Στις 20 Ιούλιου του 1925, ο Θεοδωρος Πάγκαλος, ο οποίος ήδη κυβερνούσε δικτατορικά από τον προηγούμενο μήνα, εξέδωσε ένα νομοθετικό διάταγμα. Με το διάταγμα αυτό, αρκετά σοβαρά αδικήματα υπάγονταν στην αρμοδιότητα των στρατοδικείων και προβλεπόταν ποινή θανάτου δια απαγχονισμού. Ανάμεσα σε αυτά τα σοβαρά παραπτώματα ήταν και η κατάχρηση δημόσιου χρήματος.
Το νομοθέτημα αυτό ίσχυσε για έναν χρόνο. Η πιο πολύκροτη δίκη που το αφορούσε, ξεκίνησε στις 15 Οκτωβρίου του ίδιο έτους. Στην αίθουσα του στρατοδικείου παρατάχθηκαν 21 κατηγορούμενοι, 3 στρατιωτικοί, ένας αστυνομικός, ένας πρώην στρατιωτικός και 16 πολίτες. Η κατηγορία που τους αποδιδόταν ήταν η κατάχρηση δημοσίου χρήματος με αθέμιτες μεθόδους. Το συνολικό ποσό ήταν 25 εκατομμύρια δραχμές.
Η κομπίνα που έστησαν είχε την εξής διαδικασία: Μέλη της σπείρας παρουσιάζονταν μπροστά στις αρχές και διεκδικούσαν ποσά για δήθεν κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Οι δηλώσεις τους έφταναν σε εκείνους που ήταν κι αυτοί στο κόλπο, οι οποίοι της ενέκριναν και εξέδιδαν εντάλματα πληρωμών. Κάποιες φορές και πλαστά.
Το δικαστήριο ήταν έκτακτο και αποτελούνταν από πέντε στρατιωτικούς και δυο λαϊκούς δικαστές. Τους 21 υπερασπίστηκε η αφρόκρεμα των δικηγόρων της Αθήνας, όπως μεταξύ άλλων οι Κωνσταντίνος Λυκουρέζος, Άγγελος Τσουκαλάς, Δημήτριος Μπαμπάκος και Χρήστος Σγουρίτσας.
Οι συνήγοροι προσπάθησαν να αποδέιξουν το δικαστήριο αναρμόδιο, αφού τα αδικήματα είχαν γίνει πριν από την θέσπιση του νόμου του Παγκάλου. Το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση, με την ακροαματική διαδικασία να φτάνει μέχρι την 23η Νοεμβρίου.
Την επόμενη ημέρα, η ετυμηγορία του δικαστηρίου καταδίκασε τρεις από τους κατηγορούμενους σε θάνατο δια απαγχονισμού, δυο σε ισόβια κάθειρξη, επτά σε διάφορες ποινές φυλάκισης, ενώ αθώωσε τους υπόλοιπους εννέα. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου μετά την ανάγνωση, εξέφρασε την ευχή να μην εκτελεστεί η θανατική ποινή επειδή «εις άπαντα τα πεπολιτισμένα κράτη δεν εφαρμόζεται η εσχάτη των ποινών». Ο Θεόδωρος Πάγκαλος όμως δεν το συζητούσε καθόλου. Ήθελε να εκτελεστούν για παραδειγματισμό.
Στις 26 Νοεμβρίου, οι φύλακες ξύπνησαν τους τρείς μελλοθάνατους για να τους οδηγήσουν στο Γουδί. Στην αγχόνη θα οδηγούνταν ένας στρατιωτικός, ένας αστυνομικός και ένας επιχειρηματίας. Τους σέρβιραν το τελευταίο τους γεύμα που σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής, περιελάμβανε κοκορέτσι, μαρίδες, σταφύλια και ρετσίνα. Λίγο πριν ξεκινήσουν, ο επιχειρηματίας έμαθε με ανακούφιση πως η εκτέλεση του έλαβε αναστολή.
Στις 9 το πρωί οι έτεροι δυο έφτασαν στο Γουδί. Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στο σημείο, με τον τύπο να τον υπολογίζει στους 20.000. Ανάμεσα στο πλήθος βρισκόταν και ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, που αργότερα θα γράψει το ποίημα «Η πεδιάς και νεκροταφείον».
Ένα τέταρτο αργότερα παραδόθηκαν στον εθελοντή δήμιο, ο οποίος τους έδεσε τα χέρια και τους έβαλε λευκές κουκούλες. Έξι λεπτά αργότερα είχαν εκτελεστεί ήδη, τα σώματα κρέμονταν άψυχα στον αέρα και τα στρατιωτικά τμήματα παρέλασαν μπροστά τους.