Ο Σίμο Χέιχε, γνωστός και με το παρατσούκλι «ο λευκός θάνατος» είναι ίσως ο πιο επιτυχημένος ελεύθερος σκοπευτής στην ιστορία του πολέμου, με περισσότερους από 500 να έχει καταφέρει να σκοτώσει σε μόλις 100 ημέρες κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Χέιχε (Simo Häyhä) γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1905, στην πόλη Rautjarvi κοντά στα σημερινά σύνορα της Φινλανδίας και της Ρωσίας, και άρχισε τη στρατιωτική του θητεία το 1925. Πριν να μπει στον πόλεμο, ήταν αγρότης και κυνηγός.
Τον Νοέμβριο του 1939 πάνω από 400.000 στρατιώτες του Σοβιετικού Κόκκινου Στρατού εισέβαλε στην Φινλανδία, της οποίας ο Στρατός διάθετε περίπου 80.000 στρατιώτες. Ο πόλεμος αυτός έγινε αργότερα γνωστός σαν «Χειμερινός Πόλεμος». Ο Χέιχε επιλέχτηκε σαν ελεύθερος σκοπευτής. Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία του σε αυτό το ρόλο που οι αντίπαλοι του (οι Σοβιετικοί) του έδωσαν το παρατσούκλι «Belaya Smert» («λευκός θάνατος»).
Έδρασε σε πολικές θερμοκρασίες -20 και -40 βαθμών Κελσίου φορώντας την ολόλευκη στολή παραλλαγής του, σκοτώνοντας επιβεβαιωμένα 505 Σοβιετικούς στρατιώτες,[2][4] καθώς και άλλους 542 αν προστεθούν και οι μη επιβεβαιωμένοι θάνατοι.[4] Σύμφωνα με την ανεπίσημη καθημερινή καταγραφή της δράσης των σκοπευτών στο πεδίο της Μάχης της Κόλλαα, τα θύματά του ήταν 800.[5] Εκτός από τις επιτυχίες του ως ελεύθερος σκοπευτής, χρεώνεται και 200 περίπου επιβεβαιωμένους θανάτους χρησιμοποιώντας υποπολυβόλο Suomi KP/-31, ανεβάζοντας έτσι τα συνολικά επιβεβαιωμένα θύματά του σε 705.[4] Όλα αυτά επιτεύχθηκαν σε λιγότερο από εκατό ημέρες.
Ο Χέιχε χρησιμοποιούσε μια φινλανδική παραλλαγή σοβιετικού τυφεκίου, το Μ/28, του αξιόπιστου σοβιετικού τυφεκίου Mosin-Nagant (γνωστό και ως Pystykorva (Πουστουκόρβα). Προτιμούσε να χρησιμοποιεί μεταλλικό σκόπευτρο και όχι τηλεσκοπικό έτσι ώστε να δίνει μικρότερο στόχο στον αντίπαλο διότι με τηλεσκοπικό σκόπευτρο ο ελεύθερος σκοπευτής πρέπει να σηκώνει το κεφάλι περισσότερο κατά την σκόπευση και παρατήρηση. Επίσης με τον τρόπο αυτό περιόριζε την πιθανότητα αντανάκλασης από το τηλεσκοπικό σκόπευτρο, που ενδεχομένως να πρόδιδε την θέση του. Μια ακόμα τακτική του Χέιχε ήταν να συμπιέζει το χιόνι μπροστά από το όπλο, κάνοντάς το συμπαγές, ώστε κατά τη διάρκεια της βολής και το κλώτσημα του όπλου να μην εκτοξεύεται και προδίδει τη θέση του καθώς επίσης καθόλη την διάρκεια αναμονής και ενέδρευσης είχε στο στόμα του χιόνι ώστε η ανάσα του να μην εξαχνώνεται στον παγωμένο αέρα και γίνεται εμφανής σε περίπτωση που η περιοχή εποπτευόταν από κιάλια των αντιπάλων.
Οι Ρώσοι προσπάθησαν με πολλούς τρόπους να τον εξολοθρεύσουν τοποθετώντας και αυτοί ελεύθερους σκοπευτές καθώς και με τυφλές ή στοχευμένες βολές πυροβολικού. Στις 6 Μαρτίου του 1940 ο Χέιχε τραυματίστηκε στο σαγόνι κατά τη διάρκεια της μάχης. Βρέθηκε και διασώθηκε από συμπολεμιστές του οι οποίοι ανέφεραν αργότερα ότι «το μισό του κεφάλι έλειπε». Ο Χέιχε παρέμεινε αναίσθητος μέχρι τις 13 Μαρτίου, την μέρα που ουσιαστικά σταμάτησε ο πόλεμος μεταξύ Φινλανδίας και Σοβιετικής Ένωσης. Λίγο αργότερα ο Χέιχε προήχθη από το βαθμό του δεκανέα στο βαθμό του ανθυπολοχαγού από τον στρατάρχη Καρλ Γκούσταφ Έμιλ Μάνερχαϊμ. Κανένας άλλος στρατιώτης στην ιστορία του Φινλανδικού στρατού δεν προήχθη τόσο γρήγορα όσο ο Χέιχε.
Μετά τον Πόλεμο
Ο Χέιχε χρειάστηκε πολλά χρόνια για να ανανήψει από τα βαριά τραύματα που υπέστη. Η σφαίρα τού είχε σπάσει το σαγόνι και είχε διαλύσει το αριστερό του μάγουλο. Τελικώς επανήλθε και έγινε επιτυχημένος κυνηγός ταράνδων και εκτροφέας σκύλων μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1998 ρωτήθηκε πώς είχε τόσο επιτυχημένες βολές και αυτός απάντησε απλώς ότι ήταν θέμα άσκησης και μόνο. Όταν ρωτήθηκε για το αν έχει μετανιώσει για τον χαμό τόσων ανθρώπων από το χέρι του, απάντησε: «Έκανα ό,τι μου είπαν όσο καλύτερα μπορούσα». Τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε σε ένα μικρό χωριό, το Ρουοκολάχτι, χωριό στη νοτιοανατολική Φινλανδία κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία.