Οι Μοίρες παριστάνονταν, συνήθως, ως τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν. Η κλωστή που κρατούν στα χέρια τους, είναι η ανθρώπινη ζωή· συμβολίζεται έτσι το πόσο μηδαμινή κι ασήμαντη αποδεικνύεται τελικά, αφού κόβεται με το παραμικρό, όπως μια κλωστή.
Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ, γνέθει το νήμα της ζωής, η δεύτερη, ηΛάχεση, μοιράζει τους κλήρους, καθορίζει τι θα «λάχει» στον καθένα. Η τρίτη Μοίρα, τέλος, η Άτροπος, κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων.
Οι Μοίρες είναι επομένως οι δυνάμεις που ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της ζωής του κάθε θνητού, από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του.
Σε κάποιες περιπτώσεις οι άνθρωποι πίστευαν πως δεν ήταν τρεις, αλλά μία ή δύο, όπως, για παράδειγμα, συνέβαινε στο μαντείο των Δελφών, όπου λάτρευαν μόνο τη Μοίρα της Γέννησης και τη Μοίρα του Θανάτου.
Η λέξη «μοίρα» βγαίνει από το ρήμα «μοιράζω», είναι δηλαδή το «μερίδιο» και το «μερτικό», το κομμάτι που παίρνει ο καθένας από τη μοιρασιά ενός όλου. Έτσι, μοίρα σημαίνει πάνω απ’ όλα το μερίδιο που διεκδικεί ο καθένας στη ζωή και την ευτυχία.
Aς φανταστούμε τη μοιρασιά του κρέατος ενός ζώου. Τυχαίνει, καθώς το τεμαχίζουν, άλλος να πάρει μικρό ή μεγάλο «κομμάτι», με πολύ ή με λίγο λίπος· έτσι γίνεται και στη ζωή. Άλλοι ζουν πολλά χρόνια, άλλοι λιγότερα, άλλοι είναι ευτυχισμένοι κι άλλοι όχι.
Πίστευαν πως το νήμα της ζωής το έγνεθαν οι Μοίρες δυο φορές κατά τη διάρκειά της: μία κατά τη γέννηση και μία κατά το γάμο, γιατί ήταν δύο γεγονότα σημαντικά για την παραπέρα πορεία της.
Ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλου, λόγου χάρη, αποτελούσε στην αρχαιότητα ένα ιδανικό ζωής, χάρη στην εύνοια της Μοίρας: έζησε πολύ και από το γάμο του απέκτησε πολλούς γιους.
Η περίπτωση του Αχιλλέα αποτελεί, παράλληλα, χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίληψης ότι τα πολλά χρόνια ζωής δε σημαίνουν απαραίτητα πως αυτά είναι γεμάτα χαρά κι ευτυχία: Ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα μιλά για τη μοίρα του, που ξέρει πως είναι διπλή από τη μητέρα του τη Θέτιδα: μπορεί να έχει μια μακρόχρονη, αλλά ασήμαντη ζωή, αν γυρίσει στην πατρίδα του, ή να επιλέξει να μείνει και να πολεμήσει στην Τροία, να διακριθεί για τα πολεμικά του κατορθώματα, αλλά και να πεθάνει νέος.
Το όνομά του θα συνδεθεί με τη δόξα κι όλοι θα τον θυμούνται σαν φοβερό ήρωα στο παρόν και στο μέλλον, όπως και έγινε τελικά.
Ενδεικτικός για το ρόλο που έπαιζαν οι Μοίρες στη γέννηση του ανθρώπου είναι ο μύθος του Μελέαγρου.
Όταν μια γυναίκα θέλησε να μάθει την τύχη του νεογέννητου γιου της, παραφύλαξε τις Μοίρες, τη νύχτα που θα έρχονταν να αποφασίσουν για τη ζωή του μωρού· άκουσε λοιπόν από την Κλωθώ πως θα γίνει όμορφο και από τη Λάχεση πως θα γίνει δυνατό.
Η Άτροπος όμως, φώναξε πως πρόκειται το παιδί να πεθάνει σε λίγο κι έδειξε ένα πυρωμένο ξύλο που καιγόταν στο τζάκι.
Έπειτα, είπε πως αυτό θα συμβεί μόλις το δαυλί αποκαεί.
Αφού έφυγαν οι Μοίρες από την κάμαρα, η μητέρα άρπαξε το μισοκαρβουνιασμένο ξύλο, το έσβησε και το έχωσε βαθιά μέσα σε μια κασέλα. Κράτησε για χρόνια κρυφό το μυστικό της ζωής του γιου της κι εκείνος μεγάλωνε κι ομόρφαινε.
Όταν κάποτε πήγε για κυνήγι μαζί με τον αδερφό της μητέρας του, μάλωσε μαζί του για τη μοιρασιά και, πάνω στο θυμό του, τον σκότωσε. Όταν εκείνη το έμαθε, έτρεξε αμέσως στην κασέλα, έβγαλε το δαυλί και το έριξε στη φωτιά.
Μόλις κάηκε εντελώς, ο γιος της άφησε την τελευταία του πνοή.
Στον Τρωικό πόλεμο ο γιος του Δία, ο Σαρπηδόνας, μάχεται γενναία εναντίον του Πάτροκλου, ο οποίος όμως τον έχει σχεδόν νικήσει.
Ο Δίας παρακολουθεί τη μονομαχία και πονάει για το γιο του· σκέφτεται λοιπόν ν’ αντιταχτεί στη μοίρα και ν’ αποφευχθεί ο θάνατος του Σαρπηδόνα, που πολύ τον αγαπούσε. Εμπιστεύεται στην Ήρα τη σκέψη του ν’ αλλάξει τα γραμμένα, εκείνη όμως τον συνεφέρει με τα λόγια της· υπενθυμίζει τη μεγάλη δυσαρέσκεια που θα προκαλέσει στους υπόλοιπους θεούς.
Εκείνος, τελικά, υποχωρεί και ρίχνει στη γη ματωμένες ψιχάλες, για να δείξει τη λύπη του. Λίγο παρακάτω, όταν ο Έκτορας μονομαχεί με τον Αχιλλέα και πρόκειται σε λίγο να σκοτωθεί, ο Δίας εκμυστηρεύεται στην Αθηνά πόσο πολύ θα ήθελε να μπορούσαν όλοι οι θεοί να συμφωνήσουν, ώστε ν’ αλλάξουν τη μοίρα του και να τον γλιτώσουν.
Η Αθηνά του αποκρίνεται ακριβώς όπως και η Ήρα, οπότε ο Δίας συμμορφώνεται και πάλι.
Στην πιο κρίσιμη στιγμή, όμως, της αναμέτρησης, παίρνει μια χρυσή ζυγαριά, ώστε να κριθεί με αντικειμενικό τρόπο το ποιος θα επικρατήσει. Σε κάθε μεριά της βάζει από μια μοίρα του θανάτου και την ισορροπεί.
Τελικά, βαραίνει η μεριά του Έκτορα που πρέπει τώρα να πεθάνει. Ο Απόλλωνας, που μέχρι τότε συνεχώς τον προστάτευε, τον εγκαταλείπει. Στα ομηρικά έπη, λοιπόν, η Μοίρα είναι κάτι το δεδομένο από την αρχή της ζωής.
Οι Μοίρες όμως είναι απλώς το όργανο στην υπηρεσία των θεών, που εκτελούν τη θέλησή τους. Το νήμα της ζωής το γνέθουν ουσιαστικά εκείνοι, οι οποίοι καθορίζουν τα γεγονότα, τις περιπέτειες, τον πλούτο και το θάνατο για τον κάθε άνθρωπο. Οι θεοί μπορούν και έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη μοίρα, αφού οι ίδιοι την ορίζουν στην αρχή της ζωής των θνητών.
Μια τέτοια αλλαγή όμως θα είχε πολύ άσχημες συνέπειες, γιατί θα διατάρασσε την αρμονία και την τάξη. Ο Δίας, λοιπόν, μπορεί ν’ αλλάξει τη Μοίρα, μα προτιμά να μην το κάνει, γιατί κι οι άλλοι θεοί θα ζητούσαν να κάνουν το ίδιο για τους δικούς τους προστατευόμενους.
Η Μοίρα είναι πάνω απ’ όλα ιδιοκτησία του, γι’ αυτό και τον ονόμαζαν «Μοιραγέτη» (ηγέτη, οδηγό, αρχηγό των Μοιρών), παρόλο που εκείνη τον περιορίζει και αναγκάζεται να τη σεβαστεί. Η σύγκρουση αυτή είναι αναπόφευκτη, γιατί αφορά την ίδια τη ζωή κι αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ερωτηματικά της: ποιος είναι πιο πάνω, ο θεός ή «ότι είναι γραφτό να συμβεί;».
Το ερώτημα απασχόλησε, όπως ήταν φυσικό, και όλους τους μεταγενέστερους ποιητές και φιλοσόφους.
Ήδη από την εποχή του Ησίοδου (7ος αιώνας) οι Μοίρες δεν είναι πια τα όργανα που εκτελούν τυφλά τη βούληση των θεών, μα έχουν και κάποιες δικές τους αρμοδιότητες και ρόλους.
Παρόλα αυτά, ο Δίας είναι πάλι εκείνος που τους παραχώρησε την πολύ μεγάλη τους εξουσία, παραμένει δηλαδή «Μοιραγέτης».
Αυτή η αντίληψη της παντοδυναμίας των θεών γενικά κυριαρχεί στην αρχαιότητα: οι θεοί υπακούν βέβαια στη Μοίρα, μόνο και μόνο όμως επειδή την έχουν οι ίδιοι ορίσει.
Συναντάμε και σε μεταγενέστερες εποχές πολλές περιπτώσεις σύγκρουσης Μοίρας και θεών, όπου όμως τα γραμμένα καμιά φορά αλλάζουν· στην περίπτωση του Κροίσου, ο Απόλλωνας κατάφερε να πάρει για χάρη του από τις Μοίρες τρία χρόνια αναβολή, για την άλωση των Σάρδεων.
Ο Απόλλωνας, πάλι, επενέβη στην περίπτωση του Άδμητου, που έπρεπε να πεθάνει· μέθυσε τις Μοίρες και τις ξεγέλασε, ώστε να δεχτούν να πεθάνει η γυναίκα του, η Άλκηστη, αντί για κείνον. Ας δούμε τους ρόλους που με τον καιρό απέκτησαν οι Μοίρες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω: ο ποιητής Ησίοδος μας πληροφορεί πως υπήρχαν δύο εκδοχές για την καταγωγή τους.
Σύμφωνα με την πρώτη, οι Μοίρες ήταν κόρες της Νύχτας, μοιράζουν τα καλά και τα κακά, μα και καταδιώκουν τους θεούς κι ανθρώπους για τα εγκλήματά τους, μέχρι να τους εκδικηθούν και να τους τιμωρήσουν με τρόπο φοβερό.
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, ήταν κόρες του Δία και της Θέμιδας.
Πρόσθεταν μάλιστα και μια τέταρτη αδερφή, την Τύχη, που θεωρούνταν ότι είχε και το μεγαλύτερο κύρος. Οι δύο αυτές εκδοχές συμβολίζουν και δύο διαφορετικούς ρόλους.
Ως κόρες της Νύχτας είναι κακοποιές δυνάμεις, που συγγενεύουν με το σκοτάδι, τον Άδη και τον Κάτω Κόσμο. Από την άποψη αυτή, συνδέονται με τις Ερινύες, που επίσης είναι αδίστακτες τιμωροί των ανθρώπων.
Ακριβώς όμως, επειδή οι πράξεις του ενός έχουν άμεσο αντίκτυπο στο σπίτι του και στους γύρω του, η κρίση των Μοιρών, που επιβάλλεται εντελώς αυθαίρετα και ανεξάρτητα από τους θεούς, φτάνει να αφορά και ολόκληρες οικογένειες, κάποτε για πολλές γενιές.
Άλλοτε φτάνουμε να μιλάμε και για μια ολόκληρη πόλη, όπου οι Μοίρες καλούνται να διαφυλάξουν και ν’ αποκαταστήσουν την κοινωνική τάξη και τη δικαιοσύνη. Πρόκειται, πλέον, για το ρόλο τους σε επίπεδο κοινωνικό.
Ως κόρες του Δία και της Θέμιδας, από την άλλη πλευρά, είναι δυνάμεις καλοπροαίρετες, ουράνιες και φωτεινές, που λαμπρύνουν με την παρουσία τους σημαντικά γεγονότα, όπως η ίδρυση των Ολυμπιακών αγώνων.
Είναι θεότητες της ευτυχίας και της ευλογίας, καθώς και όργανα της βούλησης των θεών. Μιλάμε, επομένως, για τα εντελώς αντίθετα απ’ αυτά που αναφέραμε παραπάνω.
Ο Πίνδαρος διηγούνταν πως εκείνες οδήγησαν με χρυσά άλογα τη Θέμιδα (που δεν ήταν όμως μητέρα τους, σύμφωνα με τον ποιητή) στον Όλυμπο, για να παντρευτεί τον Δία, επιβεβαιώνοντας έτσι την παραδοσιακή σχέση τους με το γάμο, ως θεότητες ευγονίας και ευτυχίας.
Τις βρίσκουμε να τραγουδούν στους γάμους της Θέτιδας, καθώς και του Δία και της Ήρας.
Όταν μια κοπέλα στην αρχαία Αθήνα γινόταν νύφη, πρόσφερε τις κοτσίδες της στις Μοίρες και οι γυναίκες ορκίζονταν στο όνομά τους.
Επίσης, έχοντας άμεση σχέση με τη γέννηση των ανθρώπων, γιατί η δύναμη τους κατά κύριο λόγο τότε φανερώνεται, είναι πολύ συχνά παρούσες στις γέννες ως βοηθοί, όπως για παράδειγμα στη γέννηση του Ασκληπιού.
Γι’ αυτό και συνήθιζαν να τις λατρεύουν κάποτε μαζί με θεές σχετικές με τον τοκετό, όπως η Άρτεμη και η Ειλειθυία (που έφερνε τους πόνους της γέννας). Τις
Μοίρες τις συναντάμε μέχρι σήμερα διατηρημένες στη λαϊκή μας παράδοση: είναι πάντα τρεις γυναίκες, συνήθως γριές, που γνέθουν για τον καθένα το νήμα της ζωής, μέχρι να τελειώσει το μαλλί ή να κοπεί απότομα. Παρουσιάζονται συνήθως στη γέννηση του μωρού, τη νύχτα μετά την τρίτη μέρα.