Δεκέμβρης 1988, Εφετείο Πειραιά. Η δικαστική αίθουσα είναι γεμάτη από μαυροφορεμένους Κρητικούς, μαυροπουκαμισάδες, όπως αποκαλούνται στη Μεγαλόνησο. Σπάνια είναι αυτό καλό «μαντάτο». Δεν θα είναι ούτε αυτή τη φορά.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η γραφική φιγούρα ενός ηλικιωμένου γενειοφόρου. Θυμίζει παπά, αλλά ο τελευταίος λόγος για τον οποίο βρίσκεται εκεί είναι να κυρήξει το… λόγο του Θεού. Ένας άλλος νόμος, αυτός του Μωυσή, τρώει τα σωθικά του πέντε χρόνια τώρα: οφθαλμόν αντί οφθαλμού.
Ξυράφι δεν έχει βάλει στο πρόσωπο του από εκείνη την αναθεματισμένη 7ηΑυγούστου του 1983. Το πένθος του – η γενειάδα του μεγαλώνει μέρα με την ημέρα για να του θυμίζει ότι το χρέος του παραμένει ανεκπλήρωτο.