Μια περίεργη παράδοση των Αρμενίων αναφερόταν στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Όταν ο τελευταίος Βυζαντινός Αυτοκράτορας και μέλος της Δυναστείας των Παλαιολόγων έλαβε τη Θεία Κοινωνία και αποσύρθηκε στο ιδιαίτερο διαμέρισμά του μέσα στην Αγία Σοφία, λίγο πριν βγει να πολεμήσει εναντίον των Οθωμανών, παρουσιάστηκε ενώπιόν του ένας πανύψηλος άντρας, πορφυροντυμένος, σαν πύρινος ιππότης. Τότε, χωρίς να του μιλήσει καθόλου, έζωσε τον Κωνσταντίνο με ένα θώρακα, ο οποίος έστιλβε και λαμποκοπούσε κατακόκκινος, λες και το μέταλλό του είχε πυρωθεί στη φωτιά.
Με τον θώρακα ζωσμένος, ο Αυτοκράτορας πολέμησε κατά των Οθωμανών. Πίσω του, σ’ όλη τη μάχη, βρισκόταν ο υπερφυσικός πύρινος ιππότης, σιωπηλός, με χαλύβδινο βλέμμα. Τα όπλα των εχθρών γίνονταν συντρίμμια πάνω στον παράξενο θώρακα του Κωνσταντίνου. Τα σπαθιά, τα γιαταγάνια και τα σιδερένια ρόπαλα έλιωναν και διαλύονταν, μόλις άγγιζαν τον πύρινο θώρακα του Βασιλιά, λες και ήταν φτιαγμένα από απλό κερί. Επίσης, τα ξύλα των δοράτων, μόλις ακουμπούσαν τον θώρακα, έπαιρναν φωτιά και έπεφταν καταγής καψαλισμένα, σαν δαδιά καμμένα.
Έξαφνα, ρίχτηκε εναντίον του Αυτοκράτορα ένας ατρόμητος άντρας, με δέρμα σκούρο, στο χρώμα του έβενου, ο οποίος είχε για αιχμή του κονταριού του ένα κόκαλο μακρύ και μυτερό, παρμένο από κνήμη πεθαμένου ανθρώπου. Με το φοβερό του κοντάρι, χτύπησε τον Αυτοκράτορα, του ράγισε τον φλογισμένο θώρακα και τον πλήγωσε ελαφριά στο στήθος. Το αίμα, που άρχισε να τρέχει απ’ την πληγή και να καταβρέχει τον θώρακα, του έσβηνε τη φλόγα κι έκανε τον θώρακα να τρίβεται και να πέφτει σαν τη στάχτη. Έτσι, ο Κωνσταντίνος έμεινε απροστάτευτος.
Τότε, ο τρομερός εβένινος άντρας ετοιμάστηκε με το απόκοσμο κοντάρι του να ξαναχτυπήσει τον Αυτοκράτορα, μα εκείνος πρόλαβε με το σπαθί του να του πάρει το κεφάλι.
Ευθύς αμέσως, ο μυστηριώδης διάπυρος γίγαντας, που στεκόταν πάντοτε στο πλευρό του Παλαιολόγου, άπλωσε τον καταπόρφυρο μανδύα του, τύλιξε τον Αυτοκράτορα, σπιρούνισε το άλογό του και χάθηκαν κι οι δυο τους μέσα στον αλαλαγμό της μάχης και στα βογκητά των λαβωμένων.
Σύμφωνα με την παράδοση των Αρμενίων, ο κολοσσιαίος πύρινος ιππότης ήταν Άγγελος Κυρίου, ο οποίος πήρε τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ζωντανό και τον έκρυψε σε κάποια κρύπτη της Αγίας Σοφίας, μέχρι να φτάσει το πλήρωμα του χρόνου και να ζωντανέψει. Κι όταν γίνει αυτό και σηκωθεί, θα φοράει και πάλι τον πυρωμένο του θώρακα, που το τίμιο αίμα του έσβησε τη φωτιά του και μετατράπηκε σε στάχτη, μέσα στην αγριάδα της μάχης.
Αλλά, ο θώρακας αυτός, για να ξαναγίνει όπως ήταν, πρέπει οι Έλληνες να χύσουν πολύ αίμα, πάρα πολύ αίμα, επειδή είναι τιμωρημένοι από τον Θεό, που έχασαν την Πόλη.
Όταν ο Αυτοκράτορας βγει, θα ξαναβασιλέψει στον θρόνο του, όπου τον περιμένει κρυμμένος στον βυθό της θάλασσας του Μαρμαρά.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 08/11/1928…