Στη δημοσιότητα δόθηκαν για πρώτη φορά, σκαναρισμένα, τα σοβιετικά έγγραφα του συμφώνου μη επίθεσης που συνομολόγησαν η Σοβιετική Ένωση και η ναζιστική Γερμανία το 1939, λίγες ημέρες πριν την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Τα σαρωμένα έγγραφα αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο από το μη κερδοσκοπικό Ίδρυμα Ιστορικής Μνήμης της Ρωσίας, σε συνεργασία με το ιστορικό αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών. Μέχρι σήμερα η ιστορική έρευνα βασιζόταν σε φωτοαντίτυπα των γερμανικών κειμένων.
Οι διαπραγματεύσεις των δυο πλευρών ξεκινούν μυστικά ήδη από τον Απρίλιο του 1939, προκειμένου να δουν αν μπορούν να φτάσουν σε ένα κοινό σημείο σύγκλισης. Αυτό επιτυγχάνεται πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι και οι ίδιοι υπολόγιζαν. Τις διαπραγματεύσεις έχουν αναλάβει ο Υπουργός Εξωτερικών του Γ’ Ράιχ, Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ και ο Σοβιετικός ομόλογός του Βιάτσεσλαβ Μολότοφ.
Το σύμφωνο - που πολλές φορές μνημονεύεται ως «σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ» - επέτρεψε στο Γ’ Ράιχ να εισβάλει στην Πολωνία και στη συνέχεια να στραφεί προς τη δυτική Ευρώπη δίχως να ανησυχεί για το ενδεχόμενο πολέμου σε δύο μέτωπα.
Οι υπογραφές στο Σύμφωνο μπαίνουν σε σύσκεψη στη Μόσχα, με κάθε επισημότητα, και παρουσία διεθνών ΜΜΕ. Και οι δυο πλευρές, ωστόσο, υπογράφουν ένα ακόμα, μυστικό αυτή τη φορά, σύμφωνο, με το οποίο μοιράζουν τη βορειοανατολική Ευρώπη σε «σφαίρες συμφερόντων», παραχωρώντας στο καθεστώς του Ιωσήφ Στάλιν τις τρεις βαλτικές χώρες και τη Φινλανδία.
Ο Κόκκινος Στρατός προσάρτησε την ανατολική Πολωνία μετά τη γερμανική εισβολή και εισέβαλε στη Φινλανδία τρεις μήνες μετά την υπογραφή του συμφώνου.
Το σύμφωνο κανονικά θα διαρκούσε για τουλάχιστον μία δεκαετία, όμως ο Αδόλφος Χίτλερ κήρυξε τον πόλεμο στην ΕΣΣΔ τον Ιούνιο του 1941, ανοίγοντας το ανατολικό μέτωπο.
Η απόφαση της Μόσχας να έλθει σε συμφωνία με τον μεγάλο ιδεολογικό αντίπαλό της προκάλεσε έκπληξη και αίσθηση στη Βρετανία, τη Γαλλία και γενικότερα τη Δύση.