Οι μέλλουσες γενιές θα έχουν πολλά να πουν και να γράψουν για το θαύμα της 28ης Οκτωβρίου, δίνοντας έμφαση κυρίως στην ελευθεροφροσύνη, στην αυταπάρνηση και στην αυτοθυσία της ελληνικής ψυχής.
Ένα θέμα, που προβλημάτισε και ταυτοχρόνως συγκίνησε πολλούς μελετητές, ήταν η πληθώρα μαρτυριών από Έλληνες στρατιώτες, που ισχυρίζονταν σθεναρά και παθιασμένα ότι έβλεπαν συχνά σε οράματα την ίδια την Παναγία να τους συμπαραστέκεται, να τους παρηγορεί και να τους ενθαρρύνει.
Αξίζει να σημειωθεί πως δεν ήταν μόνο οι απλοί φαντάροι που ένιωθαν το στοργικό χάδι της Θεομήτορος, αλλά και ανώτεροι αξιωματικοί και άλλοι, μη στρατιωτικοί, που βοηθούσαν από το δικό τους μετερίζι τη χώρα σε εκείνους τους άγριους καιρούς.
Στη συνείδηση των πιστών Ελλήνων αποτυπώθηκε με τα μελανότερα χρώματα η δολοφονική επίθεση των Ιταλών κατά της «Έλλης», με τον σφοδρό τορπιλισμό της, την ημέρα ακριβώς που πανηγυριζόταν η εορτή της Παναγίας.
Στις 15 Αυγούστου 1940, λίγο πριν τη λιτάνευση της ιερής εικόνας στην Τήνο κι ενώ στην προκυμαία στέκονταν ευλαβικά πλήθος κόσμου, ώστε να αποτίσει φόρο τιμής στη Μεγαλόχαρη, ένα υποβρύχιο εξαπέλυσε τρεις τορπίλες εναντίον της «Έλλης», εκ των οποίων η μία την έπληξε, προξενώντας έκρηξη στο μηχανοστάσιο και πυρπόληση των δεξαμενών πετρελαίου, σκοτώνοντας 9 και τραυματίζοντας 24 ανθρώπους.
Οι άλλες δυο τορπίλες, που έχασαν τον στόχο τους, εξερράγησαν στην προκυμαία και ως εκ θαύματος δεν προκάλεσαν θύματα. Η «Έλλη» βυθίστηκε μία ώρα αργότερα και το πλήρωμά της αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει, πριν εναποθέσει το κουφάρι της στον κυκλαδίτικο βυθό.
Το παράδοξο ήταν ότι και κάποιοι Ιταλοί επέμεναν πως είχαν νιώσει την παρουσία της Παναγίας. Το παρακάτω περιστατικό γνωστοποιήθηκε από ανώτερο Έλληνα αξιωματικό, μόλις επέστρεψε από τη γραμμή του πυρός.
Κάποια μέρα στρατιώτες και χωρικοί είδαν ένα ιταλικό αεροπλάνο να υπερίπταται ενός ηπειρωτικού χωριού και να διαγράφει κύκλους πάνω από μια μικρή εκκλησία, λες και ήταν εκείνη ο αντικειμενικός του στόχος. Όλοι περίμεναν να βομβαρδίσει το εκκλησάκι, όπως είχαν πράξει κατ’ επανάληψιν οι Ιταλοί αεροπόροι, ισχυριζόμενοι πως τα ξωκλήσια και τα ερημοκκλήσια ήταν αποθήκες πυρομαχικών.
Όταν τελικά το είδαν να κατέρχεται, σε ύψος εκατό μέτρων μόνο, οι χωρικοί και οι στρατιώτες, που καλύπτονταν κάτω από τα δέντρα, περίμεναν κάποιον από εκείνους τους βάρβαρους πυροβολισμούς, στους οποίους είχαν ειδικευθεί οι Ιταλοί στρατιώτες. Προς μεγάλη τους έκπληξη, όμως, είδαν το αεροπλάνο να προσγειώνεται ανωμάλως στο γειτονικό χωράφι, δίπλα ακριβώς από το ξωκλήσι.
Έτρεξαν αμέσως Έλληνες στρατιώτες και χωρικοί και συνέλαβαν τον αλώβητο Ιταλό πιλότο, που παραδόθηκε χωρίς καμιά αντίσταση. Συνειδητοποίησαν ότι ο εχθρός ήταν τρομοκρατημένος και τους έδειχνε με φόβο την εκκλησία, φωνάζοντας ασταμάτητα στη γλώσσα του: «La chiesa! La chiesa!” (Η εκκλησία! Η εκκλησία!)
Κυρίως με χειρονομίες, αλλά και με λίγες λέξεις στα αγγλικά και στα γαλλικά, οι Έλληνες κατάλαβαν ότι ο Ιταλός πιλότος ήθελε να τον οδηγήσουν μέσα στην εκκλησία. Πράγματι, τον κατηύθυναν στο ήσυχο ερημοκκλήσι κι εκείνος, μόλις διάβηκε το κατώφλι του, έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει σαν παιδί.
Αργότερα, ανακρινόμενος, διηγήθηκε ότι καθώς επέστρεφε με τους συντρόφους του από βομβαρδισμό ελληνικής κωμόπολης, κατά τη διάρκεια του οποίου επλήγη κάποια εκκλησία, είδε άξαφνα μακριά του ένα ξωκλήσι. Θεώρησε πως ήταν μυστική αποθήκη πυρομαχικών κι έστρεψε τα πυρά του εναντίον του.
Τη στιγμή εκείνη είδε το μικρό, λιτό, ταπεινό, λευκό κτίριο να μεγεθύνεται αφύσικα και να αποκτά τον όγκο ενός μεγαλοπρεπούς καθεδρικού ναού, σε σημείο, όμως, που το μέγεθός του κάλυψε όλη την ευρύτερη περιοχή. Είδε, επίσης, τον τρούλο της εκκλησίας να πυργώνεται ολοένα και περισσότερο προς τα ουράνια. Παράξενοι ήχοι θρησκευτικών μελωδιών και εκκλησιαστικών οργάνων βομβούσαν στα αυτιά του. Έτσι, δίχως να γνωρίζει πώς, αναγκάστηκε να προσγειωθεί. Ο Έλληνας αξιωματικός που ανέφερε τα ανωτέρω, επιβεβαίωνε την αυθεντικότητα του γεγονότος.
Υπήρξαν, όμως, κι άλλες παρόμοιες θαυμαστές διηγήσεις. Ένας Ιταλός αλπινιστής, που ανήκε σε ολόκληρο λόχο αλπινιστών που παραδόθηκαν, κατέθεσε ανακρινόμενος ότι αναγκάστηκαν να παραδώσουν τα όπλα, διότι ακόμα και γυναίκες πολεμούσαν με απαράμιλλη γενναιότητα στο πλευρό των Ελλήνων στρατιωτών.
Οι Έλληνες στρατιώτες, τότε, τού είπαν ότι μόνο στη αρχή του πολέμου οι Ελληνίδες βοηθούσαν το στρατό, απλώς μεταφέροντας πυρομαχικά. Εκείνος επέμενε ότι είχε δει με τα μάτια του μια γυναίκα πανύψηλη, αδύνατη και μαυροντυμένη να ηγείται γενναία του ελληνικού πεζικού τη στιγμή της επίθεσης.
Πάρα πολλοί ήταν οι Ιταλοί αιχμάλωτοι που υποστήριζαν ότι είχαν δει μαυροφορεμένες γυναίκες να είναι επικεφαλής των ελληνικών στρατευμάτων. Η απήχηση των θαυμαστών αυτών γεγονότων είχε υπερπηδήσει την Αδριατική Θάλασσα και είχε κατακυριεύσει την Ιταλία.
Όταν ο Α. Κοκκίνης, κάτοικος Τεργέστης, επέστρεψε στην πατρίδα, έπειτα από ανταλλαγή υπηκόων μεταξύ Ελλάδας κι Ιταλίας, ανέφερε τα εξής:
«Διαδόθηκε σ’ ολόκληρη την Ιταλία η φήμη, προκαλώντας τεράστια εντύπωση και συνάμα, φόβο στον απλό λαό, ότι τα ελληνικά στρατεύματα τα οδηγούσε η ίδια η Παναγία στη νίκη. Μυστικά και με πολλές προφυλάξεις, οι Ιταλοί διηγούνταν καταπληκτικές ιστορίες για το πώς η Γλυκοφιλούσα Θεοτόκος ενθάρρυνε τους στρατιώτες μας, όταν ήταν εξαντλημένοι και για το πώς τους προστάτευε από τα βλήματα και τους στόχους. Μάλιστα, άρχισαν να κάνουν παρακλήσεις, για να εξευμενιστεί η Παναγία της Τήνου, που θεωρούσαν ότι είχε θυμώσει μαζί τους, καθώς είχαν ατιμάσει τη χάρη Της, ανήμερα στη γιορτή Της, με τον τορπιλισμό της «Έλλης». Ο ιταλικός λαός ικέτευε με κάθε τρόπο να φύγει από πάνω του αυτή η βαριά κατάρα, η κακοτυχία, «η jettatura» όπως την έλεγαν».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ», στις 28/10/1956…