Υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι, που υποστηρίζουν ότι έχουν ζήσει κι άλλες ζωές, πως είχαν ξανάρθει κι άλλοτε στον κόσμο. Τι να συμβαίνει άραγε; Μήπως ψεύδονται; Μήπως υπερβάλλουν; Ή τάχατες βεβαιώνουν την αλήθεια; Η επιστήμη τείνει να διατηρεί πολλές επιφυλάξεις, αν και πολύ συχνά δεν έχει όλες τις απαντήσεις…
Κατωτέρω, θα ασχοληθούμε με τις περιπτώσεις ενός 8χρονου κοριτσιού από τη Βιρμανία (σημερινή Μιανμάρ), της Γιουάν Μονκαρντσί και του Άγγλου Τζον Χέσλοπ-Ρόμπσον, που αιφνιδίως κατελήφθησαν από αναμνήσεις ενός πρότερου βίου. Η μεν Γιουάν, όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της έπειτα από ένα σοβαρό ατύχημα, ο δε Τζον, όταν επισκέφτηκε την Ινδία.Και ερωτάται κανείς: Εκτός από τους σταθμούς της γέννησης και του θανάτου, υπάρχουν άραγε κι άλλοι κύκλοι στην περιπέτεια της ανθρώπινης ψυχής;Η Επιστήμη και ο Αποκρυφισμός καταβάλλουν κάθε δυνατή για τον νου προσπάθεια, ώστε να διαφωτίσουν το μυστήριο της μετενσάρκωσης και της μετεμψύχωσης. Ακόμη και οι θεολόγοι πασχίζουν να απαντήσουν σχετικώς.Οι επιστήμονες, λοιπόν, συγκέντρωσαν πολλές εκθέσεις και συνέταξαν ένα πρωτόκολλο για τα πορίσματα των διεξαχθεισών ερευνών. Από το πρωτόκολλο αυτό παρελήφθησαν οι δύο κατωτέρω συνταρακτικές περιπτώσεις:Η Γιουάν Μονκαρντσί ήταν μια μικρούλα Βιρμανέζα, ηλικίας 8 ετών. Μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά της Ραγκούν και ήταν ένα συνηθισμένο κοριτσάκι, μέχρι την ημέρα που χτυπήθηκε στο κεφάλι από αυτοκίνητο. Τη μετέφεραν αμέσως σε νοσοκομείο, όπου πάλευε με τον θάνατο για πολύ καιρό.Εν τούτοις, μια μέρα ανέκτησε πλήρως τις αισθήσεις της, άνοιξε και πάλι τα μαύρα μάτια της και με έκπληξη για το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν, ρώτησε:
-Γιατί είμαι εδώ;Η ερώτηση δεν θα ήταν καθόλου παράδοξη, αν είχε διατυπωθεί στη μητρική της γλώσσα, την ινδική. Το περίεργο ήταν ότι η ερώτηση είχε υποβληθεί σε άπταιστα γαλλικά!Στην αρχή, οι παριστάμενοι δεν είχαν προσδώσει τη δέουσα σημασία, διότι δεν ήταν γλωσσομαθείς. Τυχαίως, όμως, διήλθε από το δωμάτιο της μικρής ένας νεαρός Ινδός ιατρός, ο οποίος είχε σπουδάσει στο Παρίσι. Γεμάτος κατάπληξη και απορία, ενημέρωσε αμέσως τον Διευθυντή του νοσοκομείου, που έσπευσε στο δωμάτιο της μυστηριώδους Γιουάν.Το κοριτσάκι είχε λησμονήσει εντελώς τη μητρική της γλώσσα. Γι’ αυτό, οι ερωτήσεις του Διευθυντή προς αυτό υποβάλλονταν μέσω του γαλλομαθούς ιατρού του κι ενός διερμηνέα. Ό, τι ειπώθηκε τότε από το κοριτσάκι, έκανε τους παρισταμένους να ανατριχιάσουν:
-Ποια είσαι τέλος πάντων; τη ρώτησαν.
-Ονομάζομαι Σιμόν Ρουγκάρ. Γεννήθηκα στις 9 Αυγούστου του 1887 στην Μπεζανσόν της Γαλλίας κι έχω τέσσερα παιδιά. Αγνοώ πώς βρέθηκα σε ένα τέτοιο περιβάλλον.Οι ιατροί απέδωσαν τα λεγόμενα της μικρούλας Βιρμανέζας σε εγκεφαλικό τραύμα και υπέθεσαν ότι επαναλάμβανε πράγματα που ίσως είχε ακούσει στο παρελθόν.Αλλά κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς η Γιουάν μιλούσε απταίστως τη γαλλική γλώσσα. Το γεγονός αυτό παρέμενε επιστημονικώς ανεξήγητο. Ο Τύπος κατόπιν πληροφορήθηκε την περίπτωση της μικρής και εξέφρασε ομοφώνως την έκπληξή του για το παράδοξο τούτο γεγονός.Από τηλεγραφήματα ανταποκριτή που δημοσιεύθηκαν στις αμερικανικές εφημερίδες, πληροφορήθηκε την ιστορία αυτή ο Αμερικανός παραψυχολόγος Δρ. Τζέιμς Λανσταίηλ, ο οποίος εξέφρασε ζωηρότατο ενδιαφέρον.Κατά τη γνώμη του, λοιπόν, το κοριτσάκι από τη Βιρμανία δεν είχε υποστεί ούτε αυταπάτη ούτε παράκρουση, αλλά μετά τον τραυματισμό του, είχε αποσπαστεί από την τωρινή του ύπαρξη και είχε μεταφερθεί σε μια άλλη, προηγούμενη ζωή.Έπρεπε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Γιουάν είχε ξαναζήσει στη Γαλλία ως Σιμόν Ρουγκάρ στην Μπεζανσόν; Το πράγμα φαινόταν πολύ τολμηρό, για να είναι αληθινό…Ο Δρ. Λανσταίηλ, ωστόσο, για να παρακολουθήσει καλύτερα την υπόθεση, αποφάσισε να μεταβεί στη Ραγκούν μαζί με έναν δημοσιογράφο. Αφού συνομίλησε για αρκετή ώρα με το 8χρονο κορίτσι, πήρε το αεροπλάνο και πήγε στην Μπεζανσόν.Εκεί τον περίμενε μια κατακλυσμιαία έκπληξη. Στα σκονισμένα αρχεία της Δημαρχίας ανακάλυψε πολύτιμες πληροφορίες. Η Σιμόν Ρουγκάρ είχε γεννηθεί πράγματι στις 9 Αυγούστου του 1887 και είχε πεθάνει στις 7 Μαΐου του 1914 από επιλόχειο πυρετό. Βρήκε επίσης μια φωτογραφία της από το έτος 1912.Με τη φωτογραφία αυτή, ο Δρ. Λανσταίηλ ξαναπήγε στη Βιρμανία, όπου την έδειξε στο μυστηριώδες κοριτσάκι, που μόλις την αντίκρισε, αναφώνησε δυνατά:
-Ναι, ναι, εγώ είμαι αυτή! Και πόσο μου λείπει το σπίτι μου στην Μπεζανσόν!Και περιέγραψε με θαυμαστή πιστότητα το εσωτερικό του σπιτιού της Σιμόν, το οποίο είχε ήδη επισκεφτεί ο Δρ. Λανσταίηλ, όταν είχε πάει στη Γαλλία, προκειμένου να συγκεντρώσει πληροφορίες για την περίπτωση αυτή.Αν και ο ίδιος είχε πλέον πειστεί πως επρόκειτο για περιστατικό γνήσιας μετεμψύχωσης, μερικοί φίλοι του επιστήμονες τον χαρακτήριζαν ως αφελή και ονειροπόλο.Ο Άγγλος Τζον Χέσλοπ-Ρόμπσον ήταν μηχανικός και άνθρωπος θετικός, που ενδιαφερόταν μόνο για πράγματα που σχετίζονταν με την εργασία του. Μια μέρα, η εταιρεία στην οποία εργαζόταν, τον απέστειλε στην Ινδία, για να επιβλέψει τη συνδεσμολογία μερικών περίπλοκων μηχανημάτων.Περίμενε, λοιπόν, στη Βομβάη την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας του. Επειδή, όμως, είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του, αποφάσισε να περιδιαβεί στους δρόμους της πολύβουης τούτης πόλης. Καθώς τριγύριζε στα χρωματιστά σοκάκια, είχε την εντύπωση πως είχε ζήσει στον τόπο αυτόν ξανά και πως επέστρεφε από ένα μακρινό ταξίδι. Όταν έφτασε στο λιμάνι, τότε δε συγκρατήθηκε άλλο:
-Δεν είμαι ο Άγγλος μηχανικός Τζον Χέσλοπ-Ρόμπσον! Είμαι ένας Ινδός ναυτικός! Γνωρίζω όλα τούτα τα μέρη και μπορώ να τα περιγράψω όπως ήταν παλιότερα με κάθε λεπτομέρεια!Όταν έπειτα από μερικές ώρες έφυγε, σκεφτόταν αδιάκοπα τα παράξενα αυτά περιστατικά σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του. Κι όταν πλέον έφτασε στο Μπανγκαλόρ, εξομολογήθηκε την περιπέτειά του στην Ινδή σπιτονοικοκυρά του, την κυρία Μακαμάχ.Αυτή, αφού τον άκουσε σκεπτική, ύστερα του είπε:
-Είσαι Ινδός! Σε μιαν άλλη, παλαιότερη ζωή σου, έζησες στην Ινδία. Και θα σε υπνωτίσω, για να περιγράψεις την παλιά ζωή σου.Την άλλη μέρα, λοιπόν, παρουσία δύο μηχανικών, ενός Άγγλου κι ενός Ινδού, ο Τζον υπνωτίστηκε από την κυρία Μακαμάχ και άρχισε να ιστορεί:
-Είναι 4 Μαΐου του 1914. Είμαι 6 ετών. Κρυώνω, πέφτει σφοδρό χαλάζι, που με χτυπάει κατακέφαλα. Πονάω τρομερά!-Καλά, Τζον. Εγώ, όμως, θέλω να μου πεις πού ήσουν πριν γεννηθείς. Εμπρός, λέγε μου, του είπε η Ινδή υπνωτίστρια.
-Κολυμπώ σ’ ένα νέφος φωτός και χρωμάτων, ενώ γλυκιά μουσική αρμονία με θέλγει. Είμαι κι εγώ ένα κομμάτι του ωραίου αυτού φωτεινού νέφους. Πόσο όμορφα είναι! Μα, αίφνης, σκοτεινιάζει και μπλέκομαι στο σκοτάδι, απάντησε ο Τζον.Η γλώσσα του μηχανικού άλλαξε απότομα. Δε μιλούσε πια αγγλικά, αλλά μια δύσκολη ινδική διάλεκτο. Και στη διάλεκτο αυτή συνέχισε να λέγει:
-Νομίζω πως είμαι πίσω από έναν τοίχο. Αισθάνομαι πόνους και με τυραννάει το σκοτάδι. Βρίσκομαι σε μια καλύβα κοντά στη γυναίκα και στα παιδιά μου. Είμαι ο Καπούρα, ένας ναυτικός από τη Βομβάη. Η γυναίκα μου λεγόταν Πάρτσι.Το πείραμα διακόπηκε απότομα, γιατί ο Άγγλος μηχανικός σπαρταρούσε από το ρίγος και την αγωνία στην ανάμνηση της προηγούμενης ζωής του.Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 22/12/1962…