«Η Ελλάδα έχει υποχρέωση να στηρίξει τον κοινό αμυντικό χώρο Ελλάδας-Κύπρου όπως έχει προδιαγραφεί στα εθνικά σχέδια», δήλωσε ο Π. Καμμένος.
Mε λίγα λόγια βρισκόμαστε κοντά στην αναβίωση του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, όπου πρώτο είχε αναφερθεί πριν λίγες μέρες με άρθρο του το pentapostagma.gr.
Συγκεκριμένα αναφέραμε:
Αυτό σημαίνει, ότι μελετάται σε πρώτη φάση η μεταστάθμευση ελληνικών μαχητικών στην Αεροπορική Βάση Α. Παπανδρέου, ενώ ελληνικά μαχητικά θα περιπολούν στην ευρύτερη περιοχή.
Σήμερα μάλιστα είχαμε και ένα »άτυπο» τετ α τετ του ΥΕΘΑ Πάνου Καμμένου με τον Κύπριο ομόλογό του Χριστόφορο Φωκαϊδη. Η συνάντηση γίνεται λίγες ημέρες μετά από τις διαρροές που προέκυψαν από το ΥΠΕΘΑ περί ενδεχόμενου θερμού επεισοδίου στην κυπριακή ΑΟΖ, τον Ιούνιο.
Καμμένος και Φωκαϊδης έχουν πολύ καλή και στενή σχέση και είναι βέβαιο ότι υπάρχει προβληματισμός σε Αθήνα και Λευκωσία για το τι μπορεί να προκύψει.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Αληθινές Ειδήσεις», στο ερώτημα αν υπάρχουν σχέδια «αναγέννησης» του δόγματος του κοινού αμυντικού χώρου Ελλάδας-Κύπρου, «που είχε νεκρωθεί από την εποχή Σημίτη και μετά», ο κ. Καμμένος χαρακτήρισε «μαύρη για την Ελλάδα, την εποχή Σημίτη», προσέθεσε ότι «ήταν η περίοδος των Ιμίων, όπου τις σημαίες τις έπαιρνε ο αέρας» και τόνισε: «Σήμερα τις σημαίες τις υπερασπίζονται οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας».
Σε ό,τι αφορά τους νέους εξοπλισμούς των Ενόπλων Δυνάμεων, ο κ. Καμμένος είπε ότι η χώρα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του Προϋπολογισμού και των διεθνών συμφωνιών, όπως η επέκταση της συμφωνίας με τις ΗΠΑ, θα προχωρήσει στην εφαρμογή του εξοπλιστικού της προγράμματος. Ανέφερε ότι τα κονδύλια προέρχονται από την υπάρχουσα ευχέρεια που προβλέπουν οι προϋπολογισμοί του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και τις νέες πηγές που έχουν δημιουργηθεί από την εκμετάλλευση της περιουσίας και της διάθεσης των μη επιχειρησιακών αποθεμάτων και από τις νέες συμφωνίες που θα προκύψουν με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της πενταετούς στρατιωτικής συμφωνίας.
Τέλος, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας είπε ότι θα ρυθμιστούν νομοθετικά, όλες οι προαναγγελθείσες υποχρεώσεις προς το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο «δυσάρεστης έκπληξης» για το ειδικό μισθολόγιο, όσο είναι ανοιχτή η διαπραγμάτευση, τόνισε, «δεν ανησυχώ, διότι αποτελεί κόκκινη γραμμή για εμάς».
Το δόγμα Ενιαίου Αμυντικού Χώρου ανάμεσα στην Κύπρο και την Ελλάδα αποφασίστηκε, ως γνωστόν, το 1993 από τις κυβερνήσεις Γλαύκου Κληρίδη και Ανδρέα Παπανδρέου, και ουσιαστικά λειτούργησε από το 1994 έως το 1998 με 1999. Απενεργοποιήθηκε από την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη στα «μουλωχτά», εξαιτίας των προκαταλήψεων και των ιδεοληψιών που τη διέκρινε στο πλαίσιο της «νέας» εξωτερικής της πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο που στο βιβλίο που εξέδωσε, για τα οκτώ χρόνια της διακυβέρνησής του, δεν ανέφερε λέξη γι” αυτό.
To «δόγμα» υπήρξε μια κατάκτηση του Ελληνισμού το οποίο επιβλήθηκε με θυσίες έναντι των άσπονδων φίλων του. Τύγχανε της αποδοχής της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων σε Κύπρο και Ελλάδα -στην πρώτη όπως αναμενόταν περισσότερο- και αυτό είχε πιστοποιηθεί μέσα από σειρά δημοσκοπήσεων που έγιναν και στα δύο κράτη. Το στήριζαν όλες οι κυπριακές πολιτικές δυνάμεις, με εξαίρεση το ΑΚΕΛ, του οποίου η στάση δεν ήταν ξεκάθαρη, μια στάση «ναι μεν αλλά».
Διέκρινε δήθεν υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια πολιτική που συνέβαλε στην αναβάθμισή της. Κατά βάθος το ΑΚΕΛ ήταν εναντίον, όμως δεν δήλωσε τη διαφωνία του, μιας και κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετά αντιδημοφιλές και θα συνεπαγόταν πολιτικό κόστος.
Ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος υπήρξε πρώτιστα μια πολιτική επιλογή, καινοτόμα, με άμεσα όσο και εν δυνάμει αποτελέσματα. Ήταν πρώτα απ’ όλα μια έμπρακτη κατάφαση της ενότητας του Ελληνισμού και ταυτόχρονα μια έκφραση αποφασιστικότητας, πέραν από ρητορικές τοποθετήσεις, ότι η Ελλάδα σε περίπτωση νέας τουρκικής επίθεσης εναντίον της ελεύθερης Κύπρου θα εμπλεκόταν αυτόματα σε πόλεμο με την Τουρκία.
Το «δόγμα» συνιστούσε μια κίνηση «ετοιμασίας» προς αυτήν την κατεύθυνση και συνδυάστηκε με την αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς, μέσω της αγοράς αξιόλογων οπλικών συστημάτων. Προήγαγε την ενότητα του Ελληνισμού, αφού προκαλούσε μια ευρύτερη θετική κίνηση και όσμωση και σε άλλους πολιτικούς τομείς των δύο κρατών.