Σταθερά δάνεια μεγάλης διάρκειας: επιτόκιο γύρω στο 10%. Τρέχοντα δάνεια: επιτόκιο 12% (υψηλότερα όμως τα επιτόκια των ναυτοδανείων). Η υπογραφή συμβολαίων ανάμεσα σε τράπεζα και ιδιώτη υποχρεωτική, παρουσία μαρτύρων.
Τραπεζική διευκόλυνση: η φύλαξη χρημάτων και άλλων αντικειμένων δωρεάν. Και όλα αυτά με την παλιά... πολύ παλιά δραχμούλα.
Δεν πρόκειται για διαφήμιση σύγχρονης τράπεζας, αλλά για τα ισχύοντα στο τραπεζικό σύστημα της αρχαίας Αθήνας. Οι ομοιότητες άλλωστε με τη σημερινή λειτουργία των τραπεζών δεν σταματούν εδώ: ιδιωτικές τράπεζες και ιδιώτες δανειστές, προμήθειες, ισοτιμίες συναλλάγματος και ανταλλαγές νομισμάτων, διαχείριση περιουσιών, έκδοση εντολών προς τρίτους, επιστολές για εξόφληση χρημάτων από τράπεζες άλλων πόλεων.
Οι καλύτερες τράπεζες στην αρχαιότητα πάντως ήταν τα ιερά, από τα οποία δανειζόταν και το κράτος. Όσο για τους ιδιώτες τραπεζίτες ρύθμιζαν το ύψος του επιτοκίου ανάλογα με τον κίνδυνο.
Έτσι, τα λεγόμενα ναυτοδάνεια έφθαναν ακόμη και στο 100%, σε περίπτωση όμως απώλειας του πλοίου μαζί με το φορτίο του ο δανειστής δεν είχε καμία αξίωση από τον δανειζόμενο (αν είχε επιζήσει...).
Οι αργυραμοιβοί και οι τραπεζίτες της Αγοράς εξυπηρετούσαν εξάλλου (με προμήθεια γύρω στο 5%-6%) τους ξένους που ήθελαν να ανταλλάξουν το νόμισμά τους με αθηναϊκές δραχμές ζυγίζοντας τα ξένα νομίσματα και ελέγχοντας την καθαρότητα τους τρίβοντάς τα στη λυδία λίθο (σκληρή πέτρα από τη Λυδία της Μικράς Ασίας επάνω στην οποία δοκιμαζόταν η καθαρότητα του χρυσού και του ασημιού).
Γενικά όμως οι τραπεζίτες δεν ήταν ανεξέλεγκτοι και ο πολίτης μπορούσε να καταφύγει στη Δικαιοσύνη.
Φόροι για όλους πλην πτωχών
Οι μέτοικοι και οι πλούσιοι Αθηναίοι πλήρωναν κυρίως φόρους στην αρχαία Αθήνα, ενώ η πλέον εφευρετική μορφή φορολογίας θεωρείται η «λειτουργία», γιατί συνοδευόταν από δόξα και τιμές για τον φορολογούμενο! Πρόκειται για την ανάληψη μεγάλων έργων από πλούσιους επιχειρηματίες, όπως η συντήρηση πολεμικού πλοίου και του πληρώματος (τριηραρχία), η κάλυψη των εξόδων για θρησκευτικά δείπνα, η κάλυψη των δαπανών της αποστολής επίσημων αντιπροσωπειών σε μεγάλα ιερά (θεωρία), η ανάληψη δαπάνης για τις παραστάσεις των δραματικών αγώνων (χορηγία) κτλ. Η χορηγία κόστιζε 300-5.000 δρχ. (τον 5ο αιώνα π.Χ. ο ετήσιος μισθός της ιέρειας της Αθηνάς Νίκης ήταν 50 δραχμές) και δύσκολα μπορούσε να την αρνηθεί κάποιος, αφού θα έπρεπε υποδείξει άλλον πλουσιότερο στη θέση του και σε περίπτωση που εκείνος αρνούνταν, να προτείνει ανταλλαγή των περιουσιών τους.
Οικονομική κρίση πέρασε και η αρχαία Ελλάδα τον 3ο π.Χ. αιώνα. Το αποδεικνύουν οι λιτοί τάφοι εκείνης της περιόδου, ενώ παράλληλα υπήρχαν ρητές συστάσεις από τους άρχοντες για λιτότητα και περιορισμό της σπατάλης.
Στοιχείο που γίνεται έκδηλο και από την ανασκαφή σε χωράφι βορειοδυτικά του οικισμού αρχαίας Πύδνας στην Πιερία. Ασύλητοι, ως επί το πλείστον, οι τάφοι μαρτυρούν το πέρασμα από την εποχή του πλούτου στην εποχή της οικονομικής στενότητας σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας που αποτέλεσε σημαντικό εμπορικό κέντρο του βασιλείου της Μακεδονίας.
«Στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα ο διορισμένος από τον βασιλιά Κάσσανδρο επιστάτης των Αθηνών, Δημήτριος Φαληρεύς, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγόρευε την ανέγερση πολυτελών ταφικών συνόλων.
Ετσι, ενώ οι τάφοι του 4ου αιώνα ήταν εντυπωσιακοί και πλούσια κτερισμένοι, αυτοί του 3ου αιώνα π.Χ. γίνονται μικρότεροι και περισσότερο λιτοί», δήλωσε ο αναπληρωτής προϊστάμενος της ΚΖ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Μάνθος Μπέσιος.
Πιο συγκεκριμένα, στους τάφους του 4ου π.Χ. αιώνα, οι νεκρικοί θάλαμοι είχαν βάθος περίπου δύο μέτρων από την επιφάνεια της γης και η κάθοδος σε αυτούς γινόταν με σκαλοπάτια, ενώ τα τοιχώματά τους ήταν επιχρισμένα με χρωματιστό κονίαμα (ερυθρό, κίτρινο και λευκό), υπολείμματα του οποίου σώζονται. Οι νεκροί τοποθετούνταν επάνω σε ξύλινες κλίνες πλούσια διακοσμημένες με πήλινες μορφές, ελεφαντόδοντο, γυαλί και μεταλλικά εξαρτήματα.
Τον 3ο π.Χ. αιώνα, η κατάσταση αλλάζει, οι τάφοι γίνονται αισθητά μικρότεροι, λιγότερο διακοσμημένοι και κτερισμένοι με λιτά αντικείμενα.