Ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στη Σάμο το 580 π.Χ. ‘Ηταν γιος ενός πλούσιου εμπόρου δαχτυλιδιών, που λεγόταν Μνήσαρχος και η μητέρα του ονομαζόταν Παρθενίς.
Οι γονείς του, σ’ ένα ταξίδι τους στο Μαντείο των Δελφών, ρώτησαν την Πυθία για τις υποθέσεις τους. Έλαβαν την απάντηση ότι η Παρθενίς, η οποία ήταν τότε έγκυος, θα γεννούσε έναν γιο, που θα διέφερε από τους υπόλοιπους ανθρώπους και στην ομορφιά και στη σοφία και θα γινόταν χρήσιμος στους ανθρώπους όλων των εποχών.
Ο Μνήσαρχος, μετά τη γέννηση του γιου του, μετονόμασε τη γυναίκα του σε Πυθαίδα και το παιδί του σε Πυθαγόρα, προς τιμήν της Πυθίας. Όταν ο Πυθαγόρας ήταν ενός έτους, η μητέρα του, σύμφωνα με μια συμβουλή που της είχαν δώσει από πριν οι Ιερείς των Δελφών, τον πήγαν στο ιερό του Άδωνι, σε μια κοιλάδα του Λιβάνου. Εκεί τον ευλόγησε ο Αρχιερέας κι αμέσως γύρισαν στη Σάμο.
Το αγόρι, όσο μεγάλωνε, ήταν ωραίο, γλυκό, συγκρατημένο, γεμάτο χαρίσματα. Μόνο το πάθος του διανοητή έλαμπε στα μάτια του κι έδινε στις πράξεις του μια παράξενη ζωντάνια. Μέχρι τα δεκαοχτώ του χρόνια, μαθήτευσε κοντά στον Θαλή, τον Αναξίμανδρο και τον Ερμοδάμαντα, οι οποίοι του άνοιξαν τον δρόμο, που οδηγεί στον ήλιο της αλήθειας, στο κέντρο της ζωής.
Ένα βράδυ, μάλιστα, κοίταζε το στερέωμα, έβλεπε τα αστέρια και σκεπτόταν ότι καθένας από τους κόσμους αυτούς έχει το δικό του νόμο κι όλοι μαζί κινούνται από έναν αριθμό και με υπέρτατη αρμονία. Ξαφνικά, άκουσε σπαραχτικές φωνές, που κατέφταναν από το λιμάνι. Ήταν οι φωνές των στασιαστών, που ο Τύραννος Πολυκράτης τους φόρτωνε σ’ ένα πλοίο, για να τους πουλήσει σκλάβους στην Ασία. Τότε, αντιλήφθηκε μια φωνή από τον ουρανό, που του έλεγε: «Τυραννία ή ελευθερία!» Έτσι, έλαβε ευθύς την απόφαση να πάει στην Αίγυπτο, ώστε να συναντήσει τον Άμασι, που υπερηφανευόταν πως πάντοτε προστάτευε τους φιλοσόφους και τους ποιητές.
Ο Πυθαγόρας, φτάνοντας στην Αίγυπτο, έγινε δεκτός από τον Φαραώ Άμασι τον Β’ και τους ιερείς του. Ύστερα από 22 χρόνια, ο Βασιλιάς των Περσών, Καμβύσης, κατέλαβε την Αίγυπτο και κατέλυσε τη Δυναστεία των Φαραώ. Ο Πυθαγόρας, μαζί με άλλους λόγιους, μεταφέρθηκε στη Βαβυλώνα σαν αιχμάλωτος. Εκεί συναναστράφηκε με μάγους Πέρσες και σοφούς Χαλδαίους.
Έπειτα από 12 χρόνια, με τη μεσολάβηση του Έλληνα Δημοκήδη, προσωπικού ιατρού του Πέρση Βασιλιά, έμεινε ελεύθερος κι επέστρεψε στη Σάμο σε ηλικία 56 ετών.
Στο νησί του, δεν έμεινε για πολύ καιρό. Πραγματοποίησε περιοδεία στις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας και τέλος, έφτασε στο Μαντείο των Δελφών.
Σε παλαιότερη εποχή, η μαντεία στους Δελφούς είχε καλλιεργηθεί με θρησκευτική αυστηρότητα κι επιστημονικό βάθος. Στο αέτωμα του ναού δέσποζε η επιγραφή: «Γνώθι σ’ αυτόν» και στα προπύλαια, «Μηδείς βέβηλος εισίτω».
Οι επιγραφές αυτές ειδοποιούσαν όλους τους προσερχόμενους πως τα γήινα πάθη, τα ψέματα και οι υποκρισίες δεν έπρεπε να διαβούν το κατώφλι του Ιερού και πως στο εσωτερικό βασίλευε η θεία αλήθεια με φοβερή αυστηρότητα.
Στην εποχή του Πυθαγόρα, το Μαντείο των Δελφών είχε πλέον απολέσει την αίγλη του. Οι Ιερείς ερμήνευαν, εξηγούσαν και τακτοποιούσαν τις μπερδεμένες συχνά μαντείες τους, σύμφωνα με τις δικές τους, προσωπικές απόψεις. Άλλωστε, οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν έβλεπαν τον θεσμό των Δελφών, παρά μονάχα σαν εκμετάλλευση της δεισιδαιμονίας από έναν έξυπνο αγυρτισμό. Η μαντική τέχνη ψυχορραγούσε κι ο Πυθαγόρας επιθυμούσε να της ξαναδώσει τη βαθύτητα της δύναμής της και το γόητρό της. Βρήκε, ευτυχώς, μέσα στον Ναό ένα θαυμαστό όργανο, που φαινόταν να του το είχε διαφυλάξει μια θεϊκή βούληση. Βρήκε, λοιπόν, την Πυθία Θεόκλεια κι έτσι, πέτυχε τον σκοπό του.
Όταν ο Πυθαγόρας έφτασε στους Δελφούς, ήταν 57 ετών, απαλλαγμένος από τα γήινα πάθη. Άσκησε την αρετή στη ζωή του ολοκληρωτικά και γύρευε στην Επιστήμη μονάχα την αλήθεια. Κατόρθωσε να γίνει υπεράνθρωπος, αγγίζοντας την τελειότητα, ώστε η ψυχή του να προσεγγίζει το Θείο. Επομένως, έγινε Μύστης και κατείχε απίστευτες ικανότητες. Η άκαμπτη θέλησή του ακτινοβολούσε προς κάθε κατεύθυνση, δίνοντάς του μια δύναμη θαυματουργή. Με το γαλήνιο και ερευνητικό του βλέμμα διείσδυε στις σκέψεις των ανθρώπων. Θεράπευε αρρώστους και προφήτευε γεγονότα. Είχε απόλυτη συναίσθηση της τεράστιας δύναμής του και αισθανόταν μια αόρατη οντότητα, που τον περιέβαλλε και τον βοηθούσε στην αποστολή του, η οποία είχε μοναδικό σκοπό την αναμόρφωση του κόσμου.
Αργότερα, εγκαταστάθηκε στον Κρότωνα της Ιταλίας. Ο ανώτατος άρχοντας του Κρότωνα, μόλις πληροφορήθηκε για τον ερχομό του σπουδαίου αυτού άντρα, του γεννήτορα της Επιστήμης και της Ιστορίας, τον κάλεσε και τον παρακάλεσε να μοιραστεί μαζί του κάτι σοφό και χρήσιμο.
Ο Πυθαγόρας τους συνέστησε να ιδρύσουν το Ιερό των Μουσών, σύμβολο της τάξης και της αρμονίας και τους συμβούλεψε να είναι προσεκτικοί εφαρμόζοντας το Δίκαιο. Όντως, οι Κροτωνιάτες επέτρεψαν στον Πυθαγόρα να ιδρύσει τη σχολή, που την ονόμασε «Τέμενος των Μουσών». Εκεί, δίδασκε πως η ψυχή είναι μια σπίθα του θείου πνεύματος, μια αθάνατη μονάδα. Πάντα έλεγε πως όταν βλέπεις τον Θεό μέσα από μια καθαρή διαύγεια, είναι τριπλός: «πνεύμα, ψυχή, σώμα», δηλαδή κάτι παρόμοιο με το τρισυπόστατο του Χριστιανισμού: «Πατήρ, Υιός, Άγιο Πνεύμα». Διατράνωνε, λοιπόν, πως πρέπει η διάνοια να φτάσει στη σοφία, έτσι που να μπορεί να ξεχωρίζει σε καθετί το καλό από το κακό και να βλέπει τον Θεό ακόμα και στο πιο μικρό ον, όπως και στο σύνολο των κόσμων.
Ο ξεχωριστός αυτός άνθρωπος, επιστήμονας, φιλόσοφος και μαθηματικός, γνωστός για το Πυθαγόρειο Θεώρημα που φέρει το όνομά του, πέθανε σε ηλικία 84 ετών, στο Μεταπόντιο της Ιταλίας. Εκεί τελείωσε τη ζωή του, στο Ιερό των Μουσών, παραμένοντας για σαράντα ημέρες δίχως τροφή.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ», στις 08/01/1976…