Αν έχεις τύχη διάβαινε λέει ο σοφός λαός, ρήση που ταιριάζει «γάντι» στην απίστευτη ιστορία του μοναδικού ναύτη στον κόσμο που επέζησε από τα δύο χειρότερα ναυάγια του 20ου αιώνα, του «Τιτανικού» και του «Λουζιτάνια».
Ο Τζορτζ Μποσάμπ γλίτωσε από το ναυάγιο του Τιτανικού στο παρθενικό του ταξίδι από το Σαουθάμπτον προς τη Νέα Υόρκη μετά την πρόσκρουσή του σε παγόβουνο στον Ατλαντικό στις 14 Απριλίου του 2012.
Ξεγέλασε όμως και δεύτερη φορά το θάνατο τρία χρόνια αργότερα, στις 7 Μαϊου του 2015, όταν γερμανικό υποβρύχιο βύθισε το κρουαζιερόπλοιο Λουζιτάνια . Μετά απ’ αυτές τις οδυνηρές εμπειρίες, που λίγο έλειψα να του στοιχίσουν τη ζωή ο Μποσάμπ είπε στους δικούς του: «Αρκετά πια με τα μεγάλα πλοία. Από δω και πέρα θα εργάζομαι σε μικρότερα σκάφη».
Ο Μποσάμπ εργαζόταν ως θερμαστής στον Τιτανικό τη μοιραία βραδιά του ναυαγίου. Όπως είχε πει στις βρετανικές Αρχές που ερευνούσαν την περίοδο εκείνη την καταστροφή, άκουσε «έναν βρυχηθμό σαν βροντή» τη στιγμή της πρόσκρουσης του υπερωκεάνιου με το παγόβουνο, την ώρα που εκείνους τροφοδοτούσε τις μηχανές του Τιτανικού με κάρβουνο. «Ένιωσα το τράνταγμα κι άκουσα ένα βρυχηθμό σαν βροντή», είπε. «Μας διέταξαν να κλείσουμε τους αποσβεστήρες ενέργειας καθώς το νερό έμπαινε από διάφορα σημεία».
Μέχρι να πάρει την άδεια να εγκαταλείψει το μηχανοστάσιο του Τιτανικού τα νερά του είχαν φθάσει ως τη μέση. Ανέβηκε από μια σκάλα διαφυγής στο κατάστρωμα και άρχισε να βοηθά τρομοκρατημένους επιβάτες -συνολικά έως και 70 τον αριθμό- να επιβιβαστούν στην κατάμεστη σωσίβια λέμβο υπ’ αριθμ. 13 προτού ανέβει και εκείνος.
Η περιγραφή του ήταν δραματική: «Είχα το ένα πόδι στο κατάστρωμα και το άλλο στη σωσίβια λέμβο και βοηθούσε γυναίκες και παιδιά να επιβιβαστούν. Τότε δόθηκε η εντολή “φθάνει, γέμισε αυτή η βάρκα” και εγώ ανέβηκα στη λέμβο. Δυσκολευτήκαμε να απομακρυνθούμε από το πλοίο και να εμποδίσουμε τα νερά να πλημμυρίοσουν τη βάρκα. Τραβούσαμε κουπί δυνατά για να απομακρυνθούμε όσο το δυνατόν περισσότερο φοβούμενοι μήπως μας παρασύρει η δίνη του Τιτανικού καθώς βυθιζόταν. Είδα το πλοίο να βυθίζεται αρχικά με την πλώρη μέχρι που χάθηκε και η πρύμνη του. Την ώρα που βυθιζόταν άκουσε ένα βρυχηθμό σαν βροντή και κραυγές απόγνωσης. Θα είχαμε γυρίσει να μαζέψουμε κι άλλους, αλλά ήμασταν γεμάτοι», είχε πει. Δέκα λεπτά αργότερα τους περιμάζεψε το RMS Carpathia, που έσωσε συνολικά 705 ναυαγούς του Τιτανικού το εφιαλτικό εκείνο βράδυ.
Και μετά τον Τιτανικό το Λουζιτάνια
Μετά από εκείνη την ανατριχιαστική περιπέτεια με τον Τιτανικό ο γεννημένος στο Λονδίνο Μποσάμπ, συνέχισε να εργάζεται σε πλοία και σύμφωνα με την οικογένειά του βρισκόταν και στο Λουζιτάνια, όταν βυθίστηκε στη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Το Λουζιτάνια, που ανήκε στην εταιρεία Cunard ήταν το μεγαλύτερο επιβατικό πλοίο και το πιο γρήγορο της κλάσης του στις αρχές του 20ου αιώνα. Η βύθισή του από γερμανικό υποβρύχιο τύπου U-20 κοντά στις ιρλανδικές ακτές και η απώλεια 1.198 επιβατών, μεταξύ των οποίων και 114 Αμερικανοί, συνέβαλε στην είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο.
75 χρόνια μετά τον θάνατο του Μποσάμπ η οικογένειά του θέλησε να φέρει στο φως την ιστορία του για να του απονείμει τιμές για τις υπερπροσπάθειές του να σώσει ζωές σε δύο από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες του περασμένου αιώνα, του Τιτανικού και του Λουζιτάνια. «Είμαι περήφανη για τον προπάππου μου και τον ρόλο που έπαιξε στη διάσωση επιβατών», λέει η δισέγγονή του Σούζαν Νόρτον. Ο Μποσάμπ γεννήθηκε στο Λονδίνο και μετακόμισε στη Χαλ, όπου πέρασε δέκα χρόνια της ζωής του εργαζόμενες σε μηχανότρατες και άλλα σκάφη. Παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια προτού πιάσει δουλειά στη White Star Line και ταξιδέψει μέχρι το Σαουθάμπτον για το παρθενικό ταξίδι του Τιτανικού. Την εποχή εκείνη ήταν 42 ετών, αλλά είπε ψέμματα ότι ήταν δέκα χρόνια νεώτερος για να μπορέσει να εργαστεί ως θερμαστής. Όταν εγκατέλειψε τη ζωή του ναυτικού κι επέστρεψε μόνιμα στη στεριά ξαναπαντρεύτηκε και έζησε στο Σαουθάμπτον, όπου άφησε και την τελευταία του πνοή το 1944 σε ηλικία 72 ετών.