Ο περίφημος και φοβερός μάγος Alessandro Cagliostro γεννήθηκε στο Παλέρμο της Ιταλίας το 1743, με το όνομα Joseph Balsamo.
Από τα μικρά του χρόνια, ήταν ένα παιδί ανυπότακτο, απείθαρχο, με χείριστους τρόπους και διεφθαρμένη φύση, από την οποία δεν μπορούσε κανείς να περιμένει τίποτα το καλό.
Τον έκλεισαν σε ένα ιεροδιδασκαλείο, μα γρήγορα το έσκασε από εκεί. Τον έβαλαν έπειτα σ’ ένα μοναστήρι, ελπίζοντας πως μέσα σε ένα ευσεβές περιβάλλον, θα αποκτούσε καλύτερα αισθήματα, μα εκείνος διασκέδαζε να σκανδαλίζει και να προσβάλλει τους ιερωμένους, που του είχαν προσφέρει άσυλο.
Επειδή είχε πολύ ανεπτυγμένη αντίληψη, υπό τη διδασκαλία του φαρμακοποιού του μοναστηριού, μυήθηκε με μεγάλη άνεση και ευκολία στη γνώση των φάρμακων και των βοτάνων, ενώ απέκτησε και τις πρώτες γνώσεις της χημείας, οι οποίες, αργότερα, του φάνηκαν τόσο χρήσιμες για το αποκρυφιστικό του έργο.
Ο Joseph Balsamo ήταν ευφυέστατος, αλλά και μηχανορράφος, ανήθικος και άτιμος . Μπορούσε να κάνει με επιτυχία πολλά επαγγέλματα. Ήταν καλός σχεδιαστής κι αυτό τον βοήθησε να γίνει πλαστογράφος. Παραποίησε τα εισιτήρια ενός θεάτρου, πλαστογράφησε μια διαθήκη, μιμήθηκε περίτεχνα τον γραφικό χαρακτήρα του Ηγουμένου του μοναστηριού. Πολλές φορές τον τσάκωσαν και τον φυλάκισαν, αλλά επενέβαινε η ισχυρή οικογένειά του κι έτσι, πάντοτε τον άφηναν ελεύθερο.
Ο Balsamo, ενθαρρυμένος από την ατιμωρησία, επιχείρησε ένα κόλπο πιο τολμηρό και πιο επικερδές. Έπεισε κάποιον χρυσοχόο του Παλέρμο ότι θα του έδειχνε πού ήταν κρυμμένος τάχα κάποιος αμύθητος θησαυρός και με αυτή την πρόφαση, τον ξεγέλασε και του υφάρπαξε διακόσιες χρυσές ουγγιές.
Ο έμπορος δεν άργησε να καταλάβει την απάτη και τον μήνυσε. Ο Balsamo, όμως, πρόλαβε και εξαφανίστηκε. Μετέβη στην Ελλάδα, στη Μεσσήνη συγκεκριμένα, κι από εκεί στη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και πάλι πίσω στη Ρώμη, όπου πρωτοστάτησε σ’ ένα καυγά μέσα σ’ ένα πανδοχείο, όπου πιάστηκε και φυλακίστηκε τελικά για τρεις μήνες.
Μόλις βγήκε από τη φυλακή, συνάντησε στο σπίτι ενός Ναπολιτάνου φίλου του μια πεντάμορφη δεκαπεντάχρονη κοπέλα, τη Lorenza Seraphina Feliciani, την οποία την ερωτεύθηκε παράφορα και την παντρεύτηκε αμέσως. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό και ηθικό φραγμό, την μύησε στις πανουργίες, στις αγυρτείες και στις απατεωνιές του. Μαζί, οι δυο τους, έφτασαν στο σημείο να κλέβουν τους πιστούς προσκυνητές της διαδρομής του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα.
Το όνομά του πια είχε γίνει συνώνυμο της εξαπάτησης και ήταν άκρως επικίνδυνο να το διατηρεί, γι’ αυτό το άλλαξε σε εκείνο, που έμεινε στην ιστορία: Alessandro Cagliostro.
Εντρύφησε με το πάθος της ιδιοτέλειας και του τυχοδιωκτισμού στη μαύρη μαγεία, στον αποκρυφισμό και στην αλχημεία, για να βρίσκει θύματα και να τα εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Μάλιστα, στις 2 Ιουνίου 1777, η Μεγάλη Έδρα του Λονδίνου του παρέδωσε το δίπλωμά του ως μασόνου. Πουλούσε δήθεν φίλτρα και θεράπευε τάχα κάθε ασθένεια. Έγινε γρήγορα γνωστός και με τη φήμη, που είχε αποκτήσει ως πανίσχυρος μάγος και θεραπευτής, κατέκτησε τις αυλές των παλατιών ολόκληρης της Ευρώπης.
Όταν η Τσαρίνα της Ρωσίας, η Αικατερίνη η Μεγάλη, που στην αρχή τον καλοδέχτηκε με τιμές ύψιστου θαυματοποιού και τον προστάτευε από κάθε κακοτοπιά, κατάλαβε τις μηχανορραφίες και τις ραδιουργίες του, τον κυνήγησε αδυσώπητα. Ο Cagliostro, βέβαια, κατόρθωσε να ξεφύγει και πήγε στη Βαρσοβία, όπου σημείωσε πραγματικό θρίαμβο. Εκεί, αποκόμισε τεράστια χρηματικά ποσά, πολύτιμους λίθους και διαμάντια.
Από τη Βαρσοβία βρέθηκε στο Στρασβούργο, έχοντας πια φήμη διεθνή και καταξιωμένη, με κάθε πονηρό και βέβηλο τρόπο. Με το που πάτησε το πόδι του στο Στρασβούργο, μαζί με την λατρεμένη του Lorenza, την οποία δεν την αποχωρίστηκε ποτέ, διακήρυξε θορυβωδώς ότι θα θεράπευε δωρεάν όλους τους φτωχούς αρρώστους, που θα του παρουσιάζονταν. Πράγματι, γιάτρεψε κάποιους και αυτό ήταν αρκετό για να εδραιωθεί η παντοδυναμία του. Φυσικά, ο γραμματέας του έβρισκε πάντα τον τρόπο να λαμβάνονται αμοιβές, τις οποίες μοιράζονταν οι δυο τους.
Εκείνη την εποχή, ο Alessandro Cagliostro γνωρίστηκε με μια σπουδαία και αξιοσέβαστη προσωπικότητα, που κινούσε όλα τα νήματα στο Στρασβούργο, τον Καρδινάλιο Louis de Rohan. Ο πολυσχιδής και πολυπράγμων μάγος δε δυσκολεύτηκε να πείσει τον Καρδινάλιο να συνεργαστούν στα αλχημιστικά του έργα, τάζοντάς του αμέτρητα πλούτη. Ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να κατασκευάσει χρυσάφι, πολύ χρυσάφι, μάλιστα. Παρουσία του ευπειθούς αρχιερέα, πραγματοποίησε ένα σχετικό πείραμα, που πέτυχε κατά τα φαινόμενα. Έπειτα, για να τον έχει σίγουρα του χεριού του, υποσχέθηκε στον Καρδινάλιο de Rohan ότι θα κανόνιζε να δει για μια τελευταία φορά τον αγαπημένο του νεκρό, που τόσο επιθυμούσε, καθώς αυτό θα το πραγματοποιούσε το μαγικό ραβδί του.
Ο καιρός περνούσε και το θαύμα δε γινόταν. Έτσι, ο Καρδινάλιος άρχισε να υποπτεύεται τον μάγο για απάτη. Όμως, κάποια στιγμή, το θαύμα επετεύχθη: ένα υποτυπώδες πρόσωπο αχνοφάνηκε στον τοίχο, για λίγα μόλις δευτερόλεπτα, μπροστά στα θαμπωμένα και συγκινημένα μάτια του Καρδινάλιου.
Η δόξα και τα πλούτη τον ακολουθούσαν, όπου κι αν περιδιάβαινε στην Ευρώπη. Βασιλιάδες και αυλικοί, ηγεμόνες και αρχιερείς υπέκυπταν στη γοητεία, που φώλιαζαν στις σκοτεινές δυνάμεις και στα τεχνάσματά του.
Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, η ίδια του η γυναίκα ήταν αυτή που τον πρόδωσε και τον παρέδωσε στην Ιερά Εξέταση. Στις 27 Δεκεμβρίου 1789, φυλακίστηκε στο Castel Saint’ Angelo, στη Ρώμη. Καταδικάστηκε σε θάνατο λόγω άσκησης μαγείας και ελευθεροτεκτονισμού, αλλά ο Πάπας άλλαξε την ποινή του σε ισόβια δεσμά.
Έπειτα από μια άκαρπη προσπάθεια απόδρασης, ο Cagliostro μεταφέρθηκε στο Φρούριο του San Leo, όπου σε λίγο καιρό πέθανε. Όσον αφορά στη σύζυγό του, την όμορφη Lorenza, που είχε συλληφθεί κι εκείνη μαζί με τον ραδιούργο άντρα της, εικάζεται ότι την έκλεισαν σε κάποιο μοναστήρι.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 15/08/1926…