Ως μάχη της Ισσού εννοούμε σημαντική μάχη που έδωσε ο Αλέξανδρος Γ' Μακεδών (Μέγας Αλέξανδρος) το 333 π.Χ. στο στενό που διαμορφωνόταν εκείνη την εποχή μεταξύ του όρου Αμανού και του Ισσικού κόλπου, κοντά στις Κιλίκιες πύλες, κατά του Δαρείου Γ' μεγάλου βασιλέα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών (των Περσών).
Γνωρίζοντας ο Αλέξανδρος πως ο Δαρείος έχει συγκεντρώσει στην κοιλάδα των Σώχων μεγάλο στρατό έστειλε τον Παρμενίωνα με τους Θράκες, τους Θεσσαλούς και τους άλλους Έλληνες να καταλάβει τη στενή διάβαση που οδηγούσε από την Κιλικία στη Συρία, που διερχόταν μεταξύ του όρους Αμανού και της θάλασσας, δηλαδή του Ισσικού κόλπου και το φύλαγε μικρή δύναμη, η οποία τράπηκε αμέσως σε φυγή. Ο Αλέξανδρος ασχολήθηκε πρώτα με την υποταγή των ορεινών φυλών της τραχείας Κιλικίας, επέστρεψε κατόπιν στην Ταρσό και προελαύνοντας με τους επίλεκτους πεζούς και τους ιππείς έφθασε διαδοχικά στους Σόλους και στη Μαλλό, πόλη που απάλλαξε από όλους τους φόρους και τίμησε με άλλους τρόπους, καθώς θεωρείτο αποικία των Αργείων με ιδρυτή τον Αμφίλοχο.
Τακτικές κινήσεις πριν τη μάχη
Στο μεταξύ πλησίαζε στην περιοχή το στράτευμα που είχε συγκροτήσει ο Δαρείος από όλες τις επικράτειες της αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος είχε αποφασίσει αρχικά να αναθέσει την αρχηγία του εκστρατευτικού σώματος στον αξιότερο στρατηγό του. Μετά τον θάνατο του στρατηγού Χαρίδημου, ελλείψει άλλων ικανών στρατηγών, την αρχηγία ανέλαβε ο άπειρος περί τα πολεμικά Δαρείος, όπως τον περιγράφει η μακεδονική προπαγάνδα, παρότι οι τακτικές κινήσεις του έφεραν τον Αλέξανδρο προ απροόπτου πριν την τελική μάχη και τον ανάγκασαν σε ταχύτατη προέλαση της εμπροθοφυλακής του μάλλον παρά του συνόλου του στρατεύματος ως περιγράφεται.
Ο περσικός στρατός κινήθηκε δυτικά και στρατοπέδευσε στην πεδιάδα των Σώχων, στη νότια Ασσυρία, αναμένοντας την άφιξη του Αλέξανδρου. Καθώς περνούσαν οι ημέρες και ο Αλέξανδρος δεν είχε ακόμη εμφανιστεί, ο Δαρείος συνεκτιμώντας με τους επιτελείς του ότι ο Αλέξανδρος δίσταζε, αποφάσισε να κινηθεί από την άνετη πεδιάδα στα στενά περάσματα της Κιλικίας. Μάταια προσπάθησε ο Αμύντας να μεταπείσει τον μεγάλο βασιλέα. Ο Δαρείος, εμπιστευόμενος τη γνώμη των αξιωματούχων του, σύμφωνα με την οποία οι Πέρσες θα καταπατούσαν τους Έλληνες μόνο με το ιππικό τους, εγκατέλειψε την ευρύχωρη πεδιάδα των Σώχων και κατευθύνθηκε προς την Κιλικία για να συναντήσει τον Αλέξανδρο.
Την επομένη ο στρατός του Αλέξανδρου ξεκίνησε την πορεία του. Διαβαίνοντας τις Αμανίδες πύλες, η ελληνική στρατιά έφθασε στην Ισσό. Εκεί ο Αλέξανδρος άφησε τους ασθενείς και τους τραυματίες και συνέχισε νότια, στρατοπεδεύοντας κοντά στην πόλη Μυρίανδρο. Την ίδια ώρα ο περσικός στρατός μέσω των Αμανιδών πυλών κατόρθωσε να φθάσει στην Ισσό χωρίς να γίνει αντιληπτός. Οι Πέρσες εισήλθαν στην πόλη και εξολόθρευσαν όλους τους ασθενείς και τραυματίες Έλληνες που βρίσκονταν εκεί. Με αυτόν τον τρόπο διαμόρφωσαν και την ανάγκη διαφορετικής στρατηγικής αντιμετώπισής τους, καθώς αν γινόταν μάχη, οι Πέρσες θα ήταν αναγκασμένοι να πολεμήσουν στη στενή πεδιάδα της Ισσού, ανάμεσα στη θάλασσα και τα Αμανικά όρη.
Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο Αλέξανδρος θεώρησε την πληροφορία λανθασμένη. Για να την εξακριβώσει, έστειλε μια τριακόντορο να πλεύσει βόρεια προς την Ισσό. Οι αξιωματικοί που επέβαιναν είδαν με τα μάτια τους τα πλήθη της περσικής στρατιάς στρατοπεδευμένα κοντά στη θάλασσα, βόρεια του ποταμού Πίναρου. Μετά από την εκτέλεση της αποστολής του το πλοίο επέστρεψε και οι άνδρες του ανέφεραν στον Αλέξανδρο ό,τι είχαν δει. Βέβαιος πλέον για την ακριβή θέση στην οποία βρισκόταν ο εχθρός, ο Αλέξανδρος, συγκαλώντας τους στρατηγούς, τους ιλάρχους και τους ηγέτες των συμμάχων, τους ανήγγειλε την επερχόμενη μάχη, εξήγησε το λάθος του Δαρείου, που καθήλωσε τις δυνάμεις του από την ευρυχωρία της πεδιάδας των Σώχων στη στενή διάβαση, θύμισε ιδιαίτερα στους Έλληνες ότι πολεμούν για το κοινό συμφέρον της Ελλάδας ενώ οι μισθοφόροι ομογενείς τους με τον Δαρείο δόλια αγωνίζονταν, έφερε στη μνήμη όλων το κατόρθωμα των μυρίων με ηγέτη τον Ξενοφώντα, παρόλο που δε διέθετε ιππικό, ενώ τώρα ο στρατός τόσους διέθετε ιππείς Θεσσαλούς, και Βοιωτούς, και Πελοποννήσιους, και Μακεδόνες και Θράκες. Πάνω από όλα παρουσίασε τη νίκη ως αναμφισβήτητη και όλοι επικρότησαν όσα είπε. Σφίγγοντάς του το χέρι, τον παρακάλεσαν να τους οδηγήσει αμέσως εναντίον των εχθρών. Εκείνος τους άφησε ελεύθερους, ζητώντας καλό φαγητό για τους στρατιώτες και προφυλακή ιππέων και στρατιωτών στις πύλες. Πριν αναχωρήσει από τη Μυρίανδρο οδήγησε τέρθιππο στη θάλασσα ως προσφορά στον Ποσειδώνα, πιθανώς για να αποτραπεί μια άκαιρη επέμβαση του φοινικικού στόλου.
Παράταξη των στρατευμάτων
Ο Αλέξανδρος φέρεται πως απείχε από τους Πέρσες πάνω από εκατό στάδια. Αναχωρώντας βράδυ, έφθασε κατά τα μεσάνυχτα στη διάβαση μεταξύ Αμανού και θάλασσας, στις ονομαζόμενες Κιλίκιες ή Σύριες πύλες, από τις οποίες είχε διαβεί προ δύο ημερών. Γενόμενος και πάλι κύριος αυτής της αξιόλογης τοποθεσίας, ανάπαυσε εδώ τον στρατό του την υπόλοιπη νύχτα και κατά την αυγή προχώρησε βόρεια, εναντίον του Δαρείου. Στην αρχή η διάβαση ήταν τόσο στενή, ώστε ο στρατός υποχρεωνόταν να προχωρεί σε κέρας. Το ιππικό ακολουθούσε το πεζικό. Λίγο αργότερα, όμως, όταν η διάβαση έγινε ευρύτερη, ο Αλέξανδρος ανέπτυξε το μέτωπο του στρατού του, μεταφέροντας προς τα εμπρός τις διάφορες τάξεις των οπλιτών. Πλησιάζοντας στον ποταμό Πίναρο, παρέταξε τον στρατό για μάχη. Το δεξιό άκρο το κατέλαβαν οι υπασπιστές, και μετά από αυτούς από δεξιά προς τα αριστερά πέντε τάξεις της φάλαγγας υπό τους Κοίνο, Περδίκκα, Μελέαγρο, Πτολεμαίο και Αμύντα. Ο Κρατερός ήταν επικεφαλής στις τρεις τελευταίες αριστερές τάξεις και ο Παρμενίων σε ολόκληρη την αριστερή πτέρυγα. To πλάτος της πεδιάδας μεταξύ του όρους δεξιά και της θάλασσας αριστερά δεν ξεπερνούσε τα 14 στάδια. Παρόλα αυτά ο Αλέξανδρος, φοβούμενος μην κυκλωθεί από την υπεράριθμη περσική στρατιά, έδωσε εντολή στον Παρμενίωνα να μην απομακρυνθεί από τη θάλασσα και τού έστειλε όλο το συμμαχικό ιππικό, καθώς και τους ελαφρά οπλισμένους Θράκες και Κρήτες πεζούς.
Με αυτόν τον τρόπο διευθέτησε το στράτευμά του ο Αλέξανδρος. Ο Δαρείος, από την πλευρά του, μαθαίνοντας ότι ο Αλέξανδρος ερχόταν εναντίον του, αποφάσισε να πολεμήσει εκεί που ήταν στρατοπεδευμένος, κοντά στον ποταμό Πίναρο, του οποίου οι όχθες ήταν σε ορισμένα σημεία απόκρημνες και είχαν γίνει με τα χαρακώματα ακόμα πιο δυσπρόσιτες• επιπλέον, για να παραταχθεί αφαλέστερα, ο μεγάλος βασιλέας έστειλε πριν από όλα πέρα από τον ποταμό 30.000 ιππείς και 20.000 ψιλούς, δηλαδή ελαφρά οπλισμένους. Κατόπιν γέμισε όλον τον χώρο μεταξύ του όρους και της θάλασσας κοντά στον Πίναρο με 90.000 οπλίτες, από τους οποίους οι 30.000 Έλληνες κατέλαβαν το κέντρο, και ανά 30.000 Ασιάτες οπλίτες, οι Κάρδακες, κατέλαβαν τις δύο πλευρές.
Στα υψώματα αριστερά στάθηκαν 20.000 άνδρες, για να χτυπήσουν την πίσω και τη δεξιά πλευρά του Αλέξανδρου. Ο υπόλοιπος αναρίθμητος όχλος παρέμεινε αχρησιμοποίητος, επειδή ήταν στενός ο τόπος και, το χειρότερο, δε διευθετήθηκε έτσι ώστε να συνδράμει όπου πιθανώς χρειαζόταν, αλλά εγκλωβίστηκε άτακτα στο πίσω μέρος των Ελλήνων μισθοφόρων και των Ασιατών οπλιτών. Πάντως, αφού παρατάχθηκε με αυτόν τον τρόπο ο στρατός, ανακλήθηκαν οι 30.000 ιππείς και οι 20.000 πεζοί που είχαν περάσει τον Πίναρο• και ένα μέρος μεν εκείνου του ιππικού στάλθηκε καταρχήν στην άκρα αριστερή πτέρυγα, αλλά επειδή η περιοχή ήταν ορεινή και δεν μπορούσε να κινηθεί, έλαβε εντολή να πάει στη δεξιά πτέρυγα, όπου ήδη βρισκόταν και το άριστο τμήμα του περσικού ιππικού. Ο ίδιος ο Δαρείος κατά το περσικό έθος κατέλαβε το κέντρο όλης της παράταξης, με πολλούς ευγενείς ιππείς γύρω του, πίσω από το πεζικό των Ελλήνων οπλιτών.
Η μάχη
Καθώς, όμως, συγκεντρώθηκε κοντά στον ποταμό αυτή η σημαντική περσική δύναμη, αξιόλογο τμήμα της οποίας συγκροτούσαν 30.000 Έλληνες οπλίτες, η μάχη προαναγγελόταν πεισματική, αν και παραδόξως τελείωσε εύκολα και γρήγορα. Αναπαύοντας για λίγο τα στρατεύματά του, ο Αλέξανδρος άρχισε να προχωρεί βάδην προς τα εμπρός, υποθέτοντας ότι οι εχθροί θα περνούσαν τον ποταμό, για να επιτεθούν πρώτοι. Βλέποντάς τους, όμως, να παραμένουν ακίνητοι πίσω από τον ρηχό ποταμό, εξακολούθησε να προχωρά. Φθάνοντας σε απόσταση βέλους παρέλαβε το ιππικό, τους υπασπιστές και τις τάξεις του στρατού στα δεξιά της φάλαγγας, επιτάχυνε τον βηματισμό, πέρασε τον ποταμό και χτύπησε αιφνιδιαστικά τους Κάρδακες της αριστερής πτέρυγας των Περσών. Εκείνοι, αντιστεκόμενοι για λίγο μόνο, έστρεψαν σχεδόν αμέσως τα νώτα και το χειρότερο, όταν αντιλήφθηκε ο Δαρείος την τροπή που πήραν τα πράγματα, πίστεψε πως διέτρεχε και ο ίδιος τον έσχατο κίνδυνο και έτρεξε γεμάτος πανικό με το άρμα του πίσω από τους φυγάδες. Μόλις είχε αρχίσει η μάχη και το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού ήταν ακέραιο 60.000 οπλίτες, 100.000 ιππείς και δεκάδες χιλιάδες πεζοί, όταν οι αντίπαλοι συνολικά δεν ξεπερνούσαν τους 30.000 άνδρες, ενώ εκείνοι που καταδίωκαν τους Πέρσες ήταν λιγότεροι από τους μισούς.
Όμως ο Δαρείος καταλήφθηκε από τέτοιο τρόμο, ώστε έφευγε ασταμάτητα• συναντώντας δε μερικά φαράγγια και ανώμαλα εδάφη, πήδηξε από το άρμα και συνέχισε τη φυγή έφιππος, πετώντας συγχρόνως την ασπίδα, το τόξο και την κάνδυ, δηλαδή τον βασιλικό μανδύα.
To αποτέλεσμα αυτής της οπισθοχώρησης ήταν προφανές. Στο μέσο και τη δεξιά πλευρά των Περσών όπου βρίσκονταν οι Έλληνες μισθοφόροι και οι άριστοι από τους ιππείς Πέρσες, αγωνίστηκαν μεν γενναία κατά των τάξεων της φάλαγγας υπό τον Κρατερό και τον Παρμενίωνα, και κατά των Θεσσαλών ιππέων, όσο υπέθεταν ότι ο Δαρείος ήταν παρών. Οι Έλληνες μάλιστα μισθοφόροι αντιλαμβανόμενοι κάποιες ρωγμές στη μακεδονική φάλαγγα αντιστάθηκαν τόσο πεισματικά, ώστε εδώ έπεσαν και ο ταξιάρχης Πτολεμαίος του Σελεύκου και 120 πεζέταιροι.
Αλλά και στο άκρο αριστερό πλευρό οι Θεσσαλοί και οι Πελοποννήσιοι δέχθηκαν μεγάλη πίεση από τη μάζα του περσικού ιππικού. Παρόλα αυτά οι ιππείς διατήρησαν τις θέσεις τους, αν και οι αντίπαλοι υπερτερούσαν αριθμητικά. Ωστόσο, η κατάρρευση της αριστερής πλευράς του περσικού στρατού επέτρεψε στον Αλέξανδρο να στρέψει τη σφήνα του ιππικού προς το κέντρο κατά των Περσών και ιδιαίτερα κατά του Δαρείου αναζητώντας να θέσει ένα τέλος σε οποιαδήποτε μελλοντική ανασυγκρότηση των περσικών δυνάμεων με εστία τον μεγάλο βασιλέα. Όμως, ο Δαρείος είχε ήδη τραπεί σε φυγή, εγκαταλείποντας πίσω του την οικογένεια, τους θησαυρούς και τους στρατιώτες του. Τη γενική φυγή του περσικού στρατού ακολούθησε άγρια καταδίωξη του από τους νικητές.
Συνέπειες
Η καταδίωξη δε συνεχίστηκε για πολύ και το σκοτάδι, που έπεφτε γοργά, ανάγκασε τον Αλέξανδρο να επιστρέψει στο στρατόπεδο. Η λεία από τούτη τη νίκη ήταν μεγάλη. Όλο το στρατόπεδο του Δαρείου, η μητέρα του, η σύζυγος, η αδελφή, ο γιος και οι δυο κόρες του έπεσαν στα χέρια των νικητών, όπως και το άρμα, η ασπίδα και το τόξο του, επιπλέον 3.000 αργυρά τάλαντα και πολλά άλλα πολύτιμα πράγματα, σκεύη και αιχμάλωτοι. Οι κυρίες της περσικής αυλής που είχαν κατά το έθος συνοδέψει τον Δαρείο υπέστησαν δεινή κακοποίηση από τους στρατιώτες του Αλέξανδρου, απογυμνωμένες από τα υπάρχοντά τους, αντίθετα από τους στενούς συγγενείς του μεγάλου βασιλέα που ανήκαν αποκλειστικά στον Αλέξανδρο.
Παραδίδεται ότι σκοτώθηκαν 110.000 Πέρσες, από τους οποίους οι ιππείς ήταν περισσότεροι από 10.000, καθώς και πολλοί αξιωματούχοι. Γενικά από όλο εκείνο το στράτευμα δε διατήρησαν την παράταξή τους παρά μόνο 4.000 άνδρες, εκείνοι που πέρασαν τον Ευφράτη με τον Δαρείο και 8.000 Έλληνες μισθοφόροι οι οποίοι, κατόρθωσαν να διασωθούν στην Αίγυπτο με τον ένα τρόπο ή τον άλλο. Για να πετύχει αυτή τη νίκη, ο ελληνικός στρατός είχε απώλειες περί τους 450 νεκρούς από τo πεζικό και τους ιππείς και περίπου 4.500 τραυματίες. Έτσι έγινε η μάχη στην Ισσό, για την ακρίβεια η μάχη στον Πίναρο ποταμό. Μία τακτική εντέλει νίκη του Αλέξανδρου και όχι στρατηγική, καθώς δεν επιτεύχθηκε η βασική του επιδίωξη να κυριαρχήσει δια μιας σε ολόκληρη την Ασία. Ο Δαρείος διέφυγε και προσπαθούσε ήδη να οργανώσει μια δεύτερη γραμμή άμυνας. Συνεπώς, το έπαθλο της νίκης δεν ήταν η Βαβυλώνα και τα Σούσα επί του παρόντος, αλλά η παραλία της Μεσογείου και ιδιαίτερα η Φοινίκη.
Ο Αλέξανδρος παραδίδεται αξιοθαύμαστος και μετά το τέλος της μάχης, για τη φιλόξενη και χρηστή στάση του απέναντι στη μητέρα, τη σύζυγο και τα παιδιά του αντιπάλου. Όταν επέστρεψε από την καταδίωξη, βρήκε τη σκηνή του μεγάλου βασιλέα έτοιμη να τον υποδεχτεί. Πριν δειπνήσει, όμως, ακούγοντας θρήνους και κλάματα γυναικών και μαθαίνοντας πως η σύζυγος και η μητέρα του Δαρείου θρηνούσαν, γιατί τον θεωρούσαν νεκρό, έστειλε τον Λεοννάτο, έναν από τους εταίρους, για να τις βεβαιώσει πως ο Δαρείος ζει και να προσθέσει ότι επιθυμία του Αλέξανδρου ήταν να κρατήσουν όλη τη βασιλική τους ακολουθία, και να αποκαλούνται πάντα βασίλισσες.
Τέτοια ήταν η σωφροσύνη που φέρεται ότι έδειξε, ώστε, όπως βεβαιώνεται από δική του προς τον Παρμενίωνα επιστολή, περικοπή της οποίας διέσωσε ο Πλούταρχος, δε θέλησε ούτε να δει τη γυναίκα του Δαρείου μήτε ευχαριστείτο να ακούει όσους μιλούσαν για την ομορφιά της. Τούτη η περιγραφή βέβαια έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την σκηνή που παραδίδουν άλλοι αρχαίοι συγγραφείς και δη ο Αρριανός για τη συνάντηση του Αλέξανδρου και του Ηφαιστίωνα με τη γυναίκα του Δαρείου.
Την επομένη της μάχης ο Αλέξανδρος, τραυματισμένος ο ίδιος στον μηρό, επισκέφθηκε τους τραυματίες. Στη συνέχεια έθαψε με τιμές τους νεκρούς με το σύνολο της στρατιάς παρατεταγμένο. Επιθεωρώντας τους άνδρες του τίμησε δημόσια με λόγους και δωρεές όσους διακρίθηκαν στη μάχη στη συνέχεια αντικατέστησε τον νεκρό ταξίαρχο Πτολεμαίο με τον Πολυσπέρχοντα, διορίζοντας σατράπη της Κιλικίας τον Βάλακρο, έναν από τους σωματοφύλακές του. Κατόπιν προχώρησε μέσω της κοίλης Συρίας προς τη φοινικική παραλία, στέλνοντας παράλληλα τον Παρμενίωνα κατά της Δαμασκού, την οποία εύκολα κυρίευσε ο στρατηγός, λαμβάνοντας από την πόλη και πολλούς θησαυρούς και πολλούς αιχμαλώτους.