Πολλοί πνευματιστές, με επικεφαλής κυρίως τον γνωστό Άγγλο συγγραφέα και πνευματιστή Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, πίστευαν στη μετεμψύχωση και υποστήριζαν την άποψη ότι ένας άνθρωπος που γεννιέται, δεν έρχεται για πρώτη φορά στη Γη, αλλά έχει ξαναζήσει και στο παρελθόν.
Στη Μπούρμα, τη σημερινή Μιανμάρ, οι ιθαγενείς πιστεύουν ότι μετά τον θάνατό τους, επιστρέφουν ξανά στη ζωή με άλλη μορφή. Μάλιστα, τα μικρά παιδιά διηγούνται στους μεγαλύτερους πώς περνούσαν στην προηγούμενη ζωή τους με καταπληκτική ευχέρεια και ακριβολογία.
Στην Αγγλία, στις αρχές του 20ου αιώνα, μια νεαρή κοπέλα 15 ετών είχε πάει μαζί με τον πατέρα της να δει μια παλιά εκκλησία σε ένα γραφικό χωριουδάκι, το οποίο επισκεπτόταν για πρώτη φορά. Σαν μπήκε μέσα κι άρχισε να περιεργάζεται το εσωτερικό της, σταμάτησε για μια στιγμή, κοίταξε γύρω της και φώναξε: «Έχω ξανάρθει εδώ, μπαμπά!»
Ο πατέρας της, ολότελα παραξενεμένος, την διαβεβαίωσε ότι ήταν αδύνατο, καθώς δεν είχαν ταξιδέψει ποτέ σ’ εκείνη την περιοχή της χώρας τους. Η κόρη του, όμως, επέμενε πεισματικά και του έλεγε πως σε εκείνη την όμορφη εκκλησία συνήθιζε να προσεύχεται κάθε Κυριακή, αλλά έμπαινε από μια διαφορετική είσοδο, που βρισκόταν στα αριστερά τους. Η είσοδος, που περιέγραφε το κορίτσι με τόση σιγουριά, ήταν άφαντη.
Μόλις, όμως, βγήκαν έξω και έκαναν τον γύρο του παλιού κτιρίου, βρέθηκαν έξαφνα στο μέρος ακριβώς από το οποίο προηγουμένως η κόρη ισχυριζότανε ότι έμπαινε στην εκκλησία. Ο έκπληκτος πατέρας της συγκλονίστηκε, όταν παρατήρησε μια παμπάλαια πόρτα, στο σημείο που του είχε υποδείξει το παιδί του, που όμως έμενε αχρησιμοποίητη, επειδή ήταν σε τρισάθλια κατάσταση από το πέρασμα του χρόνου. Μήπως επρόκειτο για μετεμψύχωση;
Σε μια άλλη περίπτωση, ένας Άγγλος στρατιώτης, όταν πήγε να υπηρετήσει τη θητεία του στην Αίγυπτο, έμαθε την Αραβική γλώσσα άπταιστα, μέσα σε πέντε μόνο εβδομάδες και την μιλούσε τόσο καλά, όσο κι ένας γηγενής. Είχε εντυπωσιάσει τους πάντες, αλλά κυρίως τον εαυτό του, καθώς δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Πίστευε κι ο ίδιος ότι ίσως σε κάποια προηγούμενη ζωή του σχετιζόταν κάπως με εκείνη την εξωτική χώρα.
Ένας άλλος Άγγλος, ονόματι Φρανκ Ουάιτ, μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη το 1914. Μόλις έφτασε στο κέντρο της πόλης, συνειδητοποίησε ότι οι δρόμοι τού ήταν τόσο οικείοι, σαν να τους είχε περπατήσει πολλές φορές στο παρελθόν, που ήταν, φυσικά, αδύνατο εξ ορισμού, καθώς ήταν η πρώτη του φορά στην ήπειρο της Αμερικής.
Ο φίλος του, που τον συνόδευε, νόμιζε ότι ο Φρανκ αστειευόταν και του πρότεινε να τον οδηγήσει στην πιο παλιά συνοικία της Νέας Υόρκης, αλλά με τα μάτια δεμένα. Εκείνος αποδέχτηκε την πρόκληση και τον πήγε κατ’ ευθείαν εκεί που του είχε ζητηθεί. Μάλιστα, καθώς βάδιζαν, ο Φρανκ στάθηκε στη μέση ενός στενού δρόμου και του είπε ότι εκεί υπήρχε κάποτε ένα πανδοχείο, που ένιωθε πως είχε διανυκτερεύσει. Ο φίλος του τον αμφισβήτησε. Ύστερα, όμως, από έρευνα σε παλιούς χάρτες της περιοχής, ανακάλυψαν πως πολύ παλαιότερα όντως υπήρχε κάποτε στο ακριβές εκείνο σημείο ένα γνωστό πανδοχείο.
Σε μια πόλη εργατών της Αγγλίας, ένας νεαρός εργάτης, βγαίνοντας από το θέατρο μετά την παράσταση, παρατήρησε πως συμβάδιζε με κάποιον άγνωστό του, που δεν τον είχε δει άλλη φορά. Ξαφνικά, όμως, η λεγόμενη «ληθαργούσα σκέψη» της προ δύο χιλιάδων ετών ανάμνησής του ξύπνησε και γυρίζοντας προς τον άγνωστό του κύριο, που βρισκόταν πλάι του, του είπε: «Νομίζω πως κάποτε σας σκότωσα!»
Τότε, ο άγνωστος άντρας, που είχε κι εκείνος ένα περίεργο βλέμμα στα μάτια, απάντησε αναπάντεχα: «Ναι! Κι αν δεν απατώμαι, εγώ βρισκόμουνα μέσα σε μια άμαξα, στη Ρώμη, τη στιγμή που μου επιτεθήκατε!»
Ο νεαρός εργάτης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Έτσι, οι δυο τους, αφού προσπέρασαν την αρχική τους έκπληξη και σαστιμάρα, θυμήθηκαν το περιστατικό με όλες του τις λεπτομέρειες, παραμένοντας, όμως, πάντα το ίδιο εντυπωσιασμένοι από τις αρχαίες μνήμες τους.
Επιπλέον, κάποιος ηθοποιός, με το όνομα Άλφρεντ Ρηρς, κάνοντας τον περίπατό του στο Λονδίνο, είδε μια γυναίκα, που το πρόσωπό της του ξανάφερε στη μνήμη μια αόριστη και μακρινή ανάμνηση. Την πλησίασε με αυτοπεποίθηση και της έτεινε το χέρι, λέγοντάς της τρυφερά: «Βαελίσσα!»
Η γυναίκα, χωρίς να γνωρίζει το γιατί, συγκινήθηκε, μόλις αντίκρισε το βλέμμα εκείνου του ξένου κι αισθάνθηκε μια ανεξήγητη χαρά. Μα, στο άκουσμα του αλλόκοτου ονόματος, με το οποίο την προσφώνησε, ξαφνιάστηκε φανερά και κοντοστάθηκε. Έμοιαζε σαν να έψαχνε μέσα στο μυαλό της να δει τι της θύμιζε.
Ο άντρας, δειλά και άτολμα στην αρχή, με έναν ακαθόριστη φόβο ότι η γυναίκα θα τον περνούσε για τρελό, της είπε πως οι δυο τους είχαν γνωριστεί στο παρελθόν, είχαν ερωτευθεί παράφορα και είχαν παντρευτεί στη νήσο Χίο της Ελλάδας, πριν από 2.000 χρόνια. Εκείνη ακούμπησε το μπράτσο του και προχώρησαν μαζί. Έτσι, απλά…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 03/10/1926…