Ήταν το πρότυπο του αυτοδημιούργητου Αμερικανού. Ο Αβραάμ Λίνκολν γεννήθηκε στο Κεντάκι των Ηνωμένων Πολιτειών, στις 12 Φεβρουαρίου του 1809, από γονείς γεωργούς κουακέρος, μια παραλλαγή των πουριτανών σε πολύ αγνή έκδοση. Η μητέρα του πέθανε νωρίς κι ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε αφήνοντας να τον μεγαλώσει η μητριά του.
Σχολείο πήγε μόνο για έξι μήνες αλλά μελετούσε πολύ στο σπίτι του τις ελεύθερες ώρες. Στα 1830, έφτασε στην Ορλεάνη ταξιδεύοντας πάνω σε μια σχεδία. Έγινε ιδιωτικός υπάλληλος και μετά κατατάχθηκε στο στρατό, μετέχοντας στον πόλεμο του Μαύρου Γερακιού, όπου διακρίθηκε φτάνοντας στον βαθμό του λοχαγού (1832).
Μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε με το εμπόριο αλλά απέτυχε. Άρχισε να μελετά τη νομική επιστήμη και το 1837 κατάφερε να διοριστεί δικηγόρος στο Σπρίνγκφιλντ. Η ρητορική του ικανότητα τον έκανε διάσημο με αποτέλεσμα, το 1844, να γίνει αρχηγός του κόμματος των Ουίγων και το 1846 να εκλεγεί στο Κογκρέσο.
Το 1854, ιδρύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το ρεμπουπλικανικό κόμμα, που απορρόφησε τους Ουίγους της Αμερικής (συνεχιστής τους, στην Αγγλία, είναι το σημερινό κόμμα των Φιλελευθέρων). Ήταν η χρονιά, που οι μεγαλογαιοκτήμονες πέρασαν νόμο σύμφωνα με τον οποίο επιτρεπόταν το δουλεμπόριο. Οι ρεμπουπλικάνοι ανακοίνωσαν πως θα εργαστούν για την κατάργηση της δουλείας.
Τρία χρόνια αργότερα, στα 1857, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάσισε πως το Κογκρέσο είναι αναρμόδιο να ψηφίσει νόμο, που να καταργεί τη δουλεία. Ο Αβραάμ Λίνκολν έβαλε υποψηφιότητα για πρόεδρος. Νίκησε με σχετική πλειοψηφία το 1860 κι ορκίστηκε 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Στον λόγο του προς τον αμερικανικό λαό, ο πρόεδρος Λίνκολν διακήρυξε πως, για την ώρα, η δουλεία θα συνέχιζε να υπάρχει όπου ήταν νομοθετημένη, αλλά θα απαγορευόταν να απλωθεί περισσότερο. Παρ’ όλ’ αυτά, οι νότιες πολιτείες αντέδρασαν κι ο εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε τον Απρίλιο του 1861.
Το άγαλμα του Λίνκολν στον Λευκό Οίκο
Τον Σεπτέμβριο του 1862, ο Λίνκολν, ως αρχηγός του στρατού, αποφάσισε την κατάργηση της δουλείας σε όσες πολιτείες δε θα κατέθεταν τα όπλα ως την 1η Ιανουαρίου του 1863. Καμιά δεν τα κατέθεσε. Την 1η Φεβρουαρίου του 1865, ο πρόεδρος Λίνκολν υπέγραψε το περίφημο διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων.
Στις πολιτείες του Βορρά δεν μπορούσαν πια να υπάρχουν δούλοι. Κατά κύματα οι μαύροι δραπέτευαν από τον Νότο. Σε λίγους μήνες, μια στρατιά από 1.000.000 μαύρους κι άσπρους μαχητές πλαισίωσε τον στρατηγό Γκραντ των Βορείων. Ο στρατηγό Λι των Νοτίων υπέκυψε.
Ήταν σ’ ένα άσημο χωριουδάκι της πολιτείας της Βιρτζίνια, όταν υπογράφτηκε η παράδοση, στις 9 Απριλίου του 1865. Κάποια στρατιωτικά τμήματα των Νοτίων θα συνέχιζαν ακόμα τον μάταιο αγώνα. Οι πολλοί εξοντώθηκαν. Όσοι απέμειναν, κατέθεσαν τα όπλα στις 26 Μαΐου του 1865. Το τέλος βρήκε τις ΗΠΑ να θρηνούν 400.000 νεκρούς στα πεδία των μαχών. Η απαγόρευση της δουλείας μπήκε ως άρθρο και στην τροποποίηση του συντάγματος το 1865.
Έξι ημέρες μετά την υπογραφή της ειρήνευσης, στις 15 Απριλίου του 1865, ο πρόεδρος Λίνκολν έμπαινε σ' ένα θέατρο, στην Ουάσινγκτον. Φανατικός οπαδός της δουλείας, ο ηθοποιός Τζον Μπουθ όρμησε πάνω του και τον πυροβόλησε. Ο πρόεδρος έπεσε νεκρός. Ο δολοφόνος ανέβηκε στη σκηνή και φώναξε λατινικά: «Έτσι πεθαίνει η τυραννία».
Αναπαράσταση της δολοφονίας του Λίνκολν σε σκίτσο
Πηγή: historyreport.gr