Το 1973, η Σοφία Βέμπο κατοικούσε στην οδό Στουρνάρα 23, με το μπαλκόνι της να βλέπει το Πολυτεχνείο. Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου, όπως αποκάλυψε η ίδια αργότερα, είχε βγει στο μπαλκόνι και παρακολουθούσε τα γεγονότα. Ήταν εκεί την ώρα που τα τανκς εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο.
Αμέσως μετά την εισβολή, κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας και βλέποντας τους φοιτητές τρομοκρατημένους και κυνηγημένους από την αστυνομία και το μάτι των ελεύθερων σκοπευτών, άνοιξε το σπίτι της και το μετέτρεψε τις επόμενες μέρες σε «άσυλο».
Η κίνηση της μαθεύτηκε από την Ασφάλεια, η οποία της χτύπησε το κουδούνι. Η Σοφία Βέμπο όμως αρνήθηκε ότι συμβαίνει κάτι στο σπίτι της και δεν άνοιξε την πόρτα, με αποτέλεσμα η ασφάλεια να αποχωρήσει. Δεν μπορούσε άλλωστε κανείς να την πειράξει.
Μπορεί λίγα χρόνια νωρίτερα να είχε προκαλέσει κακές εντυπώσεις όταν εμφανίστηκε σε φιέστες των συνταγματαρχών στο Καλλιμάρμαρο, ωστόσο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τα πάντα άλλαξαν. Πρώτα μετέτρεψε το σπίτι της σε πρόχειρο σταθμό πρώτων βοηθειών τις ημέρες που ακολούθησαν την εξέγερση των φοιτητών και ύστερα, με την εμφάνισή της ξανά στο Καλλιμάρμαρο και στην εκδήλωση για την επάνοδο της Δημοκρατίας όπου τραγούδησε «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, / και τα τανκς γονάτισαν κείνη τη βραδιά…», κατάφερε να απαλύνει όποια κακή εντύπωση είχε προκαλέσει τα προηγούμενα χρόνια.
Ήταν μια πράξη εξιλέωσης για εκείνη, μια γενναία πράξη την στιγμή που χρειαζόταν. Είναι πολύ πιθανό, αν δεν άνοιγε εκείνη την στιγμή το σπίτι της, κάποιοι από τους φοιτητές που βρέθηκαν εκεί να είχαν προστεθεί κι εκείνοι στη λίστα των θυμάτων της 17ης Νοεμβρίου του 1973.