Κάποτε οι διανοητές στην Ελλάδα δεν ήταν του καναπέ. Έγραφαν πολεμώντας. Ο Ελύτης είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας το 1937, όπου κι έμεινε εννέα μήνες. Επέστρεψε όμως στην Αθήνα χάρη στη βοήθεια και τη μεσολάβηση της Ελένης Βλάχου, και τοποθετήθηκε ως ανθυπασπιστής στον 6ο Λόχο του ΙΙ Τάγματος στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού στο Πικέρμι.
Την 28η Οκτωβρίου του 1940 ο 29χρονος έφεδρος ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Αλεπουδέλης παρουσιάζεται στο Α΄ Κέντρο Επιστρατεύσεως του Α΄ Σώματος Στρατού (Α΄ Σ.Σ.), το οποίο βρίσκεται τότε υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Παναγιώτη Δεμέστιχα. Είναι η αρχή μιας μεγάλης περιπέτειας, εθνικής καθώς και προσωπικής για τον Οδυσσέα Αλεπουδέλη.
Στις 29 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης τοποθετείται στη Διλοχία Διοικήσεως του Στρατηγείου του Α΄ Σ.Σ. στο Ψυχικό και λίγες μέρες αργότερα, μετακινείται στην περιοχή Καλαμπάκας και αναλαμβάνει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων για την απόκρουση των Ιταλών.
Η μετακίνηση γίνεται με οχήματα της Διμοιρίας Αυτοκινήτων του Στρατηγείου ή με τον σιδηρόδρομο. Από ένα σημείο και μετά, το μέσον είναι η πεζοπορία. «Οι στρατιώτες, ύστερα από το Αγρίνιο, την Καλαμπάκα, τη Φλώρινα, όπου κυρίως με το τραίνο φτάνουν, πεζοπορούν για να φτάσουν στο μέτωπο – λίγοι αφικνούνται με αυτοκίνητο κι αυτοί, πάντως, όχι μέχρι την πρώτη γραμμή. Κάποιοι από τους επιστρατευμένους φαντάρους καλύπτουν ίσως και περισσότερα από 300 χλμ. πορείας για να φτάσουν στην πρώτη γραμμή. Λίγες μέρες αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου 1940, μετατέθηκε στη ζώνη πυρός.
Στο μέτωπο, στην πρώτη ή στη δεύτερη γραμμή, βρίσκονται, εκτός από τον Ελύτη, ο ζωγράφος Γ. Τσαρούχης, ο Αγγ. Τερζάκης, ο Στ. Ξεφλούδας, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, οι συγγραφείς και ποιητές Γ. Σαραντάρης, Ν. Καββαδίας Ν. Εγγονόπουλος, Γ. Μπεράτης (αρχές του ’41), Λ. Ακρίτας, Ν. Βρεττάκος, Α. Κοβατζής, Α. Καραντώνης, οι νεότεροι Αγγ. Βλάχος, Τ. Σινόπουλος, Αρ. Δικταίος, Λευτ. Ιερόπαις, κ.ά.
Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943.
“Πότε με τα πόδια, βαδίζοντας προσεχτικά και κρατώντας ένα χοντρό ραβδί στο χέρι, πότε καβάλα σ’ ένα πανύψηλο άλογο ανέβαινα ολοένα τις νύχτες ανάμεσα από τα μεγάλα σύδεντρα και τα τρομαχτικά φαράγγια της Πίνδου. Νύχτα πάντοτε”» εκμυστηρεύεται αργότερα σε επιστολή του ο Ελύτης και αναδημοσιεύει στο βιβλίο του «Ελύτης εποχούμενος – Διαδρομές στην ειρήνη και στον πόλεμο», ο Ηλίας Καφάογλου.
Αλλού γράφει: «Πρέπει να βρω το αντίσκηνό μου. Το ’χουνε στήσει μακριά, στην άκρη απ’ όλα τ’ άλλα, που ’ναι όλα τους περιποιημένα, στοιχημένα σ’ ευθείες γραμμές. Ετσι που τα φωτίζει το φεγγάρι κάτω από τα σύννεφα, μοιάζουνε με τάφους. Ωστόσο, εδώ, σ’ αυτή τη μικρή κοιλάδα, νιώθω καλύτερα, προπάντων που δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω μου. Αρχινάω τις βόλτες επάνου κάτω καπνίζοντας. Αλλο ένα τσιγάρο. Κι άλλο ένα».
Ο Ελύτης περιγράφει τις πολεμικές του περιπέτειές με κάθε λεπτομέρεια: «Με ένα “φύλλο πορείας” στην τσέπη, κίνησα για να συναντήσω την καινούργια μονάδα μου που μαχόταν κάπου ανάμεσα στ’ Ακροκεραύνια και στο Τεπελένι. Αρχισα να εγκαταλείπω ένα-ένα όλα τα στοιχεία που συγκροτούσανε την υλική μου υπόσταση. Τα γένεια μου μεγάλωναν ολοένα. Οι ψείρες πλήθαιναν. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα. [...] Τη νύχτα εκείνη χρειάστηκε να περάσω από ένα μονοπάτι που το χρησιμοποιούσαν οι τραυματιοφορείς για να κουβαλήσουν στα μετόπισθεν τους βαριά τραυματισμένους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βογγητά τους…”».
Στις 23 Φεβρουαρίου του 1941 ο Οδυσσέας Ελύτης αρρωσταίνει και παρουσιάζει υψηλό τυφοειδή πυρετό και μεταφέρεται στο Δέλβινο και στη συνέχεια νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο Αξιωματικών Ιωαννίνων, το λεγόμενο “Ρουμανικόν”. Εκεί αποφασίζει ότι πρέπει όλα όσα έχει ζήσει να τα καταγράψει.
“ Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το “Ασμα” που έγραψα. Από το άλλο μέρος, έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι και συ γι’ αυτά. Χωρίς την εμπειρία αυτή, πιστεύω δεν θα μου είχε ανοιχτεί ο δρόμος για το “Αξιον Εστί”».