Σαν σήμερα, στις 25 Οκτωβρίου 1983, γράφεται μία από τις τελευταίες πράξεις του Ψυχρού Πολέμου: Η απόβαση των Αμερικανών στη Γρενάδα.
Η Γρενάδα είναι ένα μικρό νησιωτικό κράτος της Ανατολικής Καραϊβικής με έκταση 348 τετραγωνικά χιλιόμετρα (λίγο μικρότερη από την Ζάκυνθο) και πληθυσμό 103.000 κατοίκων. Γνωστό παλαιότερα ως νησί των μπαχαρικών, κέρδισε την ανεξαρτησία του από την Μεγάλη Βρετανία στις 7 Φεβρουαρίου 1974.
Πέντε χρόνια αργότερα το αριστερό κίνημα Νιου Τζούελ (New Jewel Movement), που έχαιρε λαϊκής υποστήριξης, οργάνωσε αναίμακτο πραξικόπημα και εγκαθίδρυσε επαναστατική κυβέρνηση με επικεφαλής τον χαρισματικό μαρξιστή ηγέτη Μόρις Μπίσοπ. Οι σχέσεις της Γρενάδας με τις γειτονικές λατινοαμερικανικές χώρες γνώρισαν ένταση, καθώς το νέο καθεστώς προσανατολίστηκε προς την Κούβα και το σοβιετικό μπλοκ.
Γρήγορα όμως εκδηλώθηκαν αντιθέσεις στους κόλπους της επαναστατικής κυβέρνησης, ιδιαίτερα, όταν ο Μπίσοπ επιδίωξε στενότερες σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 12 Οκτωβρίου 1983 εκδηλώθηκε πραξικόπημα, κουβανικής εμπνεύσεως, με αρχηγό τον στρατηγό Χάντσον Όστιν. Ο Μπίσοπ συνελήφθη και επτά ημέρες αργότερα εκτελέστηκε.
Οι Αμερικανοί, τότε, αποφάσισαν να αναλάβουν δράση συνεπικουρούμενοι από τον “Οργανισμό των Κρατών της Ανατολικής Καραϊβικής” (OECS). Ήταν μια ευκαιρία για τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν να αποδείξει την αποφασιστικότητα της χώρας του και την ισχύ των αμερικανικών όπλων μετά το στραπάτσο του Βιετνάμ (1975) και τη διάσωσης των Αμερικανών ομήρων στο Ιράν (1979).
Στις 25 Οκτωβρίου 1983 – δύο ημέρες μετά τη βομβιστική επίθεση στη Βηρυτό που στοίχισε τη ζωή σε 243 Αμερικανούς πεζοναύτες – στρατεύματα των ΗΠΑ μαζί με μια μικρή δύναμη στρατού και αστυνομίας από τον OECS συνολικής δύναμης 8.000 ανδρών, εισέβαλαν στη Γρενάδα. Ήταν η λεγόμενη επιχείρηση “Operation Urgent Fury”. Οι δυνάμεις εισβολής βρήκαν ισχυρή αντίσταση από τον στρατό της Γρενάδας (1.200 άνδρες) και τους Κουβανούς στρατιώτες και εργαζόμενους στο νησί, περί τους 700 άνδρες.
Μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, η αντίσταση εξασθένησε και οι Αμερικανοί εισβολείς επικράτησαν ολοσχερώς. Ο γενικός κυβερνήτης της Γρενάδας σερ Πολ Σκουν ανακοίνωσε ότι την διακυβέρνηση της χώρας αναλαμβάνει ένα συμβουλευτικό όργανο μέχρι την διεξαγωγή γενικών εκλογών, οι οποίες έγιναν τον επόμενο χρόνο και έφεραν στην εξουσία την κυβέρνηση του κεντροαριστερού Χέρμπερτ Μπλέιζ.
Μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 1983, όλες οι μάχιμες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών αποσύρθηκαν από την Γρενάδα, ενώ οι Κουβανοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Οι απώλειες για τους Αμερικανούς ήταν 19 νεκροί και 116 τραυματίες και τους Γρεναδίνους 45 νεκροί και 345 τραυματίες. Οι Κουβανοί έχασαν 25 άνδρες, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε 60.
Η εισβολή των Αμερικανών στη Γρενάδα ενώ επιδοκιμάστηκε από την αμερικανική κοινή γνώμη, ξεσήκωσε πλήθος διαμαρτυριών σε όλο τον κόσμο ακόμα και από συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Μεγάλη Βρετανία και ο Καναδάς. Η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν κατηγορηματικά αντίθετη με την εισβολή στην πρώην αποικία του Στέμματος, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Ρήγκαν, ο οποίος της υπενθύμισε την αμερικανική συμπαράσταση στον πόλεμο των Φώκλαντ, ένα χρόνο νωρίτερα. Απόπειρα να εκδοθεί καταδικαστικό ψήφισμα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 28 Οκτωβρίου προσέκρουσε στο βέτο των ΗΠΑ.