Ηταν Οκτώβρης του 1999 όταν η Αθήνα ήρθε αντιμέτωπη με μία πρωτοφανή υπόθεση μαζικών επιθέσεων σε αλλοδαπούς του κέντρου, οι οποίοι έπεσαν αιμόφυρτοι στον δρόμο με αρκετές σφαίρες σφηνωμένες στο κορμί τους.
Αμέσως οι Αρχές κατάλαβαν ότι η επιλογή ων θυμάτων δεν ήταν καθόλου τυχαία. Όλοι τους, βλέπεις, είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Δεν ήταν Έλληνες. Όσοι επέζησαν περιέγραψαν ακριβώς το ίδιο πρόσωπο να πατά τη σκανδάλη. Η Αστυνομία γνώριζε με τι είχε να κάνει.
Ποιος ήταν ο «ρατσιστής δολοφόνος»
Έτσι ακριβώς χαρακτήρισαν τον Καζάκο τα Μέσα ενημέρωσης. Πρόκειται για χαρακτηρισμό που ταίριαζε απόλυτα στην περίπτωσή του, με τον ίδιο να μην το αρνείται. Ναι, ήταν ρατσιστής και ένιωθε υπερήφανος γι’ αυτό. Στα δικά του μάτια, επιτελούσε κοινωνικό έργο. Θεωρούσε εθνικό του καθήκον να «ξεπαστρέψει όσους περισσότερους ξένους μπορούσε».
Ο χαρακτηρισμός «serial killer» που του αποδόθηκε, όμως, ήταν λανθασμένος καθώς νεκροί έπεσαν μόνο δύο από τους άνδρες που πυροβόλησε.
Επρόκειτο για ένα αγόρι 23 ετών, γιο αστυνομικού, που εργαζόταν ως υπάλληλος ασφαλείας στην ΕΡΤ, το οποίο στο παρελθόν είχε αντιμετωπίσει προβλήματα με τα ναρκωτικά. Το τελευταίο διάστημα ο Παντελής δήλωνε καθαρός έχοντας αποτοξινωθεί στη Θεραπευτική Κοινότητα «Στροφή», ενώ οι περισσότεροι από όσους εξέτασαν την περίπτωσή του δεν απέδωσαν την πράξη του σε πιθανά ψυχολογικά προβλήματα, μα σε αρρωστημένο μίσος προς οτιδήποτε ξένο.
Ένα μίσος που τα εννέα στο σύνολό τους θύματά του βίωσαν στη σάρκα τους. Τραγικός απολογισμός της δράσης του Καζάκου, δύο νεκροί και επτά τραυματίες εκ των οποίων οι δύο περνούν την υπόλοιπη ζωή τους σε αναπηρικό καροτσάκι.
Από τους υπόλοιπους, οι πιο πολλοί αντιμετωπίζουν μέχρι σήμερα πολλά προβλήματα, αφού η υγεία τους δεν κατάφερε να αποκατασταθεί πλήρως μετά τα χτυπήματα από το φονικό όπλο μάρκας Μπράουνινγκ που όπλισε ο Καζάκος.
Κι όλα αυτά μέσα σε τέσσερις μόλις ημέρες. Βάσει στοιχείων στης Ασφάλειας, όλες οι επιθέσεις έλαβαν χώρα μεταξύ 19ης και 22ας Οκτωβρίου του 1999.
Οι ώρες δράσης του «δολοφόνου με το Μπράουνινγκ» ήταν από τις 21:00 το βράδυ μέχρι τις 04:00 τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, με τον ίδιο να επιστρέφει κανονικά στη δουλειά του μετά το «πέρας της αποστολής».
Από τη Φυλής στη Λιοσίων και από το Μεταξουργείο στα Εξάρχεια, τον Κεραμεικό και την Κουμουνδούρου, ο ρατσιστής δολοφόνος σκορπούσε τον τρόμο στους δρόμους της Αθήνας. Ήσουν μετανάστης; Έπρεπε να πεθάνεις. Το ξεκαθάρισμα έπρεπε να γίνει. Έτσι πίστευε ο 23χρονος «ψυχοπαθής» – όπως θα δήλωσε αργότερα στη δίκη του.
«Εγώ είμαι ορθόδοξος, ρε!»
Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια του εμμονικού δράστη κάθε φορά που πατούσε τη σκανδάλη. Μάρτυρας στην τελευταία επίθεση του Καζάκου ήταν ένας 22χρονος ναρκομανής ναυτικός από τον Πειραιά. Το όνομά του, Aπόστολος Aποστόλου.
«Tριγύριζα στην Ομόνοια, τον συνάντησα στις 4:00 το πρωί και μου είπε να τον ακολουθήσω για να δω πώς εκτελούνται οι μυστικές αποστολές. Κατηφορίσαμε προς την Πειραιώς. Συναντήσαμε έναν ξένο μελαμψό. Τον ακολουθήσαμε λίγο και μου λέει ‘κοίτα τώρα!’». Έβγαλε τότε το πιστόλι και του έριξε τρεις», κατέθεσε, ενώ κατά την προανάκριση είπε στην Αστυνομία πως ο Καζάκος είχε επάνω του μικροποσότητα ηρωίνης. Όπως και ο ίδιος άλλωστε.
«Τους πυροβόλησα γιατί δεν τους γουστάρω»
Απλά, λιτά, δίχως ίχνος μεταμέλειας. Ο Παντελής Καζάκος ομολόγησε αμέσως τις πράξεις του μετά τη σύλληψή του που ακολούθησε ύστερα από καταδίωξη στο κέντρο της Αθήνας, με την πρώτη του φράση να λέει όλα: «Δεν μετανιώνω».
Ο Παντελής Καζάκος, από τη μεριά του, δήλωσε δύο πράγματα: «Αμετανόητος» και «ψυχοπαθής».
«Τρελός; Μα οι τρελοί δεν ξέρουν να επιλέγουν. Αν πράγματι ήταν τρελός, είναι περισσότερο από σίγουρο πως θα είχε πάρει στο λαιμό του και Έλληνες, όχι μόνο μαύρους. Είναι το λιγότερο αστείο να το λέει κανείς αυτό. Τυφλός ναι, τρελός σε καμία περίπτωση. Τυφλός από το μίσος και τον ρατσισμό του», είναι η απάντηση του Νιγηριανού Αμπντούλ Τίμοθι που μέχρι σήμερα δεν έχει ξεχάσει τον σωματικό και ψυχικό πόνο της βραδιάς εκείνης.
«Πατέρα, ο κόσμος με θεωρεί ήρωα ή φονιά;»
Μια ερώτηση που στο μυαλό του είχε ήδη απαντηθεί. Μόνο που η απάντηση εκείνη ήταν λανθασμένη. «Φονιά σε λένε, παιδί μου…», ψέλλισε ο πατέρας του, γκρεμίζοντας τον κόσμο που είχε φτιάξει στο μυαλό του ο 23χρονος δράστης.
Η ποινή που του επέβαλλε το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο; Δις ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά συρροή και απόπειρα ανθρωποκτονίας. Το 2013 υπέβαλλε αίτημα αποφυλάκισης, αλλά μάταια.