιέβαλε το αρχοντικό σκότωσε τη γυναίκα του και ύστερα αυτοκτόνησε. Σύμφωνα με κατοίκους, από τότε κανένας ένοικος δεν κατόρθωσε να μείνει στο σπίτι για μεγάλο διάστημα. Η άλλη εκδοχή ωστόσο υποστηρίζει ότι κι αυτό το κτίριο χρησιμοποιούταν στην Κατοχή ως φρουραρχείο και στα υπόγειά του γίνονταν βασανιστήρια. Κάτοικοι και ερευνητές ισχυρίζονταν ότι μέσα στο σπίτι υπήρχαν παράδοξα σύμβολα, ενώ ορισμένοι περαστικοί ανέφεραν ότι ακούγονταν φωνές, ουρλιαχτά, βογγητά και έβγαιναν παράξενα φώτα από τα υπόγεια.
Η περιοχή του Μετς αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για όσους ήθελαν να διηγηθούν «τρομακτικές και παράξενες» ιστορίες. Συγκεκριμένα η οδός Άγρας συγκεντρώνει αρκετές φήμες καθώς στον αριθμό 22 δεσπόζει ένα σπίτι που άνηκε σε έναν πρώην σταυλάρχη του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Εκεί αναφέρεται ότι υπάρχουν περίεργα φώτα, μυστηριώδεις κινήσεις μορφών ενώ όσοι έχουν επισκεφθεί το σπίτι μιλούν για μια παράξενη ατμόσφαιρα και ένα παγωμένο αίσθημα αδικαιολόγητου φόβου. Λίγο πιο πέρα στο Παγκράτι, στην οδό Πύρωνος και Προαιρεσίας βρίσκεται το σπίτι του πολιτευτή Μπακόπουλου. Φημολογείται ότι κατά την κατοχή, εγκαταστάθηκε εκεί η Γκεστάπο. Έπειτα από την απελευθέρωση της Ελλάδος, όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, έκαναν λόγο για τις φωνές και τις κραυγές αυτών που θανατώθηκαν από τους Ναζί.
Στην οδό Σμολένσκι 4 στο Νέο Φάληρο ένα νεοκλασικό κτίριο παραμένει ακατοίκητο και ερειπωμένο εδώ και χρόνια. Πρόκειται για το σπίτι ενός υφασματέμπορου που ονομαζόταν Κουρτάλης, σύμφωνα με τους μύθους που κυκλοφορούσαν, λέγεται ότι ο ιδιοκτήτης στα τελευταία χρόνια της ζωής του χρεοκόπησε και άρχισε να βυθίζεται στην τρέλα. Μέχρι το θάνατό του έμενε κλεισμένος στο σπίτι. Σήμερα στο μισοερειπωμένο αρχοντικό ορισμένοι ισχυρίζονται ότι βλέπουν μια μορφή να τριγυρνά και να ψιθυρίζει ακατάληπτα λόγια. Αρκετοί αποκαλούν το σπίτι ως «Πύργο των Ονείρων» ενώ δεν είναι λίγοι που περνούν έξω από το σπίτι έχοντας ακούσει την παράξενη ιστορία του.
Γύρω από το όνομα της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου υπάρχει εδώ και χρόνια ένας θρύλος. Περνώντας κάποιος από την οδό Λασκαρίδου στην Καλλιθέα συναντά ένα εντυπωσιακό διώροφο νεοκλασικό. Πρόκειται για την οικία της ζωγράφου. Η Σοφία Λασκαρίδου έζησε και πέθανε εκεί, ωστόσο η ζωή της έμελλε να αλλάξει μετά την αυτοκτονία του αγαπημένου της, του λογοτέχνη, Περικλή Γιαννόπουλου. Ο Περικλής Γιαννόπουλος δεν μπόρεσε να αντέξει το γεγονός ότι η Λασκαρίδου βρισκόταν μακριά του και το 1910 αυτοκτόνησε. Έπειτα από αυτό η Λασκαρίδου βυθίστηκε στο πένθος. Ο θρύλος λέει πως στο εγκαταλελειμμένο σπίτι περιφέρεται το φάντασμα της, γεμάτο ενοχές για τον θάνατο του λογοτέχνη.
Οι αστικοί αυτοί μύθοι για τα στοιχειωμένα σπίτια και τις ιστορίες φαντασμάτων αποτελούν, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Στοφόρος προφορικές αφηγήσεις που έχουν διασωθεί μέσω των διαφόρων βιβλίων ή ρεπορτάζ που έχουν πραγματοποιηθεί, δεν υπάρχουν βέβαια τεκμήρια ή αποδείξεις για όλα αυτά.
Ακόμα κι αν οι ιστορίες ανήκουν στη σφαίρα του φαντασιακού τα κτίσματα παραμένουν στη θέση τους ερειπωμένα και εγκαταλελειμμένα παίρνοντας «ζωή και αξία» από τους θρύλους που τα περιβάλλουν.